Η ξενιτιά, η μετανάστευση και ο έρωτας είναι ο άξονας της μουσικής παράστασης στην οποία ο Γιώργος Νταλάρας συμπράττει εκ νέου με την Εστουδιαντίνα στην Ιερά Οδό (18 και 19/12). Μαζί τους εμφανίζεται ο ιταλός ερμηνευτής Εντι Νάπολι ως «συνοδοιπόρος» στα τραγούδια της Μεσογείου. Ο τίτλος της παράστασης «Μη μου γράφεις γράμματα… γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα» –από το παραδοσιακό τραγούδι –περικλείει, όπως λέει ο βετεράνος του ελληνικού τραγουδιού, την Ιστορία του λαού μας.

Ο αιώνας των μεταναστεύσεων. «Παραλύεις όταν φτάνεις στην αλήθεια που «κλείνει» ο στίχος «γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα». Αυτό χαρακτηρίζει τον λαό μας. Το ελληνικό τραγούδι είναι μια τοιχογραφία της Ιστορίας αυτού του τόπου που έχει πονέσει, αλλά παράλληλα έχει τόσο φως. Ζούμε τον αιώνα των μεγάλων μεταναστεύσεων και δυστυχώς αυτός ο κύκλος δεν θα κλείσει επειδή οι κοινωνίες έχουν για θεό το κέρδος. Πάντα έτσι ήταν. Αντί η φιλοσοφία, ο πολιτισμός και η παιδεία να υποτάξουν το χρήμα και την άσκηση της εξουσίας, φάνηκε ότι το χρήμα υποτάσσει. Δεν θα σταματήσει η προσφυγιά επειδή δεν θα σταματήσουν οι πόλεμοι. Και αύριο – μεθαύριο μπορεί να είμαστε εμείς τα θύματα. Κανείς δεν μπορούσε να εκτιμήσει ότι η Μέση Ανατολή, ύστερα από τόσα πολλά που έχει περάσει, θα ξαναζούσε τον όλεθρο και την καταστροφή των πόλεων, τη βαρβαρότητα και τα εκατομμύρια των προσφύγων.

Πάθη και σκοτάδια. Ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ ν’ απαλλαγεί από την τεμπελιά του. Δεν θέλουμε να μάθουμε πράγματα που είναι πάνω από μας. Θέλουμε να ξέρουμε εκείνα που είναι στο «χώμα». Γιατί έχει πολύ κόπο να ξεφύγεις απ’ αυτό και ν’ ανέβεις, να μάθεις να κοιτάς προς τα πάνω. Η ζωή δεν είναι μόνο «εγώ», πρέπει να δούμε και το εμείς. Οταν καταργείται το συλλογικό, τότε βγάζει ο φασισμός τα δόντια του. Δεν είμαι από τους καλλιτέχνες που τρέφονται από τα πάθη τους, από τα σκοτάδια τους. Θα ήθελα να έχω σπουδάσει και να έχω ασχοληθεί με τη γνώση περισσότερο. Προσπάθησα να τα κάνω μόνος μου και παλεύω ακόμα. Αυτό είναι το μεγάλο μου βάρος. Δεν είχα την ευκαιρία, στα ευαίσθητα χρόνια της ζωής, τότε που έπρεπε να πάρω αποφάσεις, να ζω σε ένα ήρεμο περιβάλλον. Η μεγάλη μου κατάκτηση είναι που βλέπω την κόρη μου και τα εγγόνια μου να μεγαλώνουν. Είναι μια μεγάλη ώθηση για τη ζωή, γιατί δεν σε αφήνει να σε φάει η εσωστρέφεια και η κατάθλιψη».

«Θέλω» και «έχω». «Ενα μεγάλο δώρο που μου έδωσε η δουλειά μου ήταν η δυνατότητα να γνωρίσω σπουδαίους ανθρώπους και να ταξιδέψω στο μεγαλύτερο κομμάτι της Γης. Ετσι έφυγε ο φόβος από πάνω μου γι’ αυτά τα ανθρώπινα πάθη: τις ιδιοκτησίες, τα «θέλω» και τα «έχω» που χαρακτηρίζουν όλους μας. Θα ήθελα να είχα μάθει δυο – τρεις γλώσσες. Γιατί κάθε γλώσσα που μπορείς να μιλάς είναι ένας καινούργιος άνθρωπος. Ενα από αυτά που με βασανίζουν είναι ότι δεν έκανα όσα θα μπορούσα. Δεν θέλω να με υπερεκτιμούν. Να θυμίσω εδώ την παλιά νοοτροπία μου, όταν έρχονταν οι άνθρωποι με τα παιδιά τους και ζητούσαν φωτογραφία. Τους έλεγα «σας παρακαλώ, μη λέτε στα μικρά παιδιά να ζητάνε φωτογραφίες». Δεν έχει νόημα αυτό. Θα το λύσει η Ιστορία βάζοντας στη ζυγαριά τα πράγματα που έχει κάνει ο καθένας. Δεν θα βγει ούτε με αυτόγραφα ούτε με σέλφι».

Φωνή παλιάς κοπής. «Τον Εντι Νάπολι τον γνώριζα από τα τραγούδια του. Εχει μια φωνή και μια ερμηνευτική αντίληψη παλιάς κοπής. Είναι δυσεύρετα αυτά σήμερα. Οταν δηλαδή οι τραγουδιστές είχαν ωραία φωνή και τραγουδούσαν σωστά, έμπαιναν ως εργαλείο και ως όργανο μέσα στην ορχήστρα. Ετσι εξέφραζαν κάθε φορά τη λαϊκή ψυχή. Ο Εντι είναι ένας μέγας λαϊκός τραγουδιστής Ναπολιτάνος. Αυτό με έκανε να τον καλέσω πριν από περίπου μια δεκαπενταετία στο Ηρώδειο».

Θεοποίηση του στυλ. «Μπορεί κάποιος να είναι θεόφαλτσος αλλά τίποτα δεν εμποδίζει τους οπαδούς του να τον αποθεώνουν. Σήμερα έχουμε θεοποίηση του στυλ. Αυτή είναι μια καινούργια ιστορία της εποχής μας, που θέλει ο καλλίφωνος να θεωρείται «κατεστημένο», με την αρνητική έννοια. Αλλά θα έρθει πάλι η εποχή που θα τιμούμε τους καλλίφωνους. Προσωπικά, ως τελειομανής, θέλω αυτός που γράφει εκπληκτικά πράγματα να κάνει και μερικές ασκήσεις να τελειοποιήσει τη φωνή του. Προτιμώ ν’ ακούω να τραγουδάει ένα αηδόνι από ένα κοράκι. Ομως θαυμάζω το πνεύμα αυτού του ανθρώπου όταν μπορεί να γίνει η ανθρώπινη φωνή που παράγει ήθος και αξιοπρέπεια. Θα τον προτιμήσω από έναν καλλίφωνο που τραγουδάει αηδίες. Εχω ξεχωρίσει τέτοιους ανθρώπους, οι οποίοι διαθέτουν ωραίες φωνές και έχουν πει υπέροχα τραγούδια, όπως οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας –μια υπέροχη στιγμή για το ελληνικό τραγούδι -, ο Ορφέας Περίδης, ο Θοδωρής Κοτονιάς κ.ά.».

Τα τάλεντ σόου. «Εχουν βγει εξαιρετικές φωνές μέσα από τους τηλεοπτικούς διαγωνισμούς. Αλλά η αλήθεια είναι ότι στην πλειονότητά τους τα παιδιά που έχουν συμμετάσχει ή διακριθεί δεν έχουν προχωρήσει. Χάνουμε εδώ το παιχνίδι, επειδή το κίνητρο της παραγωγής για να γίνουν τέτοιες εκπομπές δεν είναι το τραγούδι, αλλά η ακροαματικότητα».

Τα τραγούδια. «Δεν ξέρω τι θα μείνει απ’ όσα έχω πει. Αλλά εγώ θέλω να μείνουν εκείνα που έχουν επηρεάσει την πορεία και τη ζωή μου: το «Κάπου νυχτώνει», «Ο ουρανός φεύγει βαρύς», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Αχ χελιδόνι μου». Αυτά τα τραγούδια ανήκουν σε εκείνους που τα έγραψαν. Εγώ όπως σας είπα ήμουν «όργανο»».

Μουσικός, όχι τραγουδιστής. «Δεν είμαι τραγουδιστής, ούτε θέλω. Είμαι μουσικός. Ετσι λειτουργούσα πάντα και έτσι ήταν και μέχρι τη δεκαετία του 1950. Οι τραγουδιστές ήταν οργανοπαίκτες πρώτα. Αυτό άλλαξε όταν άρχισαν οι κομψευόμενοι και χαριτωμένοι να πηγαίνουν στα στούντιο, να τους παίρνουν –από τις ψαραγορές και τα μανάβικα –οι παραγωγοί και να τους κάνουν τραγουδιστές. Ολοι οι σπουδαίοι άνθρωποι που έγραψαν την Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού – το λαϊκό, το δημοτικό, το ρεμπέτικο και το βυζαντινό –ήξεραν μουσική. Ενας τραγουδιστής που δεν γνωρίζει μουσική πρέπει να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να πει: «Τι είδους παράδοξο βλέπω; Εναν άνθρωπο που κερδίζει λεφτά από τη μουσική χωρίς να είναι μουσικός»».