Αν ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης κληροδότησαν στη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή τα δύο Νομπέλ, στα οποία αποτυπώνεται η υψηλότερη κατάκτηση της ελληνικής ποίησης, είναι ο Νίκος Καζαντζάκης που αφήνει ως διαρκές αποτύπωμα την πλέον αναγνωρίσιμη συμβολική μορφή. Αυτή στην οποία συμπυκνώνονται τα πάθη, οι αδυναμίες, οι ελπίδες και οι προκαταλήψεις –γιατί όχι; –του νεοελληνικού ήθους. Ο Αλέξης Ζορμπάς προέρχεται από το πιο αριστοτεχνικό ίσως μυθιστόρημα του κρητικού συγγραφέα, το ενδιαφέρον για τον οποίο αποδεικνύεται διαρκές από γενιά σε γενιά. «Καταδικασμένος» σε μια ανάγνωση αποσπασματική –είναι άλλοτε ο νιτσεϊκός, άλλοτε ο αναχωρητής και άλλοτε ο εικονοκλάστης -, ο Νίκος Καζαντζάκης διαφεύγει μονίμως από τις απόπειρες οριστικής σκιαγράφησης, όπως αποδεικνύει η μονομερής προσέγγισή του στη μέση εκπαίδευση (στα σχολεία της επικράτειας υπερπροβάλλεται η «ουμανιστική», μεταφυσική του διάσταση), αλλά και η πρόσφατη κινηματογράφηση επεισοδίων της ζωής του από τον Γιάννη Σμαραγδή στην ταινία «Καζαντζάκης».

Οι «Επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη», που συνοδεύουν την αυριανή έκδοση του «Βήματος», προσφέρουν μια επίσης θραυσματική ανάγνωση. Αλλά πρόκειται για θραύσματα που φωτίζουν τον ψυχισμό του συγγραφέα, τις αγωνίες, την πίκρα, τη νοσταλγία και τη μοναξιά του κατά την περιπλάνησή του σε χώρες της Ευρώπης. Το σύνολο του υλικού, που έχει εκδοθεί από το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, με την ευγενική συγκατάθεση των εκδόσεων Καζαντζάκη, και ανατυπώνεται από «Το Βήμα», αποτελείται από 74 τεκμήρια (επιστολές και επιστολικά δελτάρια) καλύπτοντας ένα διάστημα σαράντα ετών, από το 1917 ώς το 1957, φέρνοντας στην επιφάνεια πολλές ανθρώπινες στιγμές του δημιουργού του «Ζορμπά»: την οικονομική ανασφάλεια, τις διενέξεις του με εκδότες όπως ο Δημητράκος και ο Ελευθερουδάκης, την πολιτική του δράση, τις σχέσεις με τις δύο συζύγους του, τη Γαλάτεια και την Ελένη, την επιθυμία του να αναζητήσει αραξοβόλι στην Αίγινα, την οριστική εγκατάστασή του στη Γαλλία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη σχέση του με τη βαφτισιμιά του και κατοπινή σπουδαία ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ.

Σύμφωνα με τον επιμελητή της έκδοσης, επίκουρο καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Θανάση Αγάθο, ο γεννημένος στα Δαρδανέλλια Γιάννης Αγγελάκης, νομικός σύμβουλος του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, είχε αναλάβει όλες τις υποθέσεις του Νίκου Καζαντζάκη, από τις δοσοληψίες του με εκδοτικούς οίκους ώς την αγορά οικοπέδου στην Αίγινα, όπως φαίνεται και σε ένα από τα παρακάτω αποσπάσματα επιστολών.

Η «Ασκητική»

και το «Ασμα ασμάτων»

Το 1930, ο Καζαντζάκης και ο Δημήτρης Γληνός (1882-1943), εκπαιδευτικός, συγγραφέας και πολιτικός, πρωτεργάτης της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, καλούνται στον ανακριτή για την «Ασκητική», ο πρώτος επειδή έγραψε το «ασεβέστατο» βιβλίο και ο δεύτερος επειδή δημοσίευσε στο περιοδικό του «Aναγέννηση» την «άθεη παλιοφυλλάδα». Kαι οι δύο παραπέμπονται σε δίκη στις 10 Iουνίου 1930 «επί χλευασμώ της θρησκείας». Οπως επισημαίνεται στη σχετική υποσημείωση, «η δίκη τελικά δεν θα γίνει, αλλά η εκκρεμότητα της δίκης επικρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους σαν δαμόκλειος σπάθη για τέσσερα χρόνια». Το ζήτημα θίγεται στην επιστολή της 7ης Απριλίου 1931 (απ’ όπου το παρακάτω απόσπασμα), στην οποία ο Καζαντζάκης επισημαίνει ότι γραμμή υπεράσπισης πρέπει να είναι το γεγονός ότι το επίμαχο βιβλίο είναι έργο τέχνης, ενώ το «Ασμα ασμάτων» περιέχει πιο «άσεμνους» στίχους. Εκείνη την περίοδο ο Καζαντζάκης βρίσκεται στην Αίγινα.

«Αγαπητέ μου Συνήγορε, έχεις εντελώς δίκιο· το υπόμνημα έπρεπε να στηριχτεί στο ότι η Ασκ[ητική] είναι έργο τέχνης και τίποτα άλλο. Επειτα τα χωρία που παραθέτουν είναι εντελώς αταίριαστα και ανόητα. Αν θέλουν για το ύφος της Ασκ[ητικής], υπάρχουν άφθονα στη Γραφή κι όλο το Ασμα των ασμάτων είναι ξετσίπωτο, τολμηρό, ερωτομανές –όχι για οικογένειες, με το πρόσχημα πως η Σουναμίτις (αγαθοί μαστοί της υπέρ οίνον) είναι τάχατε η Εκκλησία. Δεν πιστεύω ποτέ να φτάσει σε δίκη αυτή η υπόθεση· θα γίνονταν ίσως cause célèbre (κρυφή επιθυμία του Γληνού) μα για την ιδιοσυγκρασία μου είναι εντελώς αντιπαθητική η διαφήμιση κι ο θόρυβος και πρέπει να κάμουμε ό,τι μπορούμε να μη γίνει τίποτα. Αν όμως γίνει, θα βάλουμε όλη μας τη δύναμη να υποστηρίξουμε από πολύ ψηλά και με «σεμνή περιφρόνηση» την υπόθεσή μας χωρίς μήτε να προκαλούμε μήτε ν’ αποφεύγουμε την καταδίκη…».

Ο ελληνικός Εμφύλιος

Ο Καζαντζάκης συμμετείχε ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη την περίοδο 1945-1946, προκαλώντας μάλιστα τις έντονες αντιδράσεις του ΚΚΕ, στους κόλπους του οποίου θεωρούνταν συγγραφέας συμπαθών προς το ΕΑΜ. Η θητεία του αυτή δεν θίγεται στις επιστολές, αλλά εντοπίζονται ορισμένες νύξεις για τον ελληνικό Εμφύλιο.

Γράφει στην επιστολή της 5ης Ιανουαρίου 1948 από το Παρίσι: «Το ό,τι γίνεται στην Ελλάδα σκίζει την καρδιά μας. Τι θα γίνει, πώς θα τελειώσει το πάλεμα του Αβελ και του Κάιν; Η παλιά λύση –να σκοτωθεί ο ένας από τους δυο –είναι άραγε η αιώνια;». Και σε εκείνη της Μεγάλης Παρασκευής, την ίδια χρονιά: «Ακόμα είμαστε καρφωμένοι στο Παρίσι και γυρίζουμε δεξιά ζερβά το κεφάλι και περιμένουμε από πού θ’ ανοίξει μια πόρτα να φύγουμε. Να φύγουμε από πού; Από την Ελλάδα. Ο,τι γίνεται εκεί κάτω μας ραΐζει την καρδιά».

Η Γαλάτεια και η Ελένη

Στα πρώτα χρόνια της αλληλογραφίας του με τον Αγγελάκη, ο Καζαντζάκης αναφέρεται στη μάλλον περιορισμένη επικοινωνία με την πρώτη του σύζυγο Γαλάτεια, με την οποία παντρεύτηκε το 1911, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, επειδή φοβόταν τον πατέρα του, που δεν την ήθελε για νύφη. Αντιθέτως, είναι πολύ «συχνή» η παρουσία της Ελένης στις επιστολές. Το 1939, ενώ οι δυο τους βρίσκονται στην Αγγλία, ζητά την εχέμυθη συνδρομή του Αγγελάκη για να ολοκληρωθούν τα διαδικαστικά του επικείμενου γάμου, τον οποίο σκέφτεται να ανακοινώσει ως έκπληξη στη νεαρή γυναίκα (τελικά ο γάμος θα τελεστεί το 1945). Ακολουθούν δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα, το πρώτο από την επιστολή της 27ης Οκτωβρίου 1917 (Ζυρίχη), το δεύτερο της 4ης Μαΐου 1932 (επίσης Ζυρίχη):

«Αναζητώ τη συντροφιά Σου μέσα στη φριχτήν Αθήνα· πάντα ελπίζω στο θάμα: να προβάλει η Γαλάτεια ή άλλος κανείς Σας και να ξορκίσω την ερμιά».

«Η Ελένη, καθώς Σου ‘γραψα, έφυγε προχτές για την Ελβετία να δει τον R[omain] Rolland, που επρόκειτο να τη δει στις 2 του Μάη. Από κει θα πάει στο Παρίσι. Εχει παρασύρει δυο φίλες της, στη Γενεύη και στο Παρίσι, να χτίσουν σπιτάκια στην Αίγινα, δίπλα στο μελλούμενο βράχο μας. Να δούμε. Η Ελένη είναι η πιο ηρωική ψυχή που γνώρισα, γυναίκεια, στη ζωή μου».

Η Αίγινα

Στις επιστολές αποτυπώνεται η «ερωτική» σχέση του Καζαντζάκη με την Αίγινα, όπου έχει σπίτι ο Αγγελάκης. Η λαχτάρα του συγγραφέα και της Ελένης Καζαντζάκη είναι να αγοράσουν οικόπεδο στο νησί, ώστε να χτίσουν κι εκείνοι τη δική τους κατοικία, την οποία ο Καζαντζάκης θεωρεί «καταφύγιο» παντοτινό. Η μεταφυσική διάσταση αποτυπώνεται και στην επιστολή της 7ης Μαρτίου 1932, την οποία γράφει στο Γκότεσγκαμπ:

«Χάρηκα που επιτέλους τελειώνει η υπόθεση του οικόπεδου. Μια περίεργη σταθερότητα –εντελώς αστήριχτη –νιώθω όταν συλλογούμαι πως στον έρημο αυτόν βράχο μπορώ μια μέρα να ζήσω και να πεθάνω. Πολύ θα χαρώ να γένει εκεί το μνήμα μου (Αν πεθάνω ξαφνικά, Σε παρακαλώ δείξε αυτό το γράμμα στους συγγενείς μου να με θάψουν εκεί. Μιαν άλλη μέρα θα Σου γράψω και το επιτύμβιό μου)».

info

«Επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη», σε επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια Θανάση Αγάθου. Προλογίζει η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ. Αύριο, Κυριακή 10 Δεκεμβρίου, με το «Το Βήμα»