Η δικηγόρος Αικατερίνη Παπανικολάου, μέλος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, υπήρξε νομική σύμβουλος στο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού την περίοδο 2015 – 2016 (Ν. Ξυδάκης, Α. Μπαλτάς) και αντιπρόεδρος στο προηγούμενο Διοικητικό Συμβούλιο του Ελληνικού Φεστιβάλ. Τα μέλη του παύθηκαν από την υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, ύστερα από τη σύγκρουση που δημοσιοποιήθηκε με τον καλλιτεχνικό διευθυντή Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Η εκ των έσω γνώση της για τη διοίκηση και λειτουργία των πολιτιστικών οργανισμών καθιστά σημαντική την άποψή της, η οποία καταγράφεται στο σημείωμα που δημοσιοποιεί προς «ΤΑ ΝΕΑ». Ειδικά μετά την πρόσφατη διένεξη που σημειώθηκε μεταξύ του Θεοδωρόπουλου και του ηθοποιού Γιώργου Κιμούλη, ο οποίος αντέδρασε στην έγκριση της παραγωγής «Θεσμοφοριάζουσες», που ανεβαίνει στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή.

Η πολιτιστική διαχείριση δημόσιων οργανισμών με αποστολή την προώθηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας συναθροίζεται μεταξύ των πεδίων όπου ενδημούν κλασικές παθογένειες της εγχώριας διοίκησης. Εντελώς ενδεικτικά, το Εθνικό Θέατρο, η Εθνική Λυρική Σκηνή, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Ελληνικό Φεστιβάλ, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι μερικοί μόνο από τους δημόσιους φορείς διά των οποίων το κράτος επιχειρεί να υλοποιήσει την πολιτιστική του πολιτική.

Η διοίκηση των οργανισμών αυτών έχει κατά καιρούς τροφοδοτήσει την επικαιρότητα με πληροφορίες υψηλού ενδιαφέροντος για το πολιτικό ρεπορτάζ και τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των μελών της κυβερνώσας διοίκησης. Τόσο που συχνά ο πολιτισμός μοιάζει να είναι μόνο η αφορμή για επίδειξη ισχύος και πολιτικούς ανταγωνισμούς –ενίοτε αθέμιτους και ετεροκαθοριζόμενους.

Οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί έχουν περιβληθεί στην πλειονότητά τους, ήδη από τη δεκαετία του ’90, τον τύπο των δημόσιων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου για λόγους που αφορούν πρωτίστως τη λειτουργική τους ευελιξία. Η χειραφέτησή τους από τον στενό δημόσιο τομέα κυρίως, αποβλέπει στην επιτάχυνση των διαδικασιών και στην απαγκίστρωσή τους από ανελαστικές προδικασίες τόσο κατά τη στελέχωσή τους όσο και κατά τη λογιστική διαχείριση των οικονομικών τους δεδομένων.

Στο σημείο αυτό ωστόσο εστιάζεται η αφετηρία μιας παρανόησης, υπεύθυνης σε μεγάλο βαθμό για το έλλειμμα διαφάνειας και λογοδοσίας που κατά καιρούς στιγμάτισε την ιστορία τέτοιων οργανισμών. Το γεγονός ότι οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί διατηρούν διακριτή νομική υπόσταση σε σχέση με τις παραδοσιακές μορφές της κεντρικής διοίκησης δεν τους εξαιρεί αυτοδικαίως από τους κανόνες του δημόσιου λογιστικού και την αρχή της νομιμότητας. Τουναντίον, ο αναγκαίος εξορθολογισμός της Δημόσιας Διοίκησης επιτάσσει την αποκατάσταση των –ηθελημένων και συχνά βολικών –στρεβλώσεων που ταλανίζουν τη λειτουργία των πολιτιστικών οργανισμών και αναστέλλουν συστηματικά τον εκσυγχρονισμό τους. Προς αυτή την κατεύθυνση θα συνέβαλλε μεταρρυθμιστικά η υιοθέτηση εγγυήσεων όπως οι ακόλουθες:

Ανοιχτές διαδικασίες. Κατά πρώτον, ανοιχτές διαδικασίες ως προς την επιλογή των καλλιτεχνικών επικεφαλής και διεύρυνση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου για καθιέρωση διεθνών διαγωνιστικών διαδικασιών. Οι πελατειακές, εσωστρεφείς διαδικασίες που αποτελούν σήμερα τον θλιβερό κανόνα, επιφυλάσσουν στον υπουργό Πολιτισμού ως καθ’ ύλην αρμόδιο της κυβερνητικής πλειοψηφίας το προνόμιο της απευθείας ανάθεσης καθηκόντων καλλιτεχνικής διεύθυνσης σε πρόσωπα δικής του επιλογής και συγγενούς αισθητικής.

Επίσης, η επί σειρά δεκαετιών ανοχή της έννομης τάξης στη λειτουργία δημόσιων πολιτιστικών φορέων, χωρίς νομοθετημένη περιγραφή και κατανομή θέσεων, διαμορφώνει το ιδανικό πλαίσιο για τη διάχυση της αυθαίρετης και προσωποληπτικής στελέχωσης των οργανισμών. Η έλλειψη οργανογραμμάτων και εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας προικίζει με υπερεξουσίες τα συμβούλια διοίκησης των οργανισμών, μεταξύ άλλων και ως προς την επιλογή του προσωπικού. Συνέπεια: αδιαφανή κριτήρια, επισφαλείς εργασιακές σχέσεις και αποξένωση από τα στοιχειώδη της νομιμότητας.

Αρκετοί από τις τελευταίους κλυδωνισμούς στη λειτουργία δημόσιων πολιτιστικών οργανισμών οφείλονται εν πολλοίς στην ανυπαρξία σαφούς κανονιστικού πλαισίου. Οφείλονται επίσης, στην εμπεδωμένη πεποίθηση του απόλυτου υπουργικού προνομίου περί ορισμού και καθαίρεσης των οργάνων διοίκησης. Η πρόσφατη απόφαση της υπουργού Πολιτισμού, διά της οποίας παύθηκε από τα καθήκοντά της η γενική διευθύντρια του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου φέρει ως αιτία της αποπομπής την έλλειψη «εναρμονισμένης δράσης» μεταξύ Διοικητικού Συμβουλίου και γενικής διευθύντριας. Δεν εξειδικεύει, δεν αιτιολογεί, δεν καταλογίζει παραλείψεις, ούτε αποδίδει ευθύνες σε κάποιο από τα δύο όργανα· επιλέγει αυθαίρετα την απομάκρυνση ενός εκ των δύο, χωρίς τη στοιχειώδη αιτιολογία που επιτάσσει η δημοκρατική αρχή για κάθε δυσμενή διοικητική πράξη.

Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ. Εναν χρόνο πριν, σε άλλη κρίση που αφορά «την αδυναμία συνεργασίας μεταξύ του Διοικητικού Συμβουλίου και του Καλλιτεχνικού Διευθυντή» στην Ελληνικό Φεστιβάλ ΑΕ, η υπουργός Πολιτισμού επιλέγει αντιστρόφως: αυτή τη φορά απομακρύνει το Διοικητικό Συμβούλιο. Χωρίς κριτήρια και πάλι, ούτε καν στοιχειώδη αιτιολογία και επιμερισμό ευθυνών. Είναι φανερό όμως, ότι εδώ δεν τίθεται μόνο ζήτημα χρηστής διοίκησης. Υπάρχει επιπλέον ζήτημα τήρησης της δημοκρατικής αρχής.

Η διαχρονική και επιμελής συντήρηση του ρευστού πλαισίου λειτουργίας των δημόσιων αυτών οργανισμών ευνοεί την οικειοποίηση θεσμικών ρόλων και την προνομιακή ιδιοποίηση καλλιτεχνικών προνομίων. Με αφορμή την προ διετίας αποπομπή του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για υπέρβαση του μέγιστου επιτρεπόμενου αριθμού συμβάσεων που συνήψε ο ίδιος με τον οργανισμό του οποίου προΐστατο, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν άφησε ερμηνευτικά περιθώρια: έκρινε ανεπίτρεπτη την υπέρβαση, ακόμη κι αν για τις πρόσθετες συμβάσεις δεν είχε προβλεφθεί οικονομικό αντάλλαγμα. Σκοπός του περιορισμού κατά τη διατύπωση του δικαστηρίου «δεν είναι μόνο η απαγόρευση παροχής στον καλλιτεχνικό διευθυντή πρόσθετου οικονομικού οφέλους από το Εθνικό Θέατρο, με τη σύναψη περισσότερο των δύο συμβάσεων ετησίως, αλλά και η διαφύλαξη της δυνατότητας των λοιπών καλλιτεχνών να συμμετέχουν στις δραστηριότητες του Εθνικού Θεάτρου».

Υπ’ αυτό το πρίσμα έχει νόημα να αναγνωσθεί επίσης η πρόσφατη συζήτηση που αφορά την απόφαση της Ελληνικό Φεστιβάλ ΑΕ να εντάξει στο τρέχον πρόγραμμα του οργανισμού θεατρική παραγωγή που θα υλοποιήσει επιχειρηματικό σχήμα οικογενειακών συμφερόντων του καλλιτεχνικού διευθυντή. Αναπόφευκτη κι εδώ η κοινοτοπία του διλήμματος περί ηθικού και νόμιμου.

Επειδή ωστόσο πάντα θα υπάρχουν οι δημόσιοι λειτουργοί που αδυνατώντας να αρθούν στο ύψος της αποστολής τους δεν προνοούν ως όφειλαν για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων, επείγει εκ μέρους του νομοθέτη ο επαναπροσδιορισμός του αυτονόητου. Οσο ο φόβος του πολιτικού κόστους συντηρεί την καθεστωτική γραφικότητα των πολιτιστικών μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων, οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί θα παραμένουν καθηλωμένοι και ανάδελφοι, στο περιθώριο του διεθνούς γίγνεσθαι. Και η πραγματικότητα αυτή είναι μια ακόμη χαμένη μάχη στην οφειλόμενη προσπάθεια για επανεκκίνηση της χώρας και συστοίχισή της με τα κεκτημένα του ορθού λόγου.