ο τίμημα» του Αρθουρ Μίλερ παίχτηκε για πρώτη φορά στον τόπο μας το 1992 στο Θέατρο Εξαρχείων, σε ένα θέατρο στο οποίο είχε ο ίδιος ο Μίλερ δώσει αποκλειστικά το προνόμιο να ανεβάζουν τα έργα του στην Ελλάδα. Και είδαμε τότε αρκετά από τα άπαιχτα εδώ έξοχα δημιουργήματα του αμερικανού ακτιβιστή της αμερικανικής Αριστεράς δραματουργού.

Επειδή και το έργο του αυτό, όπως και το πρώτο του «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» που θριαμβεύει για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Εμπορικόν είχαν μια σχεδόν ανατριχιαστική επικαιρότητα, πράγμα που σημαίνει πως ο κόσμος όχι μόνο δεν αλλάζει αλλά επαναλαμβάνεται προς το χειρότερο, θα μου επιτρέψετε να επαναλάβω για το κείμενο του Μίλερ όσα έγραψα πριν από 25 χρόνια.

«Βλέποντας «Το τίμημα» του Αρθουρ Μίλερ, σκέφτεσαι πώς είναι δυνατόν, σε μια εποχή σαν αυτή που διανύουμε, όπου το θέατρο περνάει μία ακόμα κρίση (και φοβάμαι όχι την τελευταία), έργα σαν αυτό, ώριμα, του μεγάλου αμερικανού κοινωνιστή συγγραφέα, να παραμένουν άπαιχτα στη χώρα μας, αφού έχουν γραφεί από το 1968.

Ο Μίλερ είναι ταπεινός μαθητής του θεάτρου ιδεών, ενός θεάτρου που έφτασε στην τεχνική του τελειότητα με τον Ιψεν και αναδιπλώθηκε, κριτικά και συγγραφικά, με τον Μπέρναρντ Σο.

Το έργο στον Ιψεν και τους οπαδούς του στηρίζεται πάνω σε μια μοναδική προβληματική θέση, υπηρετείται από σαφείς χαρακτήρες, καλπάζει ακάθεκτο προς τη λύση του μέσα σ’ έναν σκηνικό χώρο κυρίως και ιδίως μέσα σε μια συνέχεια χρονικά, χωρίς διακοπή και άλματα.

Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα τίθενται και λύνονται τα μεγάλα προβλήματα, κυρίως τα ηθικά, που ξεφυτρώνουν μέσα στη βιομηχανική και χρηματιστηριακή κοινωνία, μια κοινωνία δυτική, καπιταλιστική, που οργανώνει τη δομή της γύρω από τον «άτρωτο» αστικό πυρήνα, την οικογένεια, η οποία πάλι θεμελιώνεται πάνω στους ηθικούς κανόνες της προτεσταντικής ηθικής, όπως το ανέδειξε ο Μαξ Βέμπερ.

Ο Μίλερ είναι ο κυριότερος στις μέρες μας ανατόμος της αμερικανικής κοινωνίας, έχοντας πίσω του σειρά ακμαίων προγόνων, τον Ο’Νιλ, τον Οντετς, τον Ράις, τον Ουάιλντερ, τη Χέλμαν, τον πρώτο (και συνοδοιπόρο) Τ. Ουίλιαμς.

Ο Μίλερ ανήκει ιδεολογικά στη γενιά της προεδρίας του Ρούζβελτ, στην προσπάθεια να ξεπεραστεί και να επουλωθεί το τραύμα του μεγάλου οικονομικού κραχ του 1929. Εκείνη η σεισμική κατακλυσμική καταστροφή είχε λειτουργήσει σαν να ήταν η στιγμή της αλήθειας για το κατασκευασμένο με χιλιάδες ψευδαισθήσεις αμερικανικό όνειρο.

ΟΙ ΗΡΩΕΣ. «Το τίμημα» είναι ένα ρέκβιεμ για τους κληρονόμους αυτής της τραυματικής εμπειρίας. Οι τέσσερις ήρωες του έργου είναι μια ευρέος φάσματος ανάπτυξη του κοινωνικού και ψυχογραφικού τυπολογίου που δημιούργησε η λύση εκείνη της συνέχειας της αμερικανικής κοινωνικής επιδερμίδας. Προϊόντα ενός υποκριτικού συμβιβασμού, προδομένοι ενός συστήματος που το θεώρησαν σωσίβιο και ήταν σκυλοπνίχτης και θύτες ταυτόχρονα σ’ έναν ανελέητο αγώνα για επιβίωση.

Επιτυχημένοι ή αποτυχημένοι οι ήρωες είναι θλιβερά ράκη, ανολοκλήρωτοι έφηβοι, ψευδορομαντικοί, αριβίστες, υστερικοί ηθικολόγοι, κυνικοί εκτιμητές αξιών και μεγαλείου, που κερδήθηκαν σε εποχές έπους και ξέφτισαν σε εποχές ιλαροτραγωδίας. Ο Μίλερ στο «Τίμημα» έγραψε ευθύ θέατρο, κλασικό, χωρίς τερτίπια, χωρίς συμβολισμούς, χωρίς δασκαλίστικες κορόνες, αλλά και στέρεο ιδεολογικά, ισορροπημένο, με έξοχες δραματικές καμπύλες, με σαφήνεια στην ανάπτυξη των μοτίβων και των χαρακτήρων».

Αυτά γράφονταν πριν από 25 χρόνια, πριν η έρμη αυτή χώρα που ενάμιση τώρα αιώνα ως «ελεύθερη» μαϊμούδισε τα ξένα πρότυπα, μαζί τους τώρα βουλιάζει.

Το έργο του Μίλερ διαδραματίζεται μέσα σ’ ένα παλιό αστικό διαμέρισμα όπου έχουν πλέον μουχλιάσει τα παλαιά έπιπλα και οι τοίχοι. Και εκποιούνται! Ο Μίλερ στα τελευταία έργα της πλούσιας πορείας του επανέρχεται συχνά σ’ αυτό το θέμα. Στον «Τελευταίο Γιάνκη», ο ήρωάς του αρνείται τον καπιταλιστικό εργαλειακό πληθωρισμό, την τεχνολογία που κάθε τόσο ακυρώνει τα προηγούμενα εργαλεία για να πλασάρει στην αγορά τα καινούργια, δημιουργώντας κάθε λίγο και λιγάκι νέες ανάγκες. Τόσο ώστε τα καπιταλιστικά κράτη να είναι βέβαια εργοστάσια νέων εργαλείων για νέες ανάγκες, αλλά και απέραντες αποθήκες των παλιών εργαλείων, μεθόδων, υλικών και ξεπερασμένων αναγκών.

Ηδη από τον «Θάνατο του Εμποράκου», το αριστούργημα του Μίλερ, αναλύονται οι όροι που οδηγούν όσους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους ρυθμούς τού συνεχώς ανανεούμενου τεχνολογικού και ιδεολογικού τοπίου, στο περιθώριο, στην απαξίωση και στον θάνατο. Ο καπιταλισμός πατά επί πτωμάτων και τρέφεται με σάρκες αποτυχημένων να συμμορφωθούν πολιτών.

Ο Τελευταίος Γιάνκης γυρίζει πίσω να ξαναπιάσει το σφυρί, τη βελόνα, το αμόνι και το πριόνι και τιμά τη δυνατότητα της φύσης να υποκύπτει στη δημιουργική φαντασία της ανθρώπινης επίνοιας.

Η φύση όταν βιάζεται εκδικείται, πίστευε ο Μίλερ.

Στο «Τίμημα», ένας δαιμόνιος παλαιοπώλης παζαρεύει τσιφούτικα τιμαλφή που σώρευσαν κάποτε οι δουλευταράδες πρώτοι άποικοι, οι οποίοι με πολύ ιδρώτα όργωσαν απέραντες εκτάσεις γης και φύτρωναν χιλιάδες ράγες σιδηροδρόμων και οδήγησαν χιλιάδες ζώα στα λιβάδια και στα σφαγεία αυξάνοντας το κατά κεφαλήν βούτυρο που ζήλευε ο Λένιν!

Η γενιά που τους διαδέχθηκε, παιδιά ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θεώρησε ως «αγαθό το ωφέλιμο» και ιδανικό επιδιώξιμο το κέρδος, έφτιαξε μια κοινωνία που καλλιέργησε το διαβόητο αμερικανικό όνειρο που βούλιαξε στο κραχ του 1929, αλλά νεκραναστήθηκε μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο ως οικονομική ηγεμονία του σύμπαντος κόσμου.

Τα δύο αδέρφια του «Τιμήματος» είναι τα μοντέλα των δύο περιόδων της αμερικανικής κοινωνίας.

Ο θύτης και το θύμα, ο καριερίστας και ο ανθρωπιστής. Αλλά και οι δύο είναι θύματα ενός αδίστακτου πατέρα που είχες την εντύπωση πως εκφράζει την αδίστακτη και ανελέητη και απάνθρωπη λογική των τραπεζών. Σωρεύει, τοκίζει και συνθλίβει. Ξεζουμίζει και τρέφεται ρουφώντας με το καλαμάκι αίμα κερδισμένο με μόχθο και πάθος δημιουργίας.

Πέρα από τον αδίστακτο παλαιοπώλη και τα δύο αδέρφια εκπροσώπους των δύο εποχών, υπάρχει και μια φιλόδοξη κοκέτα καταναλωτική γυναίκα, ένα αρνητικό φιλμ της γενναίας παλιάς μητριαρχικής φιγούρας της αποικιακής περιόδου της Αμερικής.

Βλέποντας τώρα ύστερα από ένα τέταρτο αιώνος το έργο του Μίλερ στο θέατρο Ιλίσια, τώρα που έχουμε μπει στον χορό της παγκοσμιοποίησης και όταν βήχουμε αλλάζουν δείκτες τα ταμπλό στα Χρηματιστήρια του Τόκιο και της Βολιβίας, διαπιστώνουμε πως μας αφορά και μας πληγώνει η διαλυμένη οικογένεια του Μίλερ και εντοπίζουμε πως ο τσιφούτης παλαιοπώλης εκτιμά και ταπεινώνει και τα δικά μας τιμαλφή.

Η παράσταση που δίδαξε η Ιωάννα Μιχαλακοπούλου ήταν πεντακάθαρη στη διαγραφή των χαρακτήρων, στους ρυθμούς της έντονης καθημερινότητας ανθρώπων εν κρίσει και στη μουσική ενός κειμένου και καταγράφει την παρακμή.

Εγραψα «δίδαξε» γιατί αυτά τα έργα απαιτούν ψυχολογική διείσδυση, εσωτερικότητα και όχι εξωτερικά καμώματα και δεξιοτεχνικές ακροβασίες.

Και η παράσταση έχει θερμοκρασία και πυρετό ψυχών και σωμάτων. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος (παλαιοπώλης) χτίζει μια περσόνα σχεδόν εφιαλτική με χιούμορ δηλητηριώδες και ψυχρό κυνισμό. Ετσι είναι όλοι οι ταριχευτές της Ιστορίας. Ο Μιχαλακόπουλος διδάσκει μέτρο, ήθος σκηνικό και παλίμψηστο συναισθημάτων. Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης στη μία από τις πλέον ολοκληρωμένες ερμηνείες του, ένα ισορροπημένο μείγμα απογοήτευσης, περηφάνιας, καθήκοντος και θυματοποίησης. Ο Χρήστος Σαπουντζής, στον χαρακτήρα της νέας κοπής Αμερικανού, συνδύασε κυνισμό και φαινομενική αξιοπρέπεια συμβιβασμένου νικητή. Η Ρένια Λουιζίδου έχει σκηνική παρουσία έντονη και κρυμμένη επιθετική αδηφαγία. Η μετάφραση (Μάκη Μαρσέιγ) στρωτή. Εξοχα τα σκηνικά του Γιάννη Μουρίκη και τα κοστούμια της Κοκκορού. Μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών.