«Oχι, πες μου ποιος δεν είναι Πόντιος εδώ μέσα» ρωτούσε πειρακτικά τον διπλανό του ένας εύθυμος μεσήλικος, χωρίς να περιμένει οπωσδήποτε απάντηση. «Κάμποσοι», θα ήταν μάλλον η σωστή, μιας και το 13ο Πανελλαδικό Φεστιβάλ Ποντιακών Χωρών, η ποντιακή παράδοση γενικά, που το περασμένο Σάββατο το βράδυ είχε την τιμητική της στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αποδεικνυόταν γοητευτικό για αρκετό κόσμο, ποικίλης καταγωγής, αν και στη συνήθη για τέτοιες περιστάσεις ηλικία. Επαιρναν θέσεις στο κάτω διάζωμα, φωτογράφιζαν με γονεϊκή συγκίνηση την προετοιμασία των χορευτών, στέκονταν σε πάγκους με φυλαχτά, χάρτες, ζωνάρια ή μπρελόκ με την προφητεία «Η Ρωμανία και αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο» και τέλος πάντων ετοιμάζονταν να παρακολουθήσουν μια υπερπαραγωγή που υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Ηλία Υφαντίδη και τη διοργάνωση του Συνδέσμου Ποντιακών Σωματείων (ΣΠοΣ) Νοτίου Ελλάδος και Νήσων, της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος (ΠΟΕ) περιελάμβανε 453 σωματεία, 2.500 χορευτές και δεκάδες μουσικούς.

2.500 ΧΟΡΕΥΤΕΣ. Στην προτροπή «επιτρέψτε να ακουστεί ο ήχος της ψυχής και του πόνου κλείνοντας τα κινητά σας», δεν είναι βέβαιο πόσοι υπάκουσαν. Στη χορωδιακή ερμηνεία του «Τη Υπερμάχω», κάποιοι σηκώθηκαν πρόθυμα, κάποιοι αμήχανα, ενώ ένα βίντεο για την ιστορία γνωστής ποντιακής οικογένειας που διακρίθηκε στο Φανάρι και στην Ελληνική Επανάσταση επιβεβαίωνε τον τίτλο του φετινού φεστιβάλ «Υψηλαντών το όραμα, Πυρρίχιου το σθένος». Οταν πάντως τα λάβαρα των συλλόγων πήραν θέση περιμετρικά του αγωνιστικού χώρου, όταν εντός του εισήλθαν από Βορρά, Νότο, Δύση και Ανατολή εκείνοι οι 2.500 χορευτές, σχηματίζοντας έναν πυκνό κύκλο που σειόταν στον ρυθμό του «Ομάλ’ Κερασούντας», το δέος στην ατμόσφαιρα κοβόταν με μαχαίρι.

Οπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι χαιρετισμοί των επισήμων που ακολούθησαν, η επίδοση των τιμητικών διακρίσεων, καθώς και τα συνοδευτικά politics αφθονούσαν. Ο πρόεδρος του διοργανωτή ΣΠοΣ Γιώργος Βαρυθυμιάδης, ο πρόεδρος της ΠΟΕ Χρήστος – Δημήτριος Τοπαλίδης, ο ομόλογός του στο κομμάτι της νεολαίας Γιάννης Παπαδόπουλος ή ένας εκπρόσωπος της Δημοτικής Αρχής Πειραιά ανέβηκαν στη σκηνή για να καλωσορίσουν κυβερνητικούς, περιφερειακούς ή τοπικούς άρχοντες, για να εκφράσουν τις ευχαριστίες τους για το μνημείο γενοκτονίας «Πυρρίχιο Πέταγμα» του Παναγιώτη Τανιμανίδη που εσχάτως ανεγέρθη στο πρώτο λιμάνι της χώρας, για να αναφερθούν σε παραλείψεις της σχολικής ύλης ή στην επικείμενη επίσκεψη Ερντογάν, αλλά και για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε βραβεύσεις, όπως εκείνη δι’ αντιπροσώπου του προέδρου της ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ Βαγγέλη Μαρινάκη, ο οποίος, έλκοντας καταγωγή και από τον Πόντο (από τον οίκο των Υψηλαντών, εκ της μητρός του), ήταν και ο δωρητής του «Πετάγματος». Καλύτερα πετάγματα πάντως από εκείνα των ΣΠοΣ, που ευτυχώς πήραν τη σκυτάλη, δύσκολα θα έβρισκε κάποιος άσχετος με όλα αυτά: πρώτος μπήκε ο Νομός Θεσσαλονίκης, που σε έναν έξοχο «Κότσαρι» σχημάτισε τρεις μαθηματικά συντονισμένους κύκλους· στην «Τρυγόνα» του Συνδέσμου Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, τα χέρια των χορευτών πότε κάρφωναν τη γη, πότε υψώνονταν στον ουρανό· η Δυτική Μακεδονία και η Ηπειρος χόρεψαν «Διπάτ’ Μονόν» τραγουδώντας «Της τρίχας το γεφύρι» και θυμίζοντας ίσως σε μερικούς την αντίστοιχη ερμηνεία του Χρύσανθου, η Κεντρική Μακεδονία και η Θεσσαλία διακρίθηκαν στη «Σερανίτσα», ενώ η Νότια Ελλάδα και τα Νησιά καθήλωναν ακόμα και ακίνητοι.

ΦΙΝΑΛΕ ΜΕ «ΠΥΡΡΙΧΙΟ». Τα δρώμενα του τέλους της βραδιάς περιγράφονται ικανοποιητικότερα από τίτλους αυτεξήγητους όπως «Τ’ άκουσες, αδελφέ; 353.000 ψυχές». Τον «Πυρρίχιο» του φινάλε καλύτερα να τον έβλεπε κανείς, παρά να διαβάσει για αυτόν. Ηταν λίγο μετά το τελευταίο βροντερό βήμα του, κάπου στις 11 το βράδυ, που το κοινό, ανεξαρτήτως καταγωγής και ηλικίας, θα έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού, κατά βάση, ευχαριστημένο.

«Αισθάνεσαι περήφανος και μόνο που υπάρχουν οι Πόντιοι και που είναι τόσο δραστήριοι» θα έλεγε στο «Νσυν» η κυρία Ελένη που βρέθηκε εδώ λόγω συμπάθειας και όχι γενεαλογίας. «Εγώ προτιμώ τους χορούς, την ένταση που έχει όλο το σώμα, χώρια που τα γλέντια και οι μαζώξεις των Ποντίων είναι καταπληκτικά» συμπλήρωνε ο Απόστολος από την Κοζάνη, που αν και επίσης διαφορετικής προέλευσης, ήρθε μέχρι τον Πειραιά ως χορευτής. Ο Γιώργος από τη Νίκαια προσέθετε στα ποντιακά ενδιαφέροντά του και το ενδυματολογικό ή το γαστρονομικό, όμως ο Χρήστος, ο συντοπίτης του, θα τόνιζε και κάτι ακόμα: «Κι εγώ λατρεύω τους χορούς –ακόμα και κουρασμένος να είμαι, θα χορέψω μέχρι να μου βγει η ψυχή» έλεγε. «Φέτος όμως το φεστιβάλ δεν είχε μόνο τον χαρακτήρα του ανταμώματος και σαν να τράβηξε σε διάρκεια. Το θέμα είναι να βγαίνουν στο προσκήνιο οι σύλλογοι. Οχι να βρίσκει ευκαιρία να μπαίνει μπροστά από τους Πόντιους ο ένας κι ο άλλος».