Αν σε κάθε σοβαρό και ουσιαστικό κείμενο υπάρχει ένα «δίδαγμα», τελικά οποιονδήποτε συγγραφέα κι αν θυμηθεί κανείς θα δει πως όλοι τους, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, προσπαθούν να μας γλυκάνουν σε σχέση με την αιωνιότητα της απουσίας μας. Είναι το μόνο αληθινό παρελθόν μας και το μόνο βέβαιο μέλλον μας. Και ο αρχαιολόγος και διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης με το βαθύτερο νόημα του κειμένου του σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί, με βάση τη συγκλονιστική φωτογραφία του Robert McCabe

Κοιτάζοντας τη φωτογραφία του R. McCabe με τον υπομνηματισμό: «Μυκήνες, 1955. Ανακάλυψη τάφου μεταγενέστερης περιόδου», ο αστραπιαίος λογικός διασκελισμός λειτούργησε ως κινηματογραφική ταινία στο μυαλό μου, σαν τις εικόνες αυτές που σου ερεθίζουν το μυαλό και σου δημιουργούν μια ραγδαία βροχή από σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα και λόγια τόσο γρήγορα και ανακατεμένα, που στο τέλος αν σε ρωτήσει κάποιος τι είδες ή τι κατάλαβες, πολύ συχνά δεν είσαι σε θέση να απαντήσεις καθώς μπλοκάρουν στη στενωπό ανάμεσα στο μυαλό και τη γλώσσα.

Ετσι, η γραφή είναι λύτρωση για να ανασυνθέσει κανείς τη ροή των σκέψεων, ουσιαστικά να βάλει σε τάξη την παλλόμενη σκέψη.

Ενας εργάτης ανασκαφής μέσα στο σκαμμένο αρχαίο όρυγμα έχει σκύψει με την πλάτη στον θεατή απορροφημένος στην αποκάλυψη ενός σκελετού «μεταγενέστερης περιόδου». Λίγο πιο πάνω αριστερά, στο κάδρο της ματιάς του φωτογράφου προβάλλει το κατωκόρμι ενός ακόμα όρθιου εργάτη που κρατά ένα φτυάρι με το δεξί. Εικόνα οικεία για έναν αρχαιολόγο πεδίου όπως εγώ, που παρ’ όλα αυτά ξαφνιάζει. Σύμπτωση ή ειρωνεία, το φοβερό μάτι του McCabe, αυτό που δεν σου έδωσε ολόκληρο στο κάδρο της φωτογραφίας του από τον όρθιο εργάτη, σου το προσφέρει η σκιά του που πέφτει στο χώμα. Ραδινή, ψηλόλιγνη, παράλληλη με τον σκελετό, να μοιάζει με τον Χάρο που κρατά το κουπί από τη βάρκα του στον Αχέροντα, σαν να θέλει να τον τραβήξει ξανά στο σκότος, στο έρεβος και τη σκιά, στη λησμονιά και τη λήθη. Συνωμοτούν σ’ αυτό και η σκιά απ’ τα τοιχώματα του λάκκου και η σκιά του σκυμμένου εργάτη που μισοκαλύπτουν τον σκελετό. Ο πρώτος αστραπιαίος νοητός διασκελισμός τρέχει στη σκόνη και τη λησμονιά (dust and oblivion), στη ματαιότητα των ανθρώπινων, της ίδιας της ανθρώπινης φύσης εκπεφρασμένης με τα λόγια από τα τροπάρια των ψαλμωδών: «ως άνθος εξανθήσεται» (ο άνθρωπος σαν λουλούδι θα μαραθεί και θα χαθεί), «πάντα ονείρων απατηλότερα» (τα ανθρώπινα είναι πιο απατηλά κι από τα όνειρα) και «Εγώ ειμί γη (χώμα) και σποδός (σκόνη, στάχτη)». Και όταν βλέπω τα γυμνά οστά λέω: «άρα τις εστιν; (άραγε ποιος είναι αυτός;)», «βασιλεύς ή στρατιώτης ή πλούσιος ή πένης (φτωχός) ή δίκαιος ή αμαρτωλός;».

Ωστόσο, από τον σκελετό το αριστερό στέρνο και το κεφάλι αφήνονται έκθετα στο φως, στο χάδι του ήλιου, αιώνες μετά, σαν ελπίδα ανάστασης, φέρνοντάς μου στον νου την Προφητεία του Ιεζεκιήλ, που αναγιγνώσκεται μετά το πέρας του Επιταφίου το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στις εκκλησίες: «Και προσήγαγα (τοποθέτησα) τα οστά εκάτερον προς την αυτού αρμονία… Ιδού εγώ φέρω εφ’ υμάς νεύρα (θα φέρω πάνω στα οστά νεύρα) και ανάξω εφ’ υμάς σάρκας (και πάνω τους θα πλάσω σάρκες) και εκτενώ εφ’ υμάς δέρμα (και θα τα καλύψω όλα αυτά με δέρμα) και δώσω πνεύμα μου εις υμάς και ζήσεσθε (και αφού σας χαρίσω την πνοή μου θα είστε ζωντανοί)».

Αυτή η γυμνή αρμονία των οστών αποτελεί οικεία εικόνα στον αρχαιολόγο – ανασκαφέα. Αναπόφευκτα «ο τάφος μεταγενέστερης περιόδου» των Μυκηνών είναι για μας ο τάφος της Ρόδου, της Βεργίνας, της Ελεύθερνας, οι απανταχού τάφοι των προγόνων της προϊστορίας, της πρωτοϊστορίας, της αρχαϊκής, κλασικής, ελληνιστικής, ρωμαϊκής, βυζαντινής αρχαιότητας μέχρι χθες, μέχρι σήμερα. Και όχι μόνον οστά από ταφές αλλά και υπολείμματα οστών από τις (ηρωικές ή μη) καύσεις των νεκρών. Τυχεροί οι αρχαιολόγοι της «Αρχαιολογίας του Θανάτου», των τάφων με τα πλούσια συνοδευτικά κτερίσματα, με κοσμήματα χρυσά ή αργυρά, με εργαλεία και όπλα χάλκινα ή σιδερένια, συνελόντι ειπείν (με λίγα λόγια) με όλα τα δημιουργήματα που μπορεί να συνοδεύουν τα οστά από εποχή σε εποχή, λίγα ή πολλά, που βοηθούν στη χρονολόγησή τους και τα περισσότερα κοσμούν τις προθήκες των μουσείων.

Ομως ο κάθε φορά ιδιοκτήτης τους ή ο εκάστοτε δημιουργός τους δεν είναι άλλος από αυτά τα λευκά, γυμνά οστά, όπως ο σκελετός στον τάφο της φωτογραφίας.

Ο άνθρωπος, το σώμα και το πνεύμα του, η ύλη και η ψυχή του, που όπου και αν πηγαίνει η δεύτερη μετά την αναγκαστική αποτομή της από το σώμα –ανάλογα με την πίστη του καθενός –η ύλη του, η ύλη μας, που δεν είναι τίποτ’ άλλο από τόσο νερό όσο να πλύνεις ένα πουκάμισο, τόσος άνθρακας όσο ν’ ανάψεις μια μικρή φωτιά, τόσο σίδηρος όσο μια πρόκα, τόσο ασβέστιο… τόσο… Ολη αυτή η ύλη που απορροφάται από τις ρίζες των δένδρων και έτσι ξανα-ανασαίνουμε με πράσινα φύλλα, όπως λέει ο ποιητής, αυτής της ύλης απομεινάρι και τεκμήριο είναι τα γυμνά οστά, αυτά που έχουμε το προνόμιο να ξαναγγίξουμε πρώτοι εμείς, ψαύοντας την τελευταία αφή, όπως ο βασιλιάς της Ασίνης του Σεφέρη.