«Υπάρχουν πάνω από 18 εκατομμύρια βετεράνοι στις ΗΠΑ. Είναι ηλικιωμένοι και νέοι, άνδρες και γυναίκες, φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, γκέι και στρέιτ… Και έχουν πολλές ιστορίες να μοιραστούν». Το ενημερωτικό σημείωμα με το περιεχόμενο του περιοδικού «New Yorker» που καταφτάνει στο e-mail κάθε τόσο είναι μια σύντομη διακοπή από τον καταιγισμό της πληροφορίας και μια «σύνδεση», έστω προσωρινή, με τον 38ο όροφο του One World Trade Center του Μανχάταν. Εκεί απ’ όπου ο Ντέιβιντ Ρέμνικ, διευθυντής του περιοδικού, συντονίζει αυτό που αποτελεί talk of the town –κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Ο 58χρονος απ’ το Νιου Τζέρσεϊ είναι ένας από τους κορυφαίους γραφιάδες στο παγκόσμιο χωριό της δημοσιογραφίας. Μετά την εκλογή Τραμπ στην προεδρία, πριν από έναν χρόνο, το δικό του άρθρο άλωσε τα social media –εκτός άλλων, επειδή ήταν μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που το φορτισμένο ύφος κυριαρχούσε στη στεγνή δημοσιογραφική απόδοση των γεγονότων: «Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια τραγωδία για την αμερικανική δημοκρατία, μια τραγωδία για το Σύνταγμα και ένας θρίαμβος για τις δυνάμεις, εντός και εντός της χώρας, του εθνικισμού, του απολυταρχισμού, του μισογυνισμού και του ρατσισμού. Η σοκαριστική νίκη του Τραμπ, η άνοδός του στην εξουσία είναι ένα νοσηρό γεγονός στην ιστορία των ΗΠΑ και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στις 20 Ιανουαρίου 2017 θα αποχαιρετήσουμε τον πρώτο αφροαμερικανό πρόεδρο –έναν άνθρωπο ακεραιότητας, αξιοπρέπειας και γενναιοδωρίας –και θα ζήσουμε την ορκωμοσία ενός συντηρητικού που ανέχτηκε ευχαρίστως τη στήριξη από τις δυνάμεις της ξενοφοβίας και της «λευκής κυριαρχίας». Είναι αδύνατο να αντιδράσει κανείς αυτή τη στιγμή με κάτι λιγότερο από απέχθεια και βαθιά ανησυχία…».

Ο Ρέμνικ ξεκίνησε στο «New Yorker» όταν έφευγε η Τίνα Μπράουν, θυμίζει στο πρόσφατο αφιέρωμα-προφίλ το περιοδικό της γερμανικής εφημερίδας «Zeit» (Τσάιτ), που κινείται στην ίδια φιλελεύθερη – κοσμοπολίτικη τροχιά του «New Yorker». Στην επιθυμία της Μπράουν για περισσότερη «ψυχαγωγία» και «buzz» –η αγαπημένη της λέξη στους διαδρόμους του περιοδικού –ο Ρέμνικ επέβαλε μείωση του εκδοτικού κόστους, αναζήτησε ακόμη περισσότερες ιστορίες από τη Νέα Υόρκη –την οποία η άλλη Αμερική μισεί –και προσανατόλισε το περιοδικό σε μια πολιτικοποιημένη φωνή με άποψη. Τηρουμένων των αναλογιών, εάν διηύθυνε περιοδικό στην Ελλάδα θα έμπαινε εκών άκων στον βάλτο του «ακραίου Κέντρου» και του «παράλογου μετώπου της λογικής». Υπό τη δική του διεύθυνση, πάντως, ο «New Yorker» έφτασε από τις 800.000 φύλλα του 1998 στο 1,2 εκατομμύριο φέτος.

Πολλοί αποδίδουν το μυστικό της επιτυχίας στο γεγονός ότι πρόκειται για έναν διευθυντή που ποτέ δεν έπαψε να είναι ρεπόρτερ. Στο «Reporting», τη συλλογή με πορτρέτα διάσημων πολιτικών, συγγραφέων και αθλητών που εξέδωσε το 2006 (εκδ. Picador), έγραφε για την πρώτη του δουλειά –στην «Washington Post» -, που δεν διαφέρει από εκείνες εκατομμυρίων επίδοξων δημοσιογράφων στον πλανήτη: «Επαιρνα κάθε ώρα τα αστυνομικά κέντρα, την Πυροσβεστική και τα επείγοντα των νοσοκομείων της Ουάσιγκτον για να μάθω εάν υπήρξαν εγκλήματα, πυρκαγιές ή ατυχήματα που έπρεπε να ξέρω». Για τον ίδιο, γράφει ο ανταποκριτής του «Τσάιτμαγκαζιν» Κρίστοφ Άμεντ, το μυστικό είναι το παλιότερο στον κόσμο της δημοσιογραφίας: οι ιστορίες. «Το περιοδικό μας σε κάθε τεύχος εκτός από κομμάτια «επικαιρότητας» περιλαμβάνει πολλές ιστορίες, τις οποίες μπορεί κανείς να διαβάσει δύο ή έξι εβδομάδες αργότερα –ακόμη και μισό χρόνο. Οσοι γράφουν για το «New Yorker» ψάχνουν το θέμα σε βάθος, φτάνουν σε μέρη «αόρατα» για τους προηγούμενους ερευνητές και προσφέρουν μια αφήγηση με χιούμορ και σεβασμό προς τον αναγνώστη. Αυτό είναι το μαγικό μας τρικ».

ΝΤΟΝ ΝΤΕ ΛΙΛΟ ΚΑΙ ΜΑΪΚ ΤΑΪΣΟΝ. Πάνω και πριν απ’ όλα ο Ρέμνικ είναι ένας επίμονος γραφιάς έχοντας στις περγαμηνές του ένα Πούλιτζερ (1994) για τον «Τάφο του Λένιν: οι τελευταίες ημέρες της σοβιετικής αυτοκρατορίας», μία βιογραφία για τον Μπαράκ Ομπάμα και μία για τον Μοχάμεντ Αλι (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλκίμαχον). Να πώς ξεκινάει το κομμάτι για τον Ντον Ντε Λίλο στο «Reporting»: «Την άνοιξη του 1988 η συντακτική ομάδα της «New York Post» έστειλε δύο φωτογράφους στο Νιου Χαμσάιρ με οδηγίες να ανακαλύψουν τον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ και να τον φωτογραφίσουν. Εάν η φράση «του παίρνω μια φωτογραφία» περιέχει μικρή αίσθηση βίας ή… υπονοεί για ορισμένους ανθρώπους ότι απειλούνται από έναν φωτογράφο που τους «κλέβει» την ψυχή, σ’ αυτή την περίπτωση έβρισκε τέλεια εφαρμογή… Η αυτοεξορία του Σάλιντζερ είχε γίνει για τους δημοσιογράφους μια ιστορία που ζητούσε λύση, «επέμβαση» και έκθεση. Αναπόφευκτα, η «New York Post» βρήκε τον άνθρωπό της. Οι δημοσιογράφοι πήραν τη φωτογραφία. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε με αυτήν στο πρωτοσέλιδο: έναν άνθρωπο 69 ετών που έμοιαζε να περιμένει την καταστροφή. Το βλέμμα του Σάλιντζερ περιείχε τέτοιον τρόμο που είναι να απορεί κανείς πώς επέζησε. «Πιάστηκε ο πιάστης» έγραφε θριαμβευτικά ο τίτλος. Την ημέρα που η φωτογραφία του Σάλιντζερ εμφανίστηκε στην εφημερίδα ένας άλλος σημαντικός μυθιστοριογράφος, ο Ντον Ντε Λίλο, άρχισε να σκέφτεται γύρω από την αναπόδραστη και μυστική δύναμη της εικόνας στη μιντιακή εποχή…».

Στην ίδια συλλογή ανήκουν, εκτός άλλων, τα πορτρέτα των Τόνι Μπλερ, Βάτσλαβ Χάβελ (ένας από τους πολιτικούς στους οποίους πίστεψε όσο λίγοι), Αλ Γκορ, Φίλιπ Ροθ, Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, Βλαντίμιρ Πούτιν (για τις ανάγκες του οποίου συναντάει τον αντιφρονούντα ολιγάρχη Μιχαήλ Κοντορκόφσκι), Μπενιαμίν Νετανιάχου, Αμος Οζ και του Μάικ Τάισον. Για τον τελευταίο ο Ρέμνικ γράφει το κομμάτι μετά τον αγώνα του 1997, όπου ο μποξέρ δάγκωσε και έκοψε μέρος του αφτιού του Εβάντερ Χόλιφιλντ στην MGM Grand Arena του Λας Βέγκας. «»Τελείωσε» έλεγε στα αποδυτήρια. «Ξέρω ότι τελείωσε. Η καριέρα μου τελείωσε». Κανείς δεν είχε δει πιο καθαρά το τέλος από τον ίδιο τον Τάισον. Την ημέρα πριν από τον αγώνα είχε πάει σε ένα κοιμητήριο κοντά στο αεροδρόμιο και άφησε ένα μπουκέτο λουλούδια στον τάφο του Σόνι Λίστον (σ.σ.: μεγάλος μποξέρ της περιόδου 1953-1970). Η μουσική για τον Τάισον πλέον δεν θα ήταν η ραπ, αλλά κάτι πιο θλιμμένο. «Μια μέρα θα γράψουν ένα μπλουζ μόνο για τους πυγμάχους» είπε κάποτε το ίνδαλμά του, ο Λίστον. «Θα είναι για αργή κιθάρα, ήρεμη τρομπέτα και μια καμπάνα»».