Τα δημοσιογραφικά ριφλέξ χαρακτηρίζονται συνήθως από κάτι μακάβριο στο άκουσμα του θανάτου ενός επιφανούς επιστήμονα με έργο παγκόσμιας εμβέλειας. Αλλά η αναζήτηση της νεκρολογίας στους χθεσινούς «New York Times» ήταν επιβεβλημένη και αναδεικνύει το σημαντικό έργο που αφήνει στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ο βιολόγος Φώτης Καφάτος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο σε ηλικία 77 ετών.

Ο Φώτης Καφάτος γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1940 και ήταν το δεύτερο παιδί του γεωπόνου Κώστα Καφάτου και της δασκάλας Ελένης Ξηρουδάκη. Αποφοίτησε από το διάσημο λύκειο «Ο Κοραής» και ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του επέλεξε τις ΗΠΑ για σπουδές, και μάλιστα με υποτροφία. Πήρε το πτυχίο Ζωολογίας από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ το 1961 και έναν χρόνο αργότερα μεταπτυχιακό στη Βιολογία από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, όπου και παρέμεινε για τη διδακτορική διατριβή του, την οποία ολοκλήρωσε το 1965. Την ίδια χρονιά εξελέγη επίκουρος καθηγητής στο διάσημο πανεπιστήμιο, ενώ το 1969 έγινε ο νεότερος τακτικός καθηγητής θετικών επιστημών του Χάρβαρντ.

Διατηρώντας τη θέση αυτή, εργάστηκε παράλληλα για 10 χρόνια (1972-1982) ως καθηγητής στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, θέτοντας τις βάσεις για την ανάπτυξη της μοριακής βιολογίας στην Ελλάδα. Την περίοδο αυτή, ο γενειοφόρος και χωρίς γραβάτα καθηγητής που έπαιρνε τους φοιτητές για πεζοπορίες ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα του καθηγητή της εποχής. Το 1982 εξελέγη τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας (ΙΜΒΒ), το οποίο διηύθυνε μέχρι το 1993.

Το 1993 ανέλαβε διευθυντής του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας στη Χαϊδελβέργη (έμενε τότε στην οδό Φιλοσόφων φροντίζοντας να έχει πάντα κρητικό θυμάρι στην κουζίνα του), θέση που διατήρησε για δύο θητείες. Το 2005, αποδέχθηκε τη θέση του καθηγητή στο Imperial College του Λονδίνου, ενώ συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ερευνας (το οποίο χρηματοδοτεί ερευνητές ανά την Ευρώπη), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος πρόεδρος. Πολλές φορές, σημειώνουν οι «New York Times», αποθαρρύνθηκε από τα εμπόδια της γραφειοκρατίας που συναντούσε, χωρίς όμως να καταθέσει ποτέ τα όπλα. «Επρεπε μονίμως να σπαταλάμε ενέργεια, χρόνο και προσπάθεια για να ξεφύγουμε από τα αδιέξοδα που συνεχώς εμφανίζονταν. Αλλά παραδώσαμε στην Ευρώπη όσα υποσχεθήκαμε» δήλωνε στη συνέντευξή του στο επιστημονικό περιοδικό «Nature» όταν εγκατέλειψε το πόστο.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΛΟΝΟΣΙΑΣ. Το ερευνητικό έργο του ήταν πολυσχιδές. Ηταν ένας από τους πρωτοπόρους στην καθιέρωση της τεχνολογίας του ανασυνδυασμένου DNA και ο θεμελιωτής του προγράμματος της χαρτογράφησης και αλληλούχισης του γονιδιώματος της Drosophila melanogaster. Τη δεκαετία 2000-2010 ήταν μάλιστα πρωτοπόρος στην αποκρυπτογράφηση του κουνουπιού-φορέα της ελονοσίας στον άνθρωπο, καθώς και στην ανάπτυξη νέων προσεγγίσεων για την καταπολέμηση της ελονοσίας.

Προς τιμήν του η Πανελλήνια Ενωση Βιοεπιστημόνων (ΠΕΒ) έχει ήδη θεσμοθετήσει το Βραβείο Αριστείας στη Βιολογία – Φώτης Καφάτος, που απονέμεται κάθε δύο χρόνια και υποστηρίζεται από το Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας (Κρήτη).

Πριν από είκοσι χρόνια, η Ιωάννα Σουφλέρη τον είχε συναντήσει στη Χαϊδελβέργη για λογαριασμό του «Βήματος». Τον ρώτησε τότε ποια παιδική ανάμνηση μένει για πάντα στη μνήμη. «Μου έρχονται πολλές. Μπορώ να τις πω; Τα παιχνίδια με τα αδέλφια και τα εξαδέλφια μου στη Φορτέτσα, έξω από το Ηράκλειο, εκεί όπου τώρα είναι το σπίτι μου. Οι Μεγάλοι Χαιρετισμοί και τα Εγκώμια. Οι Κυριακές όταν μελετούσα τις μινωικές αρχαιότητες στο Μουσείο Ηρακλείου. Οι αταξίες με τους φίλους μου, τα «μαστόρια» στο σχολείο. Η πρώτη μου ανάβαση, 11 χρόνων, στον Ψηλορείτη. Οι παραστάσεις του Μολιέρου με τον Γιώργο Γραμματικάκη και άλλους φίλους στο γυμνάσιο. Ενα μεσημεριανό μπάνιο με τον πατέρα μου στην έρημη τότε ακτή του Αγίου Νικολάου…».