Εικόνες που σημάδεψαν το παρελθόν αλλά μπορεί να έρχονται και από το μέλλον της Ελλάδας. Πάθη, εξάρσεις και τραύματα μαζί με πολιτικές αναφορές και έρωτα. Ολα αυτά συνθέτουν το μείγμα της παράστασης «Η Νίκη» των Σταμάτη Φασουλή και Γιώργου Λύρα που ανεβαίνει στο Θέατρον του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος. Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη, μετά τη θερμή υποδοχή της περασμένης χρονιάς παρουσιάζεται για λίγες ακόμα παραστάσεις στη δεύτερη σεζόν. «Οι επαναλήψεις συνήθως έχουν την παγίδα του γεγονότος ότι πρέπει να ανανεώσεις τη σχέση σου με κάτι που έχει κάνει τον κύκλο του και να το φρεσκάρεις γιατί μπορεί να γίνει κάτι ρουτινιάρικο. Και μετά να παίζει κάτι μ’ αυτόματο πιλότο. Στη δική μας περίπτωση, επειδή μεσολάβησε το καλοκαίρι και ξεκουραστήκαμε όλοι, υπήρχε μια αδημονία να ξαναβρεθεί όλος ο θίασος», επισημαίνει μία από τις βασικές πρωταγωνίστριες, η Φιλαρέτη Κομνηνού. Υποδύεται τη Νίκη, που μετά τον θάνατό της επιστρέφει για να παρακολουθήσει την αφήγηση της ζωής της από τους άλλους. «Εχω αγαπήσει τη Νίκη και τον τρόπο της υποκριτικής συμπεριφοράς που δεν τον έχω ξανακάνει. Στο ελληνικό θέατρο επειδή υπάρχει πολύ έντονη η τάση της αφήγησης, είναι ένας κώδικας που δεν μου ήταν γνώριμος. Τον δοκίμασα και μου είναι απολαυστικός. Δεν μπαίνεις στο πλαίσιο μιας ψυχολογικής ερμηνείας. Εχεις περισσότερο σχέση μιας απόστασης κι έχεις περισσότερο σχέση με το κοινό και την ιστορία», τονίζει η Κομνηνού.

Από τη σκηνή περνάει η ιστορία της Ελλάδας από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι σήμερα. «Τότε η Ελλάδα ζούσε σε μια κατάσταση πυρετού. Ηταν καταιγιστικά τα γεγονότα. Δεν προλάβαιναν να συνέλθουν οι άνθρωποι από μία Κατοχή κι ερχόταν ο Εμφύλιος, τα Δεκεμβριανά. Αλλά μέσα σ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι πόσο δύναμη έχει η ανθρώπινη ύπαρξη. Μέσα σ’ όλα αυτά που ήταν σαν τσουνάμι, έβρισκαν τη διάθεση να παντρευτούν, να γεννήσουν παιδιά, ν’ αγαπήσουν. Είναι αυτό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης που λειτουργεί σε πολέμους, μέσα σε συγκρούσεις, σε φτώχεια».

Η παράσταση έχει σαφείς πολιτικές αναφορές, ενώ η δύναμη της ιδεολογίας αναδεικνύεται χωρίς να ντύνεται με κομματικό μανδύα. «Δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ σε ανθρώπους που χαλάλισαν όλη τους τη ζωή για την ιδεολογία τους. Και θυσίασαν κομμάτια της προσωπικής τους ζωής κλεισμένοι στις φυλακές και τις εξορίες για να μην προδώσουν την ιδεολογία τους και την πίστη τους σε κάτι καλύτερο, σ’ ένα όραμα. Ασχετα αν μετά οι καιροί απέδειξαν ότι όλο αυτό μπορεί να ήταν μάταιο ή απατηλό», καταλήγει η Φιλαρέτη Κομνηνού.