Υπάρχουν φωτογραφίες που σε μαγνητίζουν χωρίς να μπορείς να πεις το γιατί. Γιατί κόλλησε κάποια στιγμή το βλέμμα μας στη σημερινή φωτογραφία αφού δεν γνωρίζαμε τον πλούτο των ιστοριών και των αισθημάτων που θα αποκάλυπτε ο σχολιασμός τους; Υπήρξαμε τυχεροί. Ο λαμπρός αρχιτέκτονας και φωτογράφος Στέργιος Τσιούμας παρέδωσε ένα κείμενο αντάξιο μιας αισθαντικότητας που αναδεικνύει το μακρινό 1975 σε παρόν. Ενας συνδυασμός γνώσης ιστορικής και συγκίνησης που χαρακτηρίζει το σύνολο των φωτογραφιών του.

Δεν ήταν ποτέ εκεί. Θέλω να πω, ήταν πολύ δύσκολο να τον βρεις στο πόστο του. Αεικίνητος! Κατέφθανε στο μαγαζί του από διάφορες κατευθύνσεις. Ακτινωτά επικεντρωμένα. Ορθάνοιχτο το παράθυρο, ορθάνοιχτη και η πόρτα. Μόνο κάτι νάιλον κορδέλες κρέμονταν, σερπαντίνες της ανάγκης, για τα έντομα. Γρήγορος αλλά σταθερός ο βηματισμός του και ο δίσκος με τα χερούλια κατακόρυφος, σαν να τον μαγνήτιζε η γη. Δεν τον κουδούνιζε σαν αγιαστούρα. Το κεφάλι σκυφτό σαν λυπημένος, συλλογιζότανε τις παραγγελίες που είχε πάρει. Αν τυχόν σε αντιλαμβανότανε να κοντοστέκεις, φώναζε από μακριά:

– «Πες το! Πες το!».

Μια φορά θέλησα να τον πειράξω.

– «Αφεντικό, μου φαίνεται ότι ασχολείσαι περισσότερο με τους απόντες, παρά μ’ εμάς τους παρόντες! Γιααα να κοιταχτούμε λίγο στα μάτια!».

– «Αγώνας αφεντικούλι μου, αγώνας!».

Λαδάδικα, Θεσσαλονίκη, 1975. Εβραζε ο τόπος! Την ημέρα, συνήθως μέχρι τις τρεις – τέσσερις η ώρα το μεσημέρι, όλος ο θίασος επί σκηνής! Το απόγευμα ησύχαζε κάπως, λίγο αργότερα ερημιά και μόλις έπιανε το βραδάκι άναβαν τα κόκκινα φώτα. Γυναικείες νωχελικές φιγούρες βημάτιζαν πάνω κάτω στο ίδιο πεζοδρόμιο. Πού και πού άκουγες κανένα ηχηρό χάχανο ή καμιά βρισιά!

Την άλλη μέρα το πρωί, ξανά το μελίσσι! Κοφίνια, βαρέλια αραδιασμένα, σχοινιά, σήτες και τσουβάλια, πολλά τσουβάλια ντανιασμένα, κάρβουνα, κόσκινα, «Λευκοσιδηρουργείον», λαμαρίνες, ντεπόζιτα, λούκια, μπουριά για σόμπες και μια έντονη μυρωδιά από λάδι λες και σε πότιζε!

Εντολές, φωναχτές παραγγελίες, εργάτες, αχθοφόροι σχεδόν ημίγυμνοι τρέχαν πέρα-δώθε. Ανεβοκατέβαιναν σε δύο μαδέρια ενωμένα μεταξύ τους με κοντά σανίδια, σκαλιά. Φορούσαν ένα μυστήριο καπέλο, τριγωνικό από χοντρή λινάτσα. Ξεκινούσε η μύτη από την κορυφή του κεφαλιού και άπλωνε, σκέπαζε τους ώμους σαν πλούσια μαλλιά. Εξάρτημα – πατέντα για να μην λερώνονται και για να μοιάζει ελαφρύτερο το βάρος. Σαν στρατιώτες του Μεσαίωνα έμοιαζαν. Για να ισορροπήσουν το μεγάλο βάρος που μετακινούσαν, το σώμα τους έπαιρνε περίεργες κλίσεις, η έκφραση στο πρόσωπό τους έμοιαζε με αυτήν της οδύνης και διαγράφονταν οι τένοντες στον λαιμό και στη βάση του κεφαλιού τους. «Το διάστημα ανάμεσα σε δυο στάσεις λέγεται κίνηση» έλεγε ο Ροντέν!

Παρ’ όλα αυτά έβρισκαν το κουράγιο και τη διάθεση να πειράξουν ο ένας τον άλλον ακριβώς την ώρα της έντασης.

– «Κοίτα! Το βράδυ με την ρετσίνα θα ζητήσω συκώτι χωρίς κόκαλα!».

Δεν μπορεί, κάποιο κόλπο θα είχαν. Ο Αντρέας μου είπε ότι όταν μετακινείς μεγάλο βάρος στην πλάτη σου, πρέπει να σέρνεις τα πόδια σου και να μην κάνεις βηματισμό! Ετσι ο κόπος είναι κυλιόμενος και είναι πιο εύκολο.

Τα αφεντικά επόπτευαν και διοικούσαν συνήθως σε κάποιον περιορισμένο χώρο, φτιαγμένο από χαρτόνι Χάρμπορ και με ένα μικρό διπλό συρόμενο παράθυρο, κοντά στην είσοδο. Αν και δεν τους έβλεπες στα φανερά, ένιωθες την παρουσία τους και το άγρυπνο βλέμμα τους.

Η περιοχή, Κάτω και Ανω Λαδάδικα, ξεκινούσε από τις παρυφές του λιμανιού, τον Ερυθρό Σταυρό και ανέβαινε προς τα πάνω, την οδό Τσιμισκή και την ξεπερνούσε λίγο. Δεξιά κατεβαίνοντας προς τη θάλασσα, συνορεύει με την Πλατεία Ελευθερίας –το σημείο συν – πλην μηδέν που αρχίζει η αρίθμηση της πόλης. Πολύ κοντά και οι σιδηροδρομικές γραμμές και η Ελευθέρα Ζώνη. Ο,τι χρειάζεται δηλαδή για να λογίζεσαι έμπορος.

Τα κτίσματα διώροφα. Είχαν μία ιδιαίτερη αισθητική με την εμφανή από μασίφ τούβλα τοιχοποιία, ανάγλυφες λεπτομέρειες και περίτεχνες πόρτες και κουφώματα. Κεντροευρωπαϊκή θα την έλεγα. Πολλές φορές αναρωτήθηκα –έτσι όπως τα έβλεπα παρατημένα στην τύχη τους –ποιος ή ποια έγειρε λίγο το κεφάλι και αποφάνθηκε: «Αυτό μου αρέσει, αυτό θα πάρουμε αυτό θα βάλουμε!».

– «Εκείνα τα χρόνια, βάζαμε ψιλοκομμένη αλογότριχα, για να κρατάει καλύτερα ο σοβάς και να είναι βελούδινος!» μου είχε πει ένας μάστορας.

Την περιοχή την γνώρισα καλά μετά το ’74. Φοιτητής Αρχιτεκτονικής στο ΑΠΘ. Τότε που ο μακαρίτης ο καθηγητής μου στα εικαστικά Νίκος Σαχίνης είχε προσκαλέσει –παραβλέποντας προγράμματα και διατάξεις –έναν φίλο του να μας διδάξει φωτογραφία. Μας αγαπούσε και ήθελε να μας θωρακίσει με γνώσεις. Ο φωτογράφος αυτός είχε βραβευθεί από το Ιδρυμα Eastman Kodak και είχε κερδίσει και 12μηνη υποτροφία, αλλά δεν πήγε! Ετσι ήταν τότε πολλοί Θεσσαλονικείς. Γυρνούσανε την πλάτη στα μεγαλεία. Νιώθαμε αυτάρκεια στην πόλη μας.

Στο δεύτερο λοιπόν μάθημα ο Μάνος μας οδήγησε στα Λαδάδικα. Ξεκινήσαμε 24-26 άτομα και σύντομα μείναμε 4 νοματαίοι. Τριγυρνούσαμε εν χορώ, με τις μηχανές κρεμασμένες, πράγμα προκλητικό για την εποχή. Ο Μάνος και τα μανούλια του. Υπέγραφε ως «Εμμανουήλ Στεφανίδης, φωτογράφος-φωτοτεχνικός».

Το ’85 η Μελίνα ξεκίνησε την αναμόρφωση της περιοχής με την ευκαιρία του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Εκανε όμως –κατά την ταπεινή μου γνώμη –ένα μεγάλο λάθος. Ονόμασε όλη αυτήν την προσπάθεια –και αλλού βέβαια –αναπαλαίωση! Οι Νεοέλληνες το ερμήνευσαν αυτό σαν «κάνω κάτι να φαίνεται παλιό!»

Εδώ στα Λαδάδικα τη γλιτώσαμε. Θεωρώ ότι έγινε πολύ καλή δουλειά σ’ αυτήν την αναστύλωση – επανάχρηση της περιοχής. Υπεύθυνος τότε ο φοβερός και τρομερός κ. Μαυρομάτης! Σ’ έσφαζε με το χαμόγελο! Μέρες δόξης τότε, δυσπρόσιτος και αυστηρός. Με το χαμόγελο! Απαιτούσε να εφαρμοστεί κατά γράμμα η μελέτη και δεν σήκωνε εκπτώσεις. Τον λοιδόρησαν κιόλας ότι τά ‘παιρνε!

Τον συνάντησα, χρόνια αργότερα, προϊστάμενο τεχνικών υπηρεσιών. Είχε τα χέρια σταυρωμένα σαν σε στάση προσευχής πάνω σ’ ένα άδειο μαύρο γραφείο και σκυμμένο το κεφάλι.

– «Δεν το εκτίμησαν» μουρμούρισε, και μετά, σαν να ελευθερώθηκε από κάτι, ανοίγοντας τα χέρια και σηκώνοντας το κεφάλι συμπλήρωσε:

– «Δεν πειράζει! Εγώ πάντως έκανα το σωστό!».

Μου χάρισε το σχετικό έντυπο με αφιέρωση και εγώ του χάρισα ένα δικό μου.

Εμπορικώς που λένε κερδισμένοι ήταν η πρώτη φουρνιά των επιχειρηματιών. Αυτή πήραν τον αφρό στην αναβαθμισμένη περιοχή. Μετά οι επιχειρήσεις πέρασαν σε δεύτερα και τρίτα χέρια. Επιπόλαιοι και άσχετοι αυτοί, βάλανε και κλακαδόρους, αυτοί που με δανεική μαγκιά σε τραβάν απ’ το μανίκι, κι έτσι αναπόφευκτα υποβαθμίστηκε η περιοχή. Τα τελευταία χρόνια ηρέμησαν τα πράγματα, μπήκαν στη σειρά και αναδύθηκε ξανά η αξία και η ομορφιά της περιοχής. «… σαν παλιού καθρέφτη ξανθάδα…» που θά ‘λεγε και ο Ελύτης.

Εκεί λοιπόν είχε στήσει το σαράι του ο μάστορας. Ζωγραφιστά σαν κουρτίνες τα παντζούρια του με μπλε και κόκκινες ρίγες, μία ξύλινη ποτηροθήκη, ένα μικρό ψυγείο, από αυτά τα ντεμί μισό τζάμι μισό ψυκτικός θάλαμος, μία καρέκλα και ένα τραπέζι στρογγυλό αναδιπλούμενο, σαν αυτά που ζωγράφισε ωραία ο Τέτσης.

Αντιστάθηκε όσο μπορούσε στο επερχόμενο. Αυτό που φαίνεται επάνω αριστερά στην φωτογραφία.