Προέρχονται όλοι και όλες από τα χρυσά κάδρα του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Στην εποχή τους μονοπώλησαν τις προτιμήσεις του κοινού, ενώ οι ερμηνείες τους έχουν αφήσει στάμπα, κατά τη λαϊκή αργκό, σε δεκάδες κομμάτια. Μετά την πρώτη καριέρα στο πεντάγραμμο και ακολουθώντας μια πρόσφατη τάση στις θεατρικές παραγωγές, τα ονόματα των Γιώργου Ζαμπέτα, Στέλιου Καζαντζίδη, Μάρκου Βαμβακάρη, Δανάης και Ρόζας Εσκενάζυ βάζουν λεζάντα σε ισάριθμες παραστάσεις αφιερωμένες στη ζωή και το έργο τους τη φετινή σεζόν. Και το ερώτημα που επανέρχεται είναι το γνωστό: γιατί τόσο πολλές βιογραφίες; Τυχαία σύμπτωση –που πάντως αποσκοπεί σε μια καλή εισπρακτική πορεία –ή μία ακόμα έκφανση του κανόνα που θέλει στα χρόνια της κρίσης τη νοσταλγία να δίνει λύσεις;

Τον κύκλο άνοιξε η παράσταση «Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα…!» στο θέατρο Αλίκη. Σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, ένας μεγάλος θίασος με βασικό πρόσωπο τη Βίκυ Σταυροπούλου ξεδιπλώνει την αφήγηση για τη ζωή του λαϊκού μουσικοσυνθέτη μέσα από ηχητικά αποσπάσματα, βιντεοπροβολές και τη συνοδεία 8μελούς ορχήστρας. Ως φόρο τιμής στον Στέλιο Καζαντζίδη αυτοσυστήνεται και η φιλόδοξη παραγωγή που παρουσιάζει η Μιμή Ντενίση τον ερχόμενο Φεβρουάριο στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Βασισμένο στο βιβλίο «Απομεσήμερο με τον Στέλιο» με αφηγήσεις του τραγουδιστή, το έργο θα φωτίζει πτυχές της ζωής του μέχρι τα 35 του χρόνια παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας από το 1933 έως το 1965. Θα υπάρχει και ανάκρουση γνωστών τραγουδιών του Καζαντζίδη όπως και διάλογοι του εμπορικού καστ με προεξέχοντες τους Ηλία Μελέτη, Ελισάβετ Κωνσταντινίδη και Αντώνη Λουδάρο. Ο τελευταίος έχει αναλάβει τη σκηνοθετική καθοδήγηση στο «Ρόζα Εσκενάζυ: Η βασίλισσα του ρεμπέτικου», που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στον πολυχώρο Αθηναΐς. Η Νεφέλη Ορφανού κρατάει τον ρόλο της θρυλικής ρεμπέτισσας θυμίζοντας επιτυχίες της όπως τα «Δημητρούλα» και «Λιλή η σκανδαλιάρα». Το κείμενο φέρει την υπογραφή του Παναγιώτη Μέντη και περιγράφει, εκτός άλλων, τη ζωή της Εσκενάζυ από την Κωνσταντινούπολη του 1883 μέχρι την Αθήνα του 1980. Αλλη μία θρυλική ερμηνεύτρια, η Δανάη Στρατηγοπούλου, σκιαγραφείται μέσα από την παράσταση στο θέατρο Κνωσός τη νέα χρονιά σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζηπαπά. Σε έναν μονόλογο που πηγάζει από τις καταγραφές του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, η Κατερίνα Βαρδακαστάνη ως Δανάη θα μιλήσει για τη συνεργασία της με τους Αττίκ και Χαιρόπουλο, τη μετάφραση της ποίησης του Πάμπλο Νερούδα και τη θητεία της στο Πανεπιστήμιο Σαντιάγο της Χιλής ως καθηγήτριας ελληνικής λαογραφίας.

Διαφορετικές αποχρώσεις και θερμοκρασία έχει η παράσταση «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» που ανεβαίνει στο θέατρο Στοά σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου. Ο ίδιος ενσαρκώνει τον πατριάρχη του ρεμπέτικου τραγουδιού παρουσιάζοντας έναν μονόλογο γεμάτο από τις αφηγήσεις του Βαμβακάρη όπως καταγράφηκαν στο σπαρακτικά αυθεντικό «Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία» που επιμελήθηκε η Αγγελική Βέλλου-Κάιλ παράλληλα με 30 τραγούδια του που ακούγονται εδώ. «Δεν έκανα κάποια έρευνα ανάμεσα σε πρόσωπα κι επέλεξα αυτό του Βαμβακάρη. Ετυχε να μου πέσει στα χέρια αυτός ο μονόλογος, μου άρεσε και τον έκανα. Μάλιστα μετά έμαθα ότι παίζονται κι άλλες παραστάσεις για λαϊκούς τραγουδιστές. Οπως και να έχει, η ζωή του Μάρκου είναι ενδιαφέρουσα. Είναι μια ιστορία πάρα πολύ όμορφη. Αξιζε τον κόπο ν’ ασχοληθεί κανείς μαζί της», επισημαίνει ο Θ. Παπαγεωργίου. Ο ίδιος αγκάλιασε τη βιογραφία του Βαμβακάρη με καλλιτεχνικά κριτήρια αλλά αναγνωρίζει τον «πληθωρισμό» σε αντίστοιχες παραγωγές. «Κατά καιρούς έχουν ανεβεί πολλά τέτοια θεάματα για διάφορες προσωπικότητες και νομίζω ότι θα εξακολουθήσουν να ανεβάζουν ιστορίες γνωστών ανθρώπων που άφησαν το δικό τους αποτύπωμα στην τέχνη. Βέβαια, καμιά φορά γίνονται και λίγο μόδα και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορείς να το καταλάβεις. Δεν κάνω τον Μάρκο λόγω μόδας ούτε γιατί ήθελα να κάνω κι εγώ κάτι. Αλλά αν είναι ενδιαφέρουσα η ιστορία, αν είναι ενδιαφέρον το έργο, καλογραμμένο, γιατί να μην το κάνεις;» επισημαίνει ο δημιουργός.

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ. Αν και ο ίδιος δεν βλέπει την άνοδο του ρετρό ως αφορμή για δημιουργία, αποδίδει το ανέβασμα αντίστοιχων έργων σε άλλο λόγο. «Υπάρχει μια μεγάλη ρεπερτοριακή αμηχανία στους συγγραφείς. Αυτό πού δεν γράφεται και είναι αξιοπρόσεκτο ή τουλάχιστον γράφεται σπανιότερα είναι το ατόφιο θεατρικό έργο όπως γραφόταν στις δεκαετίες του 1970, 1980, 1990. Οσο πάνε και παράγουν λιγότερα γιατί έχει δοθεί μια έμφαση στην ευκολία. Ενα έγκλημα, ένα περιστατικό, μια ιδιαίτερη ιστορία κάποιων ανθρώπων, ξαφνικά γίνεται θέμα. Αυτό που θα έπρεπε να συμβαίνει περισσότερο στον κινηματογράφο, ο οποίος κάνει ωραίες ιστορίες και ωραία σενάρια. Είναι ντοκιμαντερίστικα όλα αυτά», τονίζει.

Μια άλλη οπτική παρουσιάζει η Δηώ Καγγελάρη, θεατρολόγος και επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που στέκεται περισσότερο στον σκοπόκαι όχι στα μέσα των πέντε παραστάσεων. «Δεν έχω δει προφανώς τις παραστάσεις, συνεπώς δεν μπορώ να μιλήσω για το αποτέλεσμα. Πάντως, είναι άλλη περίπτωση ο μονόλογος για τον Βαμβακάρη που ανεβάζει ο Παπαγεωργίου στη Στοά (όπου είχε παρουσιαστεί και μονόλογος για την Μπέλλου) και άλλο οι υπερπαραγωγές στο Αλίκη και στον Ελληνικό Κόσμο. Προφανώς στην επιλογή του θέματος θα πρέπει να παίζει ρόλο το γεγονός ότι τα λαϊκά ινδάλματα επί σκηνής θα προσελκύσουν το πλατύ κοινό. Αυτή είναι και η μόνη τάση που βλέπω: πώς θα γεμίσουν σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς τα μεγάλα θέατρα».