Είναι ίσως η σημαντικότερη καλλιτέχνις που έχει «επιβιώσει» από τη δεκαετία του 1960 και μία από τις ελάχιστες, το έργο των οποίων κατορθώνει να έχει ενδιαφέρον ακόμη και σήμερα. Με τρεις εκθέσεις στη Νέα Υόρκη να ανοίγουν το προσεχές διάστημα και με το νέο Μουσείο Κουσάμα στο Τόκιο να υποδέχεται εκατοντάδες επισκέπτες, καθώς άνοιξε τον περασμένο Σεπτέμβριο, η 88χρονη Γιαπωνέζα θεωρείται δικαίως μια «μεγάλη δημιουργός» της εποχής μας, όπως σημειώνει η κριτικός τέχνης των «New York Times» Ρομπέρτα Σμιθ.

Αν και η γενιά του Ιnstagram δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για selfies μέσα στις βαμμένες με τις χαρακτηριστικές βούλες αίθουσες, η παραγωγή ζωγραφικού έργου της Κουσάμα είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Το αποδεικνύει η έκθεση των 76 πινάκων σε δύο χώρους τέχνης Ντέιβιντ Ζβέρνερ –και των δωματίων «Infinity» σε έναν τρίτο, της ίδιας γκαλερί –με τον κυλιόμενο ρυθμό και το ζωηρό χρώμα στις εικόνες υψηλής φαντασίας που παρουσιάζει.

Σε κάθε περίπτωση η Γιαγιόι Κουσάμα διαθέτει άπειρα αποθέματα ενέργειας αλλά και υψηλή ικανότητα διανοητικής συγκέντρωσης – ύστερα μάλιστα από την ψυχολογική αστάθεια που είχε εκδηλώσει στο παρελθόν, η οποία την οδήγησε σε μεγάλα διαστήματα παραμονής σε κλινική. Ηδη από την παιδική της ηλικία είχε αρχίσει να παθαίνει παραισθήσεις ήχου και εικόνων και έως σήμερα δεν έχει απαλλαγεί από αυτές. Η ίδια μάλιστα χαρακτηρίζει την ιδιοσυγκρασιακή της τέχνη ως «ευκαιρία σωτηρίας σε αυτή τη ζωή αλλά και στο επέκεινα». Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο εμμονικής αυτοσυγκέντρωσης και παραισθήσεων δημιούργησε το έργο της «Λευκό Νο. 28» που το 2014 πουλήθηκε σε δημοπρασία των Κρίστις για 7,1 εκατομμύρια δολάρια.

Η Νέα Υόρκη, κατά μία έννοια, είναι μια οικεία πόλη. Στην αρχή της καριέρας της, τη δεκαετία του 1960, έζησε και δούλεψε εκεί για 16 χρόνια αποκτώντας δεσμούς φιλίας με τους αμερικανούς εκφραστές του μινιμαλισμού Φρανκ Στέλα και Ντόναλντ Τζαντ. Ενώ το Μουσείο Γουίτνεϊ στη Νέα Υόρκη και η Τέιτ του Λονδίνου οργάνωσαν αναδρομικές εκθέσεις της πρώτης καλλιτέχνιδος από την Ιαπωνία που είναι τόσο δημοφιλής σε όλες τις ηλικιακές ομάδες στην Ασία, στην Ευρώπη και την Αμερική.

Ακόμη και σήμερα στα 88 της μπορεί και ζωγραφίζει αδιάκοπα, αφήνοντας τους βοηθούς της να ζωγραφίζουν μόνο το χρώμα βάσης στην επιφάνεια των μεγάλων έργων της. Η φιγούρα με την πορτοκαλί περούκα και τα χρωματιστά ρούχα με τις βούλες που είναι ολόιδια με τα έργα της πρόσφατα άλλαξε το εβδομαδιαίο της ωράριο εργασίας. Οι πέντε ημέρες έγιναν έξι και κράτησε μόνο την Κυριακή για διάβασμα, γράψιμο, τηλέφωνα σε φίλους και μικρής κλίμακας ζωγραφική.

Στο Μανχάταν, στην περιοχή Τσέλσι, δέκα νέοι πίνακες απαρτίζουν την ενότητα «Infinity Nets». Η νέα της δουλειά επιστρέφει στην καταγωγή της ζωγραφική της, που βάση τους είναι τα διάστικτα έργα της «Nets» στις αρχές του ’60 που θύμιζαν πλεκτά μοτίβα δικτύων. Ενώ σε έναν τρίτο χώρο στο κέντρο του Μανχάταν, η ίδια γκαλερί φιλοξενεί μία άλλη γνωστή δημοφιλή πλευρά του έργου της Γιαγιόι Κουσάμα: δύο δωμάτια από την ενότητα «Infinity». Το εξαγωνικό σχήμα του ενός καλυμμένο με κάτοπτρα στο εσωτερικό του πολλαπλασιάζει τα εφέ από το εναλλασσόμενο φως και δίνει την αίσθηση της πτήσης πάνω από μία πόλη που οδηγεί στο άπειρο.

Το δεύτερο δωμάτιο χωρά έως και έξι άτομα. Τα κάτοπτρα στους τοίχους έχουν το συμπλήρωμα του δαπέδου και της οροφής. Με ασημένιες σφαίρες να παραμορφώνουν τον χώρο σε τροχιές που κατευθύνονται στο άπειρο. Και τα δύο έργα δηλώνουν την εμμονή της Κουσάμα στην έννοια του απείρου και τη σημασία που δίνει σε αυτό: το μεγαλείο της αγάπης, του θανάτου και του Θεού.