Εχουν περάσει είκοσι δύο χρόνια από το πρώτο ανέβασμα που σύστησε στο κοινό το έργο με τη σφραγίδα του Λευτέρη Βογιατζή και τις Αννέζα Παπαδοπούλου, Αμαλία Μουτούση, Μαρία Κατσιαδάκη, Μαρία Σκουλά (Θέατρο Οδού Κυκλάδων, 1995). Και το «Με δύναμη από την Κηφισιά» παραμένει σύγχρονο, σχεδόν σημερινό, γάργαρο, με καταστάσεις που δεν τις ξεπέρασε ο χρόνος. Μια βαθιά, ουσιαστική, χειρουργική αλλά και ανάλαφρη τομή στη γυναίκα.

Τρεις φίλες και η κόρη μιας εξ αυτών αντλούν και εξαντλούν τη ζωή τους σε μια αναμέτρηση με το κενό. Το κενό της δικής τους ύπαρξης και της μοναξιάς τους, το κενό της αποδοχής ή της απόρριψης από τους άντρες, το κενό της αναζήτησης αλλά και της ψευδαίσθησης της ευτυχίας. Ενα κενό τόσο γεμάτο που κάνει τις γυναίκες να ασφυκτιούν…

Το έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη (1933-2005) και της Ελένης Χαβιαρά χαρτογραφεί με ακρίβεια, λέξη-λέξη σχεδόν, τη γυναικεία ψυχολογία. Κάπου ανάμεσα στα τσιγάρα, τα χάπια και τις ατέρμονες συζητήσεις για άντρες, η Αλέκα, η Φωτεινή, η Μάρω και η Ηλέκτρα συνθέτουν την κωμικοτραγική εκδοχή της γυναίκας, άρα την πιο αληθινή της. Απελπισμένες, αναζητούν τη λύση στη λεπτομέρεια, στο κουτσομπολιό και σε ένα ταξίδι που διαρκώς οργανώνεται και ολοένα αναβάλλεται, σε μια μετέωρη φυγή και κυρίως σε μια φυγή από τη μοναξιά τους.

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ. Ο 30χρονος Δημήτρης Καραντζάς, που μετρά ήδη μια εξαετία στο θέατρο, επέλεξε το συγγραφικό ντουέτο για την πρώτη του ουσιαστικά σκηνοθεσία σε κωμωδία. Μέσα στο σκηνικό με τα ρετρό στοιχεία, όπου μπλέχτηκε μια μίνιμαλ εκδοχή με την αισθητική του ’50 και μαζί τα κοστούμια μιας μεταγενέστερης, ίσως, εποχής, εξελίσσεται το έργο στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Η αναφορά στα βόρεια προάστια και μαζί σε μια κοινωνική τάξη που έχει μπερδέψει την αστική νοοτροπία με τη νεοπλουτίστικη συμπεριφορά παραμένει παρούσα, όχι όμως μονοδιάστατη. Και είκοσι χρόνια μετά εξακολουθεί να μένει κάπου εκεί –και να έχει παρόμοιες, αν όχι και χειρότερες συνήθειες.

Ο σκηνοθέτης ξεκινά με καθαρότητα την παράσταση, που βάζει στο μικροσκόπιο το γυναικείο σύμπαν, γελοιοποιώντας το τρυφερά. Μέσα από τις εννέα σκηνές του έργου το σύμπαν αυτό αρχίζει να υποχωρεί, ακόμα και να θολώνει καθώς βιάζεται να δώσει τη θέση του στην πόζα, την καρικατούρα, το στυλιζάρισμα. Ο Δημήτρης Καραντζάς σαν να θέλει να παρέμβει στο ίδιο το έργο, αψηφώντας τη δύναμη και τη δυναμική με την οποία το προίκισαν οι δημιουργοί του. Αναζητώντας μια περιττή φασαρία.

Τον αρχικό τόνο δίνει η έμπειρη Λυδία Φωτοπούλου, η Αλέκα του κουαρτέτου, που χωρίς υπερβολές, με νύξεις και χειρονομίες, σκιαγραφεί την ηρωίδα της. Σύντομα η Φωτεινή της Εμιλυς Κολιανδρή προσθέτει τις πινελιές μιας χαριτωμένης υστερίας («φύγε, φύγε, κι έρχομαι») που σταδιακά την οδηγούν στην απελπισία της μοναξιάς. Η έλευση της Μάρως από τη Γαλήνη Χατζηπασχάλη, αν και πολλαπλασιάζει τον ρυθμό, δεν αργεί να συμβάλει στη διαρκώς αυξανόμενη σύγχυση της παράστασης –η ηθοποιός μοιάζει εγκλωβισμένη στη μανιέρα της. Τέλος, η επιλογή της Ευδοξίας Ανδρουλιδάκη για τον ρόλο της κόρης της Αλέκας, της Ηλέκτρας, αποδεικνύεται ασύνδετη και άστοχη, ακόμα κι αν η πρόθεση του σκηνοθέτη ήταν να προσεγγίσει τη νεότερη γενιά αλλιώς.

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνικά: Αρτεμις Φλέσσα

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσικός σχεδιασμός: Κορνήλιος Σελαμσής

Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου

Παίζουν: Λυδία Φωτοπούλου, Εμιλυ Κολιανδρή, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη (Στέφανος: Κορνήλιος Σελαμσής)

Πού: Θέατρο του Νέου Κόσμου, Αντισθένους 7, τηλ. 210-9212.900