Δεν είναι εύκολο να περιγράψεις το μέγεθος ή την κυρίαρχη τάση μιας διοργάνωσης τόσο αχανούς όσο η Διεθνής Εκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης. Μπορείς να πεις για την απόσταση που χωρίζει την κεντρική είσοδο, φιλόξενη για παλαιοβιβλιοπώλες με κιτρινισμένες εκδόσεις του Βιργιλίου, από τον απώτατο χώρο της έκθεσης, όπου στεγάζονταν οι καλύτερα ενημερωμένοι λογοτεχνικοί ατζέντηδες. Ή να μετρήσεις τους 7.300 εκθέτες, τις 4.000 εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν από τις 11 ώς τις 15 Οκτωβρίου, τους 286.000 επισκέπτες, αλλά και τα χρόνια ζωής της ίδιας της διοργάνωσης, που γεννήθηκε λίγο αφότου ο Γουτεμβέργιος επινόησε την τυπογραφία.

Αλλη επιλογή είναι να στραφείς στην τιμώμενη Γαλλία και να απαριθμήσεις συγγραφείς όπως ο Μισέλ Ουελμπέκ, η Λεïλά Σλιμανί, ο Ματιάς Ενάρ και η Τζούλια Κρίστεβα ή να υπογραμμίσεις το πολιτικό διακύβευμα των ημερών, που έφερε στα εγκαίνια την Ανγκελα Μέρκελ και τον Εμανουέλ Μακρόν. Ακόμα και στους σταρ των ημερών μπορείς να αναφερθείς, όπως τον Νταν Μπράουν. Πάλι όμως, κάτι θα μείνει απ’ έξω. Μόνο οι χώρες που εκπροσωπήθηκαν ήταν 102. Μέχρι και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έκαναν φέτος την εμφάνισή τους, όπως και οι Νήσοι Φερόες που, όσο κι αν αγνοείται, η σύγχρονη λογοτεχνία τους αρκεί για μια 100σέλιδη ανθολογία. Μεγάλα κράτη κατείχαν φυσικά και μεγάλες επικράτειες, με τον εκθεσιακό χώρο της Ρωσίας, να φιλοξενεί ομιλίες για το αν η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν πρόοδος, τραγωδία ή απλώς ιστορία, αλλά και να διοργανώνει παρουσιάσεις άγνωστων σχεδίων του Ντοστογέφσκι.

Η δουλειά των Ολλανδών στην προώθηση της λογοτεχνίας τους αποτυπωνόταν στο «αρχηγείο» τους, όπως και η αγάπη των Ιρανών για τη μουσική. Η Νορβηγία προωθούσε το σκανδιναβικό νουάρ, ενώ η Ουγγαρία και η Σλοβενία έπαιρναν άριστα στην αισθητική. Στο περίπτερο της Καταλωνίας, όχι πολύ κοντά, ούτε και πολύ μακριά από εκείνο της Ισπανίας, μπορούσες να μάθεις για τους 96 εκδοτικούς οίκους της ή να διαβάσεις μια προκήρυξη του Συνδέσμου Εκδοτών για την πρόσφατη βία της ισπανικής κυβέρνησης. Η Αρμενία κατηγόρησε το Αζερμπαϊτζάν ότι έκλεψε από το περίπτερό της μερικούς χάρτες. Σε εκείνο της Τουρκίας μπορούσες να συναντήσεις έναν εκπρόσωπο του υπουργείου Πολιτισμού, να τον ρωτήσεις για τους συγγραφείς της αποστολής και αφού του επισήμαινες ότι σε άλλες, αυτόνομες εκδηλώσεις, μιλούσαν αντιφρονούντες όπως η Ασλί Ερντογάν, εκείνος απαντούσε, «δεν την γνωρίζω».

Το ελληνικό περίπτερο

Στημένο μεταξύ Κατάρ και γάλλων εκδοτών, το ελληνικό περίπτερο, οργανωμένο από το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού με την υποστήριξη του υπουργείου πολιτισμού, δεν υστερούσε από τα όμοιά του. Αν και φορτωμένο, όπως όλα, με ένα ενοίκιο που στην περίπτωσή του σήμαινε πάνω από τη μισή χρηματοδότηση, φιλοξενούσε 24 εκδότες, αντί για 20 το 2016, αλλά και πλήθος τίτλων, ντόπια λογοτεχνικά πρακτορεία, μεταφράσεις βιβλίων από την τελευταία διετία (όπως του Καβάφη στα ρωσικά, της Μαρίας Ιορδανίδου στα αγγλικά, αλλά και του Γιάνη Βαρουφάκη στα κινέζικα) και εκπροσώπους ξένων εκδοτικών, με όρεξη για αγορές. Σταχυολογώντας, ένας Τούρκος με ενδιαφέρον για τη λεγόμενη ροζ λογοτεχνία («ακόμα και με ιστορικό περίβλημα», τόνιζε) αγόρασε τους μισούς τίτλους μιας εγχώριας εκπροσώπου του είδους· μια ολλανδέζα εκδότρια αναζητούσε στοιχεία επαφής μιας επίσης «εμπορικής» συγγραφέως· και ένας Λιβανέζος με αγάπη στις καλές εικονογραφήσεις, απέκτησε τα δικαιώματα μιας παιδικής σειράς. Ηταν δηλαδή, μια ικανοποιητική, εμπορικά μιλώντας, χρονιά; Στην ιστορία της διοργάνωσης, η Ελλάδα, από απούσα μεταπολεμικά, από αποκομμένη, στις επόμενες δεκαετίες, από το εμπορικό διακύβευμα της έκθεσης, αν και τιμώμενη χώρα το 2001, έφτασε κάποια στιγμή, λέγανε οι γνώστες, να μην μπορεί να εκμεταλλευτεί, εκείνη την χρονιά.

Οι φετινές εκδηλώσεις πάντως είχαν τον χαρακτήρα ενός συνεκτικού προγράμματος. Σε εκείνη για το «Ελληνικό βιβλίο στον γερμανόφωνο κόσμο», η μεταφράστρια Μικαέλα Πρίτσινγκερ τόνιζε ότι «οι γερμανοί εκδότες ενδιαφέρονται για καλά βιβλία, με θέματα που υπερβαίνουν τα όρια της Ελλάδας» και ενώ ο Κώστας Κοσμάς, συντονιστής του εκδοτικού προγράμματος «Romiosini» του Κέντρου Νέου Ελληνισμού του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου συμπλήρωνε ότι «καμιά τέχνη δεν επιβιώνει χωρίς επιχορηγήσεις», ο εκδότης του ελληνογερμανικού οίκου Grössenwahn Σεβαστός Σαμψούνης παραπονιόταν ότι οι βιβλιοπώλες δεν ενδιαφέρονται για τα Βαλκάνια, ακούγοντας κατόπιν τον συνάδελφό του Ινγκο Ντρέτσνικ, των εκδόσεων Elfenbein, να αποκρίνεται ότι ένας Ελληνας μπορεί να διαβαστεί από τους Γερμανούς, «αρκεί να προηγηθεί η κατάλληλη δουλειά».

Στην παρουσίαση των «Greece in crisis: The cultural politics of austerity» του Δημήτρη Τζιόβα, από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και «Critical times, critical thoughts» της συγγραφέως Ελένης Γιαννακάκη, ο μεν παρατηρούσε ότι το «τραύμα» ήταν ανέκαθεν σημαντικό στην ελληνική λογοτεχνία και η δε αναρωτιόταν αν οι Ελληνες γράφουν για την κρίση από ανάγκη ή υποχρέωση. Στην παρουσίαση ανθολογιών μεταφρασμένης ποίησης, η επιμελήτρια μιας εξ αυτών Κάρεν βαν Ντάικ του Κολούμπια θεωρούσε επιτυχία τα σχόλια του στυλ «αυτά δεν φαίνονται ελληνικά», ενώ ο συγγραφέας Aντριαν Κάσνιτς, ανθολόγος κι αυτός, πίστευε ότι «η κρίση δίνει ευκαιρία στις τέχνες να σπάσουν τους κανόνες». Τον περισσότερο πάντως κόσμο συγκέντρωσε η εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο Weltenleser, που με αφορμή μια νέα έκδοση του προγράμματος «Romiosini» για το έργο του, τίμησε τον παρόντα στη Φρανκφούρτη Θανάση Βαλτινό. «Υπήρχαν πολλά ερεθίσματα φέτος, πολλές σοβαρές προτάσεις, αρκεί να είχες ανοιχτά τα μάτια σου» έλεγε ο Σταύρος Πετσόπουλος των εκδόσεων Αγρα, «ενώ και η ποιότητα των συναλλαγών ήταν καλύτερη απέναντί μας, μάλλον γιατί βάλαμε κι εμείς μια τάξη». Ο Αργύρης Καστανιώτης έβλεπε την έκθεση συρρικνωμένη, όχι όμως ότι δεν ενθουσιάστηκε με το τεχνολογικό της κομμάτι («ειδικά τοω διαγωνισμό των γαλλικών και γερμανικών start-ups») ή με το πιο έγκαιρα οργανωμένο περίπτερο της Ελλάδας. Αυτό που λείπει ακόμα, έλεγε, είναι ένα πρόγραμμα επιδοτούμενων μεταφράσεων.

Ο λόγος για το frasis, που καταργήθηκε το 2013. Υπάρχει πιθανότητα να επανενεργοποιηθεί; Ρωτώντας έναν υπεύθυνο της ελληνικής διοργάνωσης μπορούσες να μάθεις ότι αν και η πολιτική βούληση υπάρχει, το πρόβλημα είναι παλιότερες οφειλές. Η συγκυρία πάντως μοιάζει κατάλληλη: η Διεθνής Εκθεση Βιβλίου της Ταϊβάν αναζήτησε έναν έλληνα εκδότη για να συμμετάσχει στη διοργάνωση του 2018· η Τουρκία προσκάλεσε την Ελλάδα ως τιμώμενη χώρα στην έκθεση της Κωνσταντινούπολης σε έναν χρόνο· και έπειτα από συνάντηση της Ενωσης Γάλλων Εκδοτών με την ελληνική αποστολή συμφωνήθηκε η συμμετοχή τους στη ΔΕΒΘ του ερχομένου Μαΐου.

180 γάλλοι συγγραφείς

Μιλώντας για Γάλλους, η παρουσία τους στη Φρανκφούρτη περιλάμβανε 180 συγγραφείς: ενώ η Λεϊλά Σλιμανί δήλωνε μπουχτισμένη με τους Μαροκινούς που αποδίδουν μόνο στην αποικιοκρατία τη χρήση της γαλλικής γλώσσας στη χώρα τους, ο Εντουάρντ Λουίς τα έβαζε με τον Μακρόν και τις βίαιες περικοπές του στα επιδόματα των χαμηλών στρωμάτων. Δεν ήταν βέβαια μόνο οι Γάλλοι που έδιναν έμφαση στην πολιτική: στη συζήτηση «Politics and translation», η εκδότρια Μπάρμπαρα Σβέπκε με έδρα την Αγγλία, πίστευε ότι «οι μεταφράσεις χτίζουν τις γέφυρες που γκρεμίζουν οι πολιτικοί». Ούτε η πολιτική έδινε μόνη τον τόνο: στο τμήμα «ARTS+» παρακολουθούσες τεχνολογικές επιδείξεις για την τέχνη «στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης».

Κυνηγοί ταλέντων

Φρανκφούρτη βέβαια, σημαίνει κυρίως μπίζνες. Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου της έκθεσης, οι ατζέντηδες και οι κυνηγοί ταλέντων σημείωσαν φέτος συνολικό ρεκόρ συμφωνιών. Πολλές από αυτές κλείνονται και στο Author’s Bar του ξενοδοχείου Frankfurter Hof, έναν χώρο διακοσμημένο με βιβλία που, ακολουθώντας το εθιμοτυπικό, φαίνεται να άφησαν εδώ ο Λουτσιάνο Κανφόρα, ο Γκίντερ Γκρας, αλλά και ο Χένρι Κίσινγκερ. «Οι περισσότερες συναλλαγές γίνονται πλέον ηλεκτρονικά, ωστόσο, η προσωπική επαφή είναι απαραίτητη για μια μακρόχρονη συνεργασία» έλεγε στα «Πρόσωπα» ο Ιαν Μπάρτλεϊ, διευθυντής εξαγωγών του οίκου Thames & Hudson. Ο ίδιος είχε κλείσει τα ραντεβού του μήνες πριν, από τη δουλειά του όμως δεν λείπουν τα απρόοπτα: «Δεν πιστεύω ότι το Brexit θα αφήσει ανεπηρέαστο τον χώρο του βιβλίου», έλεγε. «Πιθανότατα θα επιστρέψουμε στους χρονοβόρους εκτελωνισμούς και στη γραφειοκρατία».

Φρανκφούρτη επίσης σημαίνει συγγραφείς με την αίγλη ενός σταρ: έτσι εμφανίστηκε, σε μια αίθουσα 1.800 ατόμων ο Αμερικανός Νταν Μπράουν του «Κώδικα Ντα Βίντσι», για να διαβάσει αποσπάσματα από το νέο του βιβλίο, «Origin». Η πιο συναρπαστική Μάργκαρετ Ατγουντ, τιμημένη με το Βραβείο Ειρήνης των γερμανών βιβλιοπωλών, ήταν στη δική της συνέντευξη Τύπου, με άλλο τρόπο γοητευτική: «Οταν έγραφα το «Handmaid’s Tale» στη δεκαετία του ’80», έλεγε η Καναδή για το βιβλίο που έγινε δημοφιλής σειρά, «ήθελα να απαντήσω στο ερώτημα τι είδους ολοκληρωτισμός θα μπορούσε να εμφανιστεί στην Αμερική. Οι Ευρωπαίοι την έβλεπαν σαν φάρο της δημοκρατίας. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια στατική κατάσταση και στο τέλος του γράφτηκαν πράγματα αλλόκοτα, για το «Τέλος της Ιστορίας». Η εποχή μας όμως θυμίζει τη δεκαετία του ’30 κι όλα μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι που αν μετακινήσεις ένα τουβλάκι του, θα αλλάξουν τα πάντα».

Τι έλεγε το κοινό για όλα αυτά; Ο 59χρονος Αλεξάντερ, ένας γερμανός τυπογράφος, παρακολουθεί την έκθεση εδώ και τριάντα χρόνια. Για ένα πράγμα δεν ήταν σίγουρος φέτος: «Ηταν η πρώτη χρονιά που η έκθεση έδωσε βήμα στην Ακροδεξιά» έλεγε, μια μέρα αφότου είχαν ξεσπάσει και σχετικά επεισόδια. «Δεν χάρηκα, ζούμε όμως σε δημοκρατία κι αν δεν δώσουμε βήμα και σε αυτούς, θα εμφανιστούν σαν ήρωες». Ο Ρόμπερτ και η Κάτριν, δύο νεαροί, γερμανοί επιχειρηματίες που δεν είχαν ξαναέρθει, εντυπωσιάστηκαν από έναν διαγωνισμό κοστουμιών. «Είναι ωραίο πάντως να βρίσκεσαι μέσα σε τόσες χιλιάδες βιβλία» έλεγαν, «κι είναι μια έκθεση πολύ σημαντική, μαζί με εκείνες της αυτοκινητοβιομηχανίας, για τη γερμανική οικονομία». Ο Ανούπ, ένας 50χρονος λογιστής από την Ινδία, στην έκθεση άρχισε να αγοράζει κόμικς στα παιδιά του, μέχρι που η λογοτεχνία κυριάρχησε στην οικογένεια. «Το καλό είναι», κατέληγε, «το φάσμα των επιλογών. Βρίσκεις βιβλία από την Αυστραλία, την Ιρλανδία, την Ινδία. Τα περισσότερα βιβλιοπωλεία έχουν συνήθως άγγλους και αμερικανούς συγγραφείς».