Με το πρώτο μόλις μυθιστόρημά του ο 58χρονος Αμερικανός Τζορτζ Σόντερς κατάφερε να αποσπάσει την έγκριση της επιτροπής και να γίνει ο δεύτερος κατά σειρά αμερικανός που κερδίζει το βραβείο μετά τον περσινό νικητή Πολ Μπίτι («Πουλημένος», εκδ. Καστανιώτης, μτφ. Νίκος Μάντης). Κερδισμένος, από μία άποψη, είναι και ο ελληνικός οίκος Ικαρος, από τον οποίο κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες το «Λήθη και Λίνκολν», σε μετάφραση Γιώργου Ικαρου Μπαμπασάκη. Σε ένα κατά τα άλλα «πειραματικό» μυθιστόρημα, η αφήγηση ξεδιπλώνεται γύρω από ένα πραγματικό γεγονός: τον θάνατο του 11χρονου Γουίλι Λίνκολν το 1862 από τυφοειδή πυρετό και τον θρήνο του πατέρα του. Σύμφωνα με το σκεπτικό της επιτροπής, το οποίο ανακοίνωσε η πρόεδρός της Λόλα Γιανγκ, «το πρωτότυπο μυθιστόρημα του Σόντερς βασίζεται σε μία ευφυή, ευρηματική και βαθιά συγκινητική αφήγηση. Ξεχώρισε λόγω της καινοτομίας, του διαφορετικού του στυλ και του τρόπου με τον οποίο «έφερε» στη ζωή τις νεκρές ψυχές των χαρακτήρων».

Η δεξιοτεχνία του Σόντερς, ειδικά στη χρήση της αγγλικής γλώσσας και των νεολογισμών της, δίνει στον κάθε χαρακτήρα μια ταυτότητα μέσα από θραύσματα αφηγήσεων (ευρηματικός ο θίασος φαντασμάτων), αναμνήσεων και ημερολογίων. Ο Γουίλι, που μένει εγκλωβισμένος στη «λήθη» (bardo) του τίτλου, εκεί όπου μετεωρίζονται τα πνεύματα των νεκρών, πρέπει να ξεχάσει τον πατέρα του και ο πατέρας του, ο μέγας Λίνκολν, να αποχαιρετήσει τον γιο του για να αφοσιωθεί στην αναζήτηση ταυτότητας για ένα ολόκληρο έθνος. Οι πολίτες του τελευταίου αναγνωρίζουν δίπλα τους τη θλίψη, αλλά ταυτόχρονα συγκεντρώνουν όσες δυνάμεις διαθέτουν για να σπρώξουν το κάρο μπροστά. Ο προσωπικός θρήνος κάποτε τελειώνει και σ’ εκείνο το σημείο ξεκινά ο συλλογικός. Σε πρώτη ανάγνωση, για τις απώλειες του Αμερικανικού Εμφυλίου. Σε δεύτερη, για τις ματαιώσεις των καθημερινών ανθρώπων που λαχταρούν να ανήκουν σε μια κοινότητα, αλλά στο τέλος της βραδιάς μένουν ολομόναχοι.

Σ’ αυτή τη διαδρομή ο Σόντερς ως τεχνίτης της μικρής φόρμας («Δεκάτη Δεκεμβρίου», εκδ. Ικαρος) δεν λείπει. Σε μια αφήγηση για την απώλεια ενός παιδιού οι συναισθηματισμοί και η ρητορεία της συγκίνησης λείπουν (με μοναδική εξαίρεση ίσως τη γέφυρα που στήνει ο συγγραφέας από τον προσωπικό θρήνο στην κατάργηση της δουλείας). Αντιθέτως, η λιτή αυστηρότητα της γραφής επιστρέφει την «ενσυναίσθηση» του συγγραφέα στο πολλαπλάσιο.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΥΡΙΚΟΣ. Και από την άλλη, πουθενά αλλού δεν είναι τόσο αληθινός ο Σόντερς όσο στον καλυμμένο λυρισμό. Οσο γκροτέσκο κι αν χρησιμοποιεί δεν παύει να είναι ένας μεγάλος λυρικός της εποχής μας, συνεχίζοντας τα ίχνη που αφήνει ο Ντον ΝτεΛίλο. Και αυτό είναι ένα παράδειγμα εικονογράφησης από το επόμενο επίπεδο στο οποίο αποφάσισε να μεταφέρει την τέχνη του ο Σόντερς: «Μια φορά στις διακοπές των Χριστουγέννων ο Μπαμπάς μάς πήγε σε μια υπέροχη γιορτή στο χωριό. Πάνω από το κατώφλι ενός κρεοπωλείου δέσποζε ένα θαυμάσιο στέγαστρο από κουφάρια: ελάφια με τα έντερα βγαλμένα, τραβηγμένα και τυλιγμένα στα κορμιά σαν τρομερά λαμπρές κόκκινες γιρλάντες. Φασιανοί και πάπιες να κρέμονται με το κεφάλι κάτω, με τα φτερά απλωμένα με σύρματα καλυμμένα με τσόχα, έτσι που τα χρώματά τους να ταιριάζουν με τα αντίστοιχα φτερά (πολύ επιδέξια είχε γίνει αυτό). Δύο γουρούνια στη μία και στην άλλη μεριά της πόρτας με κοτοπουλάκια πάνω τους λες κι ήταν μικροσκοπικοί καβαλάρηδες […] Ακόμη και τώρα, το βλέπω: η εξοχή να κυλάει πίσω μας μες στην ομίχλη καθώς πλησίαζε η νύχτα, το ελάφι να στάζει αίμα και ν’ αφήνει ένα λεπτό ματωμένο χνάρι στον δρόμο, τα αστέρια να τρεμολάμπουν, τα ρυάκια να κυλάνε κελαρυστά κάτωθέ μας καθώς περνούσαμε πάνω από γέφυρες που στέναζαν…».

Η αμοιβή για τον Σόντερς είναι 50.000 στερλίνες ενώ από 2.500 θα λάβουν οι υπόλοιποι πέντε της τελικής λίστας: η Αλι Σμιθ για το «Φθινόπωρο» (αναμένεται από τον Καστανιώτη), ο Πολ Οστερ για το «4321» (αναμένεται από το Μεταίχμιο), ο Μοχσίν Χαμίντ για το «Exit west» και οι πρωτοεμφανιζόμενες Εμιλι Φρίντλαντ για το «History of wolves» και Φιόνα Μόζλι για το «Elmet».