Εδώ και μισό και παραπάνω αιώνα, κυρίως κάτω από την επίδραση του κινηματογράφου και στη συνέχεια της τηλεόρασης, το θέατρο έχει μετατοπίσει συχνότατα τον πυρήνα της μιμήσεως στην όψιν και στην κίνηση, άλλοτε ονομάζοντας τις δημιουργίες σωματικό θέατρο, άλλοτε μηχανιστικό, άλλοτε βιοτεχνικό. Αλλά και τότε, κάτω από αυτές τις αισθητικές συνθήκες, δεν έπαυε να θεωρεί «μέγιστον πάντων» των συστατικών στοιχείων τον «μύθο». Εξάλλου, ανατρέχοντας στην ιστορία του θεάτρου, ξαναγύριζε στον παντόμιμο και στους περιφερόμενους μίμους που πολλές φορές έφταναν να επικοινωνούν μόνο με τα σήματα που εξέπεμπε το σώμα μέσα από έναν αναγνωρίσιμο κώδικα χωρίς κείμενο. Ομως σε αντίδραση σ’ αυτή τη μονομέρεια εμφανίστηκαν θεατρικά έργα που στηρίζονταν και αναδείκνυαν μόνο τον λόγο. Σ’ αυτή την περίπτωση ο λόγος επιζητούσε να λειτουργεί ως μουσική παρτιτούρα και μέσω του ρυθμού και των μελωδικών εκφορών των γραμμάτων επιχειρούσε να κατακτήσει ό,τι το παλαιό θέατρο κατόρθωνε στη συγκίνηση του κοινού.

Η κομέντια ντελ άρτε εξάντλησε χάρη σε ιδιοφυείς μίμους τον κώδικα του σωματικού θεάτρου. Αλλά και αργότερα ο αυτοσχεδιασμός και η κωδική κίνηση, η πόζα υπηρέτησαν στον 20ό αιώνα μοντερνικές προσεγγίσεις σκηνοθετών, όπως π.χ. ο Βαχντάνγκοφ και ο Ταΐροφ στη Ρωσία.

Από την άλλη μεριά, συγγραφείς που έμειναν προσηλωμένοι στον λόγο και στην εσωτερική του δυνατότητα να κινείται και να κινητοποιεί τη φαντασία δημιούργησαν μια άλλη παράδοση. Κυρίως οι συγγραφείς που στήριξαν τον συμβολισμό κατ’ αρχάς προώθησαν στη σκηνή θεατρικές παρτιτούρες. Εξάλλου, ας μην το ξεχνάμε, ο συμβολισμός ήταν η μουσική έκφραση των συναισθημάτων που κατέγραφε το κείμενο.

Εδώ κυριαρχούσε ο ρυθμός και στη γλώσσα οι συγγραφείς και στη συνέχεια οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί ανακάλυπταν στον λόγο τη μουσική του καταγωγή και ως εκ τούτου τη συναισθηματική φόρτιση του λόγου με ρυθμικά και μελωδικά ερείσματα. Προσοχή! Δεν αναφέρομαι στη ρομαντική ρητορική αλλά στην αναζήτηση μιας μουσικής ακόμη και στην καθημερινή λαλιά.

Για πολλά χρόνια ιδιοφυείς ηθοποιοί εκφωνούσαν τους στίχους του Σαίξπηρ ως μουσικό κείμενο. Και έχω υπόψη μου ένα εκπληκτικό ρεσιτάλ που αποτυπώθηκε σε δίσκο βινυλίου τη δεκαετία του ’50 του μεγάλου Γκίλγουντ, τόσο προσηλωμένο στη μουσική ενδοχώρα του Σαίξπηρ, ώστε στο εξώφυλλο του δίσκου την παρουσίαση του ρεσιτάλ έκανε ο μουσικός κριτικός των «Τάιμς της Νέας Υόρκης»!

ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. Οταν μετά τον πόλεμο και ιδιαίτερα τα τελευταία τριάντα χρόνια εμφανίστηκε μια φτώχεια θεατρικού ρεπερτορίου, δηλαδή νέα έργα, η ανάγκη καλύφτηκε από καταφυγή στην πεζογραφία και συχνά στην ποίηση. Σε μας εδώ ανέβηκαν στη σκηνή και ο «Ερωτόκριτος» και «ο Διγενής Ακρίτας» και ο Παπαδιαμάντης και ο Ροΐδης και ο Βιζυηνός και ο Μητσάκης και πρόσφατα ο Καραγάτσης. Ολες αυτές οι προσεγγίσεις στηρίχτηκαν στο κείμενο, αξιοποίησαν τη μουσική του και τις κινήσεις της φαντασίας, που λέει ο Σολωμός. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο το θέατρο στην Ευρώπη κατέφυγε και στους φιλοσόφους, έτσι ανέβηκαν στη σκηνή θεατρικά έργα του Σαρτρ, του Καμί, του Βολταίρου, του Ντιντερό αλλά και του Τζόις, ώσπου εμφανίστηκε στον ορίζοντα και κυριάρχησε ο μεγαλοφυής Μπέκετ. Αυτό το θηρίο της γλώσσας έγραψε θεατρικά κείμενα που αξιοποιούσαν την ουσία της προφορικής γλώσσας. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ναι μεν το θεατρικό κείμενο γράφεται, αλλά προορίζεται να ειπωθεί, να γίνει προφορικό κείμενο, άρα να τιμήσει τον ρυθμό, τις παύσεις, τις σιωπές και τη μελωδία της γλώσσας.

Αλλά μπορεί κανείς να μιλήσει για το θέατρο του Μπέκετ χωρίς να αναφερθεί στη φιλοσοφία του υπαρξισμού που κυριάρχησε κυρίως μετά τη βόμβα στη Χιροσίμα; Στο λιμάνι του Ρότερνταμ, που ισοπεδώθηκε από τα γερμανικά στούκας, μετά τον πόλεμο υψώθηκε ένα έξοχο γλυπτό φτιαγμένο από ελάσματα που παριστάνει ένα άντρα που με τα χέρια απελπισμένα ψηλά και τα γόνατα λυγισμένα προσπαθεί να αποφύγει μια αεροπορική καταιγίδα. Τίτλος «Ο βομβαρδισμένος άνθρωπος» του γλύπτη Ζατκίν. Ετσι είναι τα κείμενα του Μπέκετ. Αγχώδη, συγκοπτόμενα, με επαναλήψεις, πανικόβλητα, απελπισμένα, σαν μια αιώνια αναμονή που δεν λέει να επαληθευτεί.

Σε ανάλογη κατάσταση είναι και τα κείμενα του Ιονέσκο και του Αραμπάλ και του Ντίρενματ. Ενοχικά, τρομαγμένα, πανικόβλητα, τερατώδη και ύπουλα.

Εχει πολύ ενδιαφέρον αυτή η παράλληλη πορεία της μεταπολεμικής δημιουργίας. Σημαντικό θέατρο, θέατρο λόγου.

Πρόσφατα, στο πλαίσιο των δημόσιων αναγνώσεων που οργανώνει εδώ και χρόνια η Σίσσυ Παπαθανασίου, παίχτηκε και δεν αναγνώστηκε το έργο της Ναταλίας Κατσού «Αγαθό». Δεν είναι άγνωστη η συγγραφέας. Εχουν ανέβει παλιότερα και άλλα έργα της, αλλά κυρίως κάνει καριέρα ως σκηνοθέτρια στο Λονδίνο και στο θέατρο πρόζας και στην όπερα.

Το ενδιαφέρον στα κείμενα της Κατσού έγκειται στο γεγονός ότι τίποτα δεν μοιάζει μεταξύ του. Κάθε φορά δοκιμάζονται νέες φόρμες. Εχει γράψει νατουραλιστικά και ρεαλιστικά έργα, άκρως ποιητικά σε στίχο και μοντερνικά, όπου κυριαρχούν οι ιδέες και ένας έντονος προβληματισμός πάνω στον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου.

Στη σειρά των εκδηλώσεων των «Αναγνώσεων» η Λίλλυ Μελεμέ σκηνοθέτησε με θεατρική κι όχι αναγνωστική αισθητική το έργο της Κατσού «Αγαθό». Το κείμενο, τυπωμένο στις εκδόσεις Βακχικόν, είναι ένας μονόλογος με ανοιχτή και πολυεπίπεδη προβληματική. Η Μελεμέ σαφώς με την έγκριση της συγγραφέως (που είναι επίσης σκηνοθέτρια) έκανε τον μονόλογο διάλογο ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα σ’ έναν χώρο πράγματι απροσδόκητο. Η σκηνή του Θεάτρου Τέχνης στη Φρυνίχου είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα διάδρομο που τον αποτελούσαν εκατοντάδες πάσης μόδας και χρήσης παπούτσια, όπου βέβαια το ταίρι καθενός δεν βρισκόταν κοντά στο άλλο ταίρι του.

Χωρίς να θέλω να υποχρεώσω κανέναν στην ερμηνεία μου, για μένα αυτά τα παπούτσια με πήγαν στις ιδέες ή στα ήθη ή στα συναισθήματα και στην απόπειρα των ανθρώπων να βρουν την ισορροπία που πηγάζει όταν οι ιδέες, τα ήθη, τα αισθήματα βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους. Κάτι σαν τον μύθο του Αριστοφάνη στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος όπου εξηγείται συμβολικά το πώς ο θεός χώρισε τα ενωμένα ζεύγη και τα πέταξε στον θνητό κόσμο όπου κάθε ήμισυ ψάχνει να βρει το άλλο του ήμισυ.

Το κείμενο της Κατσού δεν είναι εύκολο. Είναι πυκνό, ιδεολογικά πακτωμένο και συνεχώς μεταλλασσόμενο. Οι δύο άνθρωποι, το ζεύγος, εκφωνούν μια ιδεολογική τιράντα και ο καθένας προσπαθεί να βρει στοιχεία επαφής με τον άλλο μέσα από έναν λαβύρινθο ιδεών, εικόνων, συμβόλων, αξιών, ηθών και κινήτρων. Η επαφή είναι δύσκολη και η συνάντηση μάταιη. Το ζητούμενο κάθε φορά είναι να βρεθεί μια αμπάριζα, το έδαφος, ένας τοίχος ώστε ο άνθρωπος να αναζητήσει τη γενέθλια γη του, το γενέθλιο φως, τον γενέθλιο αέρα, τα θεμελιώδη υλικά που πρώτοι ερεύνησαν οι προσωκρατικοί και κυρίως ο Εμπεδοκλής, που η ένωση τους δημιουργεί τον υλικό κόσμο και άλλοτε γεννά μορφές και άλλοτε τις καταστρέφει. Ερως και έρις, ζωή και θάνατος, κόσμος και χάος.

Εντέλει το κείμενο της Κατσού είναι καθαρά ένας φιλοσοφικός στοχασμός μεταξύ ζωής και φθοράς, αλλά συγχρόνως και μια κατάφαση της υπάρξεως, αρκεί να ακουμπήσει κανείς πάνω στις πρώτες ύλες που μας περιβάλλουν.

Η Λίλλυ Μελεμέ δίδαξε με επιμονή και ευθύτητα τους δύο ηθοποιούς που μοιράστηκαν τον μονολογο. Ο Πάρης Λεόντιος και η Ειρήνη Βαλατσού έχουν τσαγανό. Δεν είναι εύκολο να παίζεις θέατρο και διαχειρίζεσαι μόνο ιδέες, εικόνες και σύμβολα. Τα κατάφεραν γιατί δεν έπαιξαν με σπουδαιοφάνεια, έπαιξαν ρεαλιστικά μέσα σ’ έναν κόσμο από θραύσματα, τραύματα και θαύματα.

Δεν είναι εύκολο το θέατρο που προτείνει η Κατσού. Η παράσταση κατόρθωσε να κρατήσει το κοινό σε εγρήγορση και άφησε μια εντύπωση ότι κάποιος συμπολίτης μας σκάβει βαθιά και ψάχνει να βρει κάτι σαν το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν.

Κείμενο: Ναταλία Κατσού

Σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια: Λίλλυ Μελεμέ

Σκηνικά – κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Ερμηνείες: Ειρήνη Βαλατσού, Πάρης Λεόντιος