Εν αρχή ήταν το «Ταμ Ταμ» και η «Κολούμπρα», το «Μαμούθ» και η «Βαβέλ» ή το «Παρά Πέντε». Σειρά είχε το «9» και το «mov.». Εκείνες όμως ήταν πολύ διαφορετικές εποχές: ειδικά η «Βαβέλ» κυκλοφορούσε σε μια περίοδο χωρίς διαδικτυακές ευκολίες, χωρίς πολλούς έλληνες δημιουργούς κόμικς και με ολόκληρη σχεδόν την underground κουλτούρα στις πλάτες της. Ή, ελλείψει άλλων επιλογών, και στις μεταφράσεις της. Το «9» στηριζόταν επίσης σε δουλειές από το εξωτερικό, στόχευε όμως και στην ανάδειξη εγχώριων δημιουργών. Το πέτυχε σε τέτοιο βαθμό που μετά το κλείσιμό του το 2010 οι τελευταίοι αυξήθηκαν, βελτιώθηκαν, διεθνοποιήθηκαν, χωρίς πάντως να γίνουν γνωστοί σε ευρύτερο κοινό. «Και κάπου εδώ», λέει ο κομίστας Γιώργος Γούσης, «ερχόμαστε εμείς».

Μαζί με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο και τις εκδόσεις Polaris αναζητούσαν έναν τρόπο να συγκεντρώσουν τη σημερινή σοδειά των ελλήνων σχεδιαστών και των μικρών ή μεσαίων ιστοριών τους. Βρήκαν την απάντηση σε ένα περιοδικό που το ονόμασαν «Μπλε Κομήτης». Γιατί αυτή η ονομασία, αλήθεια; «»Κομήτης», γιατί θυμίζει ηχητικά τα κόμικς, γιατί εμφανίζεται περιοδικά, γιατί παραπέμπει σε κάτι ταξιδιάρικο, ονειρικό ή και pulp. Τον φανταστήκαμε «Μπλε», γιατί εκείνες τις μέρες περνούσε από τη Γη ο μπλε κομήτης Honda» εξηγεί ο Γούσης. Και από τις συστάσεις περνάει στην ουσία: «Σκοπός μας είναι να δείξουμε στο ευρύ κοινό τη δουλειά που έχει γίνει από τους έλληνες δημιουργούς. Τη βελτίωσή τους. Το πόσο μας αφορούν οι ιστορίες τους».

ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ ΤΟΥ 1886. Το ντεμπούτο του περιοδικού έγινε στα τέλη Σεπτεμβρίου, με τον Γιώργο στη θέση του αρχισυντάκτη. Το πρώτο editorial εξηγεί τα «πώς» και τα «γιατί», κάνει μια σπονδή στους προγόνους και ατενίζει αισιόδοξα ένα μέλλον, που αν κρίνουμε από τις πρώτες 68 σελίδες, διαγράφεται λαμπρό: στο εξώφυλλο, ο ντετέκτιβ Φιλ Ποτ διά χειρός Παναγιώτη Πανταζή υπόσχεται κάτι παραπάνω από ένα πολύχρωμο έντυπο, ενώ αμέσως μετά τα ειδησάρια του Σπύρου Γιαννακόπουλου το στριπάκι «Ο θάνατος» αναδεικνύει μία ακόμα αφοπλιστική πλευρά του χιούμορ του Αντώνη Βαβαγιάννη. Η «Καρμανιόλα» σε σενάριο Γλυκερίας Πατραμάνη και σχέδιο Γιώργου Φαραζή ρίχνει φως (ή μάλλον σκοτάδι) στο αιματοβαμμένο Ναύπλιο του 1886, ενώ ο «παλιός» του σιναφιού Πέτρος Ζερβός εικονογραφεί τη θανατερή και έμμετρη «Παραλογή» από το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου, με τον Χάροντα να θυμίζει τον Κρίστοφερ Γουόκεν.

Υπάρχουν συνεντεύξεις του Γιάννη Οικονομίδη και του γκραφιτά Wild Drawing, μια ιστορία του Γούση όπου ο Φιλ Ποτ χαζεύει στην Καλλιδρομίου «γκομενάκια, φρούτα και λαχανικά» (κάποτε συνόδευαν τη βότκα του) ή το αισιόδοξα ειρωνικό «Diet orchestra» του Τάσου Ζαφειριάδη. Μπορεί κανείς να απολαύσει το μετα-αποκαλυψιακό «Γυμνά οστά» των Μιχάλη Διαλυνά και Δημοσθένη Παπαμάρκου, ένα διήγημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου σε εικονογράφηση Δημήτρη Καμένου με πρωταγωνιστή έναν μάγιστρο γελωτοποιό, αλλά και τον ονειροπόλο «Επιδιορθωτή» του Παναγιώτη Μητσομπόνου. Οι Ειρήνη Λούτα και Aniro «ζωγραφίζουν» στο «Σήμερα είμαι ένα μικρό παιδί», ο «Πολυμήχανος» του Πανάγου δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα και το «3,04» των Στέλλα Στεργίου και Νίκου Κιχέμ ακολουθεί με ποιητική ματιά ένα τρολ. Το «Στο παγκάκι στη γωνία» του Ευάγγελου Ανδρουτσόπουλου ανεβάζει (ή το αντίθετο) τη θερμοκρασία, ενώ η τελευταία σελίδα του Κλήμη προσφέρει ένα παραδοσιακά χιουμοριστικό φινάλε.

«Μοναδικό κριτήριο επιλογής των ιστοριών είναι η ποιότητα. Οχι βάσει προσωπικού γούστου, αλλά βάσει κατασκευής, αισθητικής, σαφήνειας της ιστορίας και του στησίματος» εξηγεί ο Γιώργος Γούσης. Οι αφηγήσεις «ελληνικού ενδιαφέροντος» ανήκουν επίσης στους στόχους του «Μπλε Κομήτη», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει κάτι σαν ομοιογενής ντόπια σκηνή: οι έλληνες δημιουργοί έχουν όλοι τους διαφορετικές επιρροές, αμερικανικές, ευρωπαϊκές ή ιαπωνικές, που όταν μεταφέρονται στα δικά μας δημιουργούν κάθε φορά ένα ιδιαίτερο μείγμα. «Δεν είναι ανάγκη να υπάρξει κάτι σαν «ελληνική σχολή». Αυτά είναι πρότυπα μιας αγοράς ή μιας εταιρείας», είναι η άποψη του Γιώργου. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τον «Μπλε Κομήτη»: «Δεν έχω ιδέα τι είδους ιστορίες θα δημοσιευτούν στο μέλλον. Περιμένουμε κι εμείς να δούμε τι θα μας προτείνουν. Ισως πάντως αποφύγουμε γελοιογραφίες που σχολιάζουν άμεσα την πολιτική συγκυρία, γιατί θέλουμε το περιοδικό να έχει χαρακτήρα συλλεκτικό. Να μπορείς να το διαβάσεις και ύστερα από χρόνια».

Μπορεί άραγε αυτή η στόχευση στο ευρύ κοινό του παρόντος και του μέλλοντος να επιφέρει μια λείανση στον αιχμηρό, underground χαρακτήρα που βρίσκει κανείς συχνά στην ιστορία των κόμικς; Για τον Γιώργο, αν και πιο ανοιχτό, το ευρύ κοινό παραμένει ανεκπαίδευτο. Το μπαλάκι επομένως είναι στους δημιουργούς: χρειάζονται ιστορίες που να το γοητεύσουν κι όχι εσωστρεφείς, κατανοητές μόνο από τους γνώστες. «Αν πλησιάσεις τον κόσμο και του δώσεις να καταλάβει ότι έχεις κάτι ενδιαφέρον να πεις, μετά θα μπορείς να προτείνεις και κάτι διαφορετικό» λέει. Οι δυνατότητες υπάρχουν. «Αυτή τη στιγμή, τα ηνία έχει η δική μου γενιά, η γενιά του «9», που είναι 30-40 χρονών, κανονικοί επαγγελματίες, έτοιμοι να δημιουργήσουν άλμπουμ που θα αφορούν ένα μεγάλο κοινό και θα βγουν εκτός συνόρων». Και οι νέοι; «Οι νέοι χρειάζονται έναν χώρο για να δημοσιεύουν, να δέχονται κριτική» καταλήγει. «Θα πρέπει να ασχοληθούν σοβαρά με την τέχνη τους, θα πρέπει να πληρώνονται γιατί δεν γίνεται αλλιώς και θα πρέπει να μπορούν να εντοπιστούν ακόμα και στη Δράμα. Οχι μόνο στο Comicdom».

info

Το περιοδικό «Μπλε Κομήτης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris