«Από μικρός θυμάμαι τον Ψαραντώνη να έρχεται στο σπίτι μας στον Αποκόρωνα Χανίων για να συναντήσει τον πατέρα μου τον Κονταρογιάννη. Ερχόταν για να μάθει ριζίτικα και μου είχε κάνει εντύπωση πως αυτός ο σπουδαίος καθόταν με τόση αφοσίωση κι αγάπη και τα μελετούσε. Γι’ αυτό θα σας πω κι εγώ ένα ριζίτικο». Ο Μανώλης Κονταρός, όρθιος μπροστά στο μικρόφωνο, άρχισε να τραγουδά το «Παιδιά και ποιος την κάλεσε ετούτη την παρέα». Ηταν ένας από τους δεκάδες φίλους του Ψαραντώνη και αυτής της «παρέας» που έσμιξε χθες στη συναυλία – γιορτή, στο Κλειστό Γήπεδο Tae Kwo Do του Παλαιού Φαλήρου.

Tο βλέμμα, η έκφραση, ακόμη και η στιγμιαία αμηχανία των καλλιτεχνών μιλούσαν από μόνα τους, την ώρα που ο Ψαραντώνης τους υποδεχόταν ως τέλειος οικοδεσπότης στη σκηνή. Μια τέτοια στιγμή ήταν και η βαθιά υπόκλιση του ιταλού τροβαδούρου Βινίτσιο Καποσέλα μπροστά στον Ψαραντώνη, όπως παλιότερα σε ένα φεστιβάλ του εξωτερικού υποκλίθηκε μπροστά του ο Νικ Κέιβ.

ΧΕΙΡΟΦΙΛΗΜΑ. Και ο ίδιος ο οικοδεσπότης, όμως, πίσω από τη ροκ περσόνα του κρητικού λυράρη διατήρησε το ήθος, την ευγένεια και την βαθιά καλλιτεχνική του εγρήγορση. Γι’ αυτό και από τις στιγμές που επίσης έμειναν από χθες ήταν όταν έπιασε το χέρι του Μάνου Αχαλινωτόπουλου και το φίλησε με το που τελείωσε ο τελευταίος το σόλο του. Ηταν λίγα λεπτά μετά το καλωσόρισμα των παιδιών του –του Λάμπρου, της Νίκης και του Γιώργη. Ακολούθησε ο ίδιος ο Ψαραντώνης για να πει το πρώτο τραγούδι. Δεν ήταν κάποιο ριζίτικο, συρτό ή σύνθεση από την πλούσια μουσική παράδοση της Κρήτης. Επιασε την λύρα του, ακολούθησε την μελωδία του Αχαλινωτόπουλου και άρχισε να τραγουδάει το «Για ιδέστε τον Αμάραντο» υπογραμμίζοντας τη κάθε λέξη των στίχων πότε χτυπώντας το πόδι του με δύναμη στο πάτωμα πότε σηκώνοντας ελαφρά το σώμα του από την καρέκλα. Ο Ψαραντώνης συμμετείχε και τραγουδούσε με κάθε κύτταρο του κορμιού του είτε ήταν μόνος του στη σκηνή είτε συνόδευε τους καλεσμένους του. Οπως τον Μανώλη Λιδάκη με τον οποίο μοιράστηκαν κρητικά αλλά ευρέως γνωστά τραγούδια όπως το: «Αστρα μη με μαλώνετε», «Σε ψηλό βουνό», «Τα βάσανά μου χαίρομαι», «Οσο βαρούν τα σίδερα». Ο Λιδάκης δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει σ’ αυτή τη σύμπραξη ότι ο Ψαραντώνης «πάντα μας διδάσκει και πάντα μας καθοδηγεί».

Ο κόσμος του άλλωστε δεν έχει σύνορα και σμίγει εύκολα με άλλα ηχοτοπία. Αλλη μια τέτοια υπενθύμιση ήταν τα ντουέτα με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου σε δύο γνωστά και αγαπημένα τραγούδια που φέρουν έντονα την σφραγίδα της Κρήτης: «Πάντα θλιμμένη χαραυγή» (Αντώνης και Μιχάλης Φραγκιαδάκης και το υπέροχο «Πώς να σωπάσω μέσα μου» (Κώστας Κινδύνης και Σταύρος Ξαρχάκος).

Ανάμεσα στα τραγούδια των καλεσμένων με τους οποίους μοιράστηκε τη σκηνή ο Ψαραντώνης έβρισκε τρόπο να απομονώνεται στο δικό του σύμπαν, σκύβοντας πάνω από τη λύρα του παίζοντας σκοπούς που ίσως συναντούσαν το δοξάρι του για πρώτη φορά. Ηταν και αυτή μια από τις εικόνες που θα έπαιρνε κανείς φεύγοντας χθες από το Φάληρο.

ΟΛΟΙ ΜΠΡΟΣΤΑ. Το γλέντι στο Tae Kwon Do δεν μπορούσε παρά να κλείσει με αυτή την εικόνα. Ο κόσμος μαζεύτηκε μπροστά στη σκηνή για να νιώθει τα τραντάγματα του κορμιού του, να βλέπει τις κοφτές δοξαριές πάνω στη λύρα τινάζοντας πίσω τα σγουρά μαλλιά του. Σε λίγο ανέβηκαν τα παιδιά του –ο Γιώργης, ο Λάμπης και η Νίκη –μαζί με τον ιταλό φαν του Ψαραντώνη Βινίσιο Καποσέλα και αφέθηκαν σε δεξιοτεχνικά τζαμαρίσματα μπλέκοντας κρητικά τραγούδια με ιταλικά.

Δεν ήταν σε καμία περίπτωση μία συναυλία «τιμητική» για την παράδοση και νοσταλγική. Και δεν εκβίαζε το συναίσθημα. Ηταν μια συναυλία βασισμένη στις πρώτες ύλες της συγκίνησης. Βιώματα, ακούσματα «γήινα», μια προφορικότητα που απλώνεται σε χρονικό βάθος, εικόνες και στίχοι που ενώνουν. Και στο επίκεντρο, ο Ψαραντώνης. Οσοι έφευγαν από το γήπεδο του Φαλήρου ταξίδευαν ήδη στην Κρήτη. Κι αυτό είναι η σημαντικότερη ιδιότητα του Ψαραντώνη: είναι μια φωνή που γνωρίζει από πού προέρχεται. Μια φωνή με καταγωγή.