Το διαισθανόσουν –εντάξει, το υπέθετες –ακόμα και αν παρακολουθούσες τα αποτελέσματα από την ασφάλεια της ζωντανής διαδικτυακής σύνδεσης: η φετινή απονομή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας έμοιαζε προορισμένη να συγκριθεί με την εν πολλοίς αμφιλεγόμενη, περσινή επιλογή του Μπομπ Ντίλαν. Κι όταν χθες, στις δύο το μεσημέρι, η γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών Σάρα Ντάνιους εξήλθε επιτέλους από μια αίθουσα που ποιος ξέρει πόσες αντιρρήσεις ή συμφωνίες έχει φιλοξενήσει, όταν άρχισε να βαδίζει αυστηρά πάνω κάτω με ένα ντοσιέ ανά χείρας και όταν τελικά ανακοίνωσε ότι την περίβλεπτη διάκριση λαμβάνει φέτος ο βρετανός, ιαπωνικής καταγωγής, συγγραφέας Καζούο Ισιγκούρο, επειδή «στα μεγάλης λογοτεχνικής δύναμης μυθιστορήματά του αποκάλυψε την άβυσσο κάτω από την απατηλή μας αίσθηση ότι γνωρίζουμε τον κόσμο», κάπου τότε ή και λίγο αργότερα, πλάι στους πανηγυρισμούς ή τις αντιρρήσεις, κάποια ερωτήματα επανήλθαν: επρόκειτο άραγε για μια ασφαλή απόφαση, παρμένη νωρίτερα από το συνηθισμένο, με σκοπό να κατευνάσει όσα πνεύματα είχαν δυσαρεστηθεί από τις «εξωλογοτεχνικές» επιλογές του Ντίλαν ή και της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς; Οι τρεις υποψηφιότητες του Ισιγκούρο για Μπούκερ και η μία του νίκη, η κινηματογραφική διασκευή δύο μυθιστορημάτων του ή κάποια περάσματα από τη στιχουργική, ενίσχυαν άραγε τη «φιλολαϊκή» πλευρά της Ακαδημίας; Ή μήπως η εκφραστικά φειδωλή, αλλά συναισθηματικά πλούσια γλώσσα του στιλίστα συγγραφέα αρκούσε για να εξηγήσει το κατόρθωμά του;

Οπως και να ‘χει, γεννήθηκε το 1954 στο Ναγκασάκι, το οποίο εγκατέλειψε οικογενειακώς στα πέντε του, για χάρη του Σάρεϊ της Αγγλίας, όπου ο ωκεανογράφος πατέρας του είχε βρει δουλειά. Παρακολούθησε το, ας πούμε «κλασικό», γυμνάσιο του Γουόκινγκ, ένα σχολείο που κατά δήλωσή του παρείχε «την πιθανόν τελευταία ευκαιρία για να πάρεις μια ιδέα της παρελθούσας αγγλικής κοινωνίας». Η λογοτεχνία τον γοήτευσε με τη βοήθεια του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ: σε ηλικία περίπου 9 χρονών άρχισε όχι μόνο να διαβάζει μανιωδώς τις περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς, αλλά και να μιμείται τις εκφράσεις του, υιοθετώντας μια συμπεριφορά που οι συμμαθητές του ερμήνευσαν λανθασμένα ως «ιαπωνική». Εκείνος πάλι διέπρεψε στην αγγλική φιλολογία και στη φιλοσοφία ως φοιτητής του Πανεπιστημίου του Κεντ. Κατόπιν πέρασε έναν χρόνο ταξιδεύοντας, δουλεύοντας ή γράφοντας και τελικά απέκτησε μεταπτυχιακό στη δημιουργική γραφή από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, με καθηγητές τον Μάλκολμ Μπράντμπερι και την Αντζελα Κάρτερ. Ταυτόχρονα δοκίμασε τις ικανότητές του στην τέχνη των μελωδιών και των στίχων: «Μαζί με κάτι φίλους είχαμε πάρει την τραγουδοποιία πολύ σοβαρά» έλεγε κάποτε. «Ήρωάς μου ήταν και είναι ο Μπομπ Ντίλαν, αλλά και ο Λέοναρντ Κοέν, η Τζόνι Μίτσελ και η γενιά τους. Κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις για τη σχέση των λέξεων με τη μουσική».

Τα μυθιστορήματα

Το πρώτο μυθιστόρημα του Ισιγκούρο, «Χλωμή θέα των λόφων», απότοκο της διπλωματικής του εργασίας, παρακολουθεί μια μεσήλικη Γιαπωνέζα που αναμετριέται με τον θάνατο της κόρης της. Το δεύτερο, με τίτλο «Ενας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου» (Εστία, μτφ. Ν.Κ.) έχει ως αφηγητή έναν ζωγράφο που αντιμετωπίζει τη δυσαρέσκεια της νέας γενιάς για τον ρόλο της Ιαπωνίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τρίτο είναι και το πλέον γνωστό: «Τα απομεινάρια μιας μέρας» (Καστανιώτης, μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο), με ήρωα έναν μπάτλερ που αναπολεί μια ζωή αφιερωμένη όχι στον ανεκπλήρωτο έρωτά του, αλλά στα καθήκοντά του απέναντι σε έναν φιλοναζιστή βρετανό λόρδο. Τιμήθηκε με Booker το 1989 και πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα στην Αγγλία, ενώ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Τζέιμς Αϊβορι (σε μια από τις περιπτώσεις όπου η ταινία ως καλλιτεχνική έκφραση στέκεται στο ύψος του πρωτοτύπου).

Από τα επόμενα, ο «Απαρηγόρητος» (Καστανιώτης, μτφ. Μανώλης Πολέντας) ήταν ένας πιανίστας που αγνοώντας πώς να χρησιμοποιήσει τον χρόνο του, χανόταν σε ένα φόντο ονειρικό. Το επίσης κινηματογραφημένο «Μη μ’ αφήσεις ποτέ» (Καστανιώτης, μτφ. Τόνια Κοβαλένκο) –από τον Μαρκ Ρόμανεκ –επιστράτευε φουτουριστικά μοτίβα προκειμένου να μιλήσει για την έλξη των αναμνήσεων, ενώ ο πρόσφατος «Θαμμένος γίγαντας» (Ψυχογιός, μτφ. Αργυρώ Μαντόγλου), ακολουθούσε ένα ζευγάρι της μεσαιωνικής, μυθικής Αγγλίας, στην αναζήτηση των αιτίων που σκέπασαν τη χώρα τους με μια «ομίχλη της λησμονιάς». Το χαμένο παρελθόν, η πορώδης υφή της μνήμης και του χρόνου, οι αυταπάτες και η οδυνηρή επανεκτίμηση της ζωής, δεν θα μπορούσαν να γίνουν πιο προφανή ως αγαπημένα θέματα του Ισιγκούρο (γεγονός που ισχύει και για τα «Νυχτερινά» που επίσης κυκλοφορούν στα ελληνικά από τον Καστανιώτη, μτφ. Τόνια Κοβαλένκο). Το φλερτ του με είδη όπως η επιστημονική φαντασία ή ο μαγικός ρεαλισμός, ομοίως.

Σε πρώτο πρόσωπο

Αγαπημένο στυλ διήγησης του Ισιγκούρο φαίνεται εκ των πραγμάτων πως είναι το πρωτοπρόσωπο: οι αφηγητές, όπως ο ζωγράφος στο «Ενας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου» ή ο μπάτλερ στα «Απομεινάρια» έχουν με αυτόν τον τρόπο την «ευκαιρία» να εκτεθούν ενώπιον του αναγνώστη ως προς τις κάποτε εύστοχες, αλλά συνήθως λανθασμένες εκτιμήσεις τους για τα περασμένα. Το «προυστικό» αυτό χαρακτηριστικό του συγγραφέα δεν διέφυγε της γραμματέως της Σουηδικής Ακαδημίας: «Αν αναμίξεις την Τζέιν Οστιν και τον Φραντς Κάφκα, τότε έχεις μια γενική εικόνα για τον Ισιγκούρο, θα πρέπει όμως να προσθέσεις και λίγο Μαρσέλ Προυστ στο μείγμα και έπειτα να ανακατέψεις, αν και όχι τόσο πολύ» έλεγε η Ντάνιους στην αναλυτική εξήγησή της για τη φετινή βράβευση. Είναι ένας συγγραφέας, συνέχιζε, που διαθέτει «μεγάλη ακεραιότητα», έχει αναπτύξει «ένα αισθητικό σύμπαν ολόδικό του», που εξερευνά «όσα πρέπει να ξεχάσεις ώστε να επιβιώσεις σαν άτομο ή σαν κοινωνία» και τέλος, που «η επιλογή του για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, θα μπορούσε να ικανοποιήσει τον κόσμο». Σήμαινε άραγε αυτό το τελευταίο ότι η βράβευσή του θα έχει και συναινετική επίδραση; «Δεν θα το κρίνω εγώ, εμείς απλώς επιλέξαμε έναν κατά τη γνώμη μας, απολύτως ιδιοφυή συγγραφέα» κατέληγε η γραμματέας. Ο Ισιγκούρο από την πλευρά του, έμοιαζε άθελά του να μη συμφωνεί ακριβώς: «Είναι μια μεγαλειώδης τιμή, κυρίως γιατί σημαίνει ότι ακολουθώ τα χνάρια σπουδαίων συγγραφέων», δήλωνε σχετικά. «Ο κόσμος περνάει μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας και ελπίζω ότι όλα τα Νομπέλ θα λειτουργήσουν σαν μια δύναμη προς κάτι θετικό. Θα με συγκινούσε αν μπορούσα να γίνω κομμάτι μιας θετικής ατμόσφαιρας, εν μέσω μιας πολύ άστατης συνθήκης».

Ενας μπάτλερ για Οσκαρ

Γραμμένο σύμφωνα με τον ίδιο τον Καζούο Ισιγκούρο μέσα σε τέσσερις πυρετώδεις εβδομάδες, το μυθιστόρημα «Τα απομεινάρια μιας μέρας» (που κυκλοφόρησε, από ένα γύρισμα της τύχης, μόλις χθες από τον Ψυχογιό σε νέα μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου) επαινέθηκε μεταξύ πολλών άλλων για την οξυδερκή ανάλυση της στάσης των βρετανικών κοινωνικών στρωμάτων απέναντι στη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η κινηματογραφική μεταφορά από τον Τζέιμς Αϊβορι το 1993 σημείωσε ανάλογη επιτυχία, ενώ ο Αντονι Χόπκινς έχτισε με ιδιοφυή τρόπο τον ρόλο του μπάτλερ Τζέιμς Στίβενς (ίσως έχασε εκείνο το Οσκαρ μόνο και μόνο επειδή είχε κερδίσει ως Χάνιμπαλ Λέκτερ στη «Σιωπή των αμνών» δύο χρόνια πριν). Ο ίδιος ο Ισιγκούρο πάντως, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «New Statesman», θα έκανε λόγο για μια πιο υποφωτισμένη πλευρά του ήρωά του: «Δημιουργώντας έναν τόσο πνιγηρό άγγλο μπάτλερ, επιστράτευα ένα μικρό, αρνητικό σύνολο δικών μου χαρακτηριστικών: τον φόβο να πληγωθώ από έρωτα ή την τάση να μη σκαλίζω τα ηθικά ή πολιτικά διλήμματα της δουλειάς μου και να κάνω απλά το καθήκον μου. Ολοι αναγνωρίζουμε τέτοιες τάσεις μέσα μας και υπερτονίζοντάς τες τις μετέτρεψα σε μια τερατόμορφη παρουσία. Ο μπάτλερ δεν μοιάζει με ένα συνηθισμένο τέρας, πάντα όμως σκεφτόμουν ότι ένα τέτοιο ήταν».

Ο Καζούο Ισιγκούρο στα ελληνικά

Στη γλώσσα μας έχουν μεταφραστεί τα βιβλία του «Ενας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου» (Εστία), «Τ’ απομεινάρια μιας μέρας» (Καστανιώτης, Ψυχογιός),

«Ο απαρηγόρητος», «Τότε που ήμασταν ορφανοί», «Νυχτερινά»,

«Μη μ’ αφήσεις ποτέ» (όλα από τον Καστανιώτη), «Ο θαμμένος γίγαντας» (Ψυχογιός).