Η παράσταση έχει κάνει ήδη τον κύκλο της σε Ελλάδα και Κύπρο από τον περασμένο Δεκέμβριο, που ξεκίνησε από την αίθουσα του Παρνασσού.

Ο Μανώλης Μητσιάς επανήλθε με αυτόν τον τρόπο σε μια από τις συνεργασίες που διαμόρφωσαν το ερμηνευτικό του ιδίωμα, αλλά και την παρουσία του στη «χρυσή εποχή» των τραγουδιών, καθώς οι κύκλοι «Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι» και «Χειμωνιάτικος ήλιος» είχαν την ανεξίτηλη μουσική σφραγίδα του Μάνου Χατζιδάκι και τη στιχουργική του Νίκου Γκάτσου. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, από την άλλη, πρόσθεσε την απαραίτητη σκηνική πείρα που προϋποθέτει μια μουσικοθεατρική παράσταση: η δημοφιλής ηθοποιός απήγγειλε στίχους του ποιητή και τραγούδησε για πρώτη φορά επί σκηνής.

Η παράσταση «Ο Γκάτσος που αγάπησα» επαναλαμβάνεται στο Ηρώδειο, στις 6 Οκτωβρίου, και ανακεφαλαιώνει τον φόρο τιμής σε έναν κορυφαίο στιχουργό. Ανάμεσα στα τραγούδια θα ακουστούν κείμενα του Νίκου Γκάτσου, αλλά και ανθρώπων που έγραψαν για την τέχνη του.

Την επιμέλεια αυτών των κειμένων έχει ξανά η Αγαθή Δημητρούκα, σύντροφος και πνευματική κληρονόμος του Νίκου Γκάτσου.

«Tο πρώτο πράγμα που ξέρω για τον Γκάτσο άρχισα να το μαθαίνω ακριβώς την εποχή της ταινίας του Γκοντάρ, κι όχι από τον κινηματογράφο αλλά από το ραδιόφωνο. Είμαι επτά – οκτώ χρονών παιδάκι όταν πρωτακούω το όνομά του και με μαγνητίζει μ’ αυτή την αίσθηση του απόλυτου: «Ηρθανε νύχτες και βροχές / και χειμωνιάσαν οι ψυχές». Το ξανακούω: «Μπροστά πηγαίνει ο Ιρλανδός / πίσω πηγαίνει ο Ιουδαίος», κι ενώ χάνομαι στον παγκόσμιο χάρτη, το ακούω ξανά: «Βάλε φωνή κοντά σου να γυρίσω». Επειτα το όνομά του μου λέει: «Αν δεις στον ύπνο σου μια νύχτα με βροχή / φωτιά να καίει / είν’ η καρδιά μου που στενάζει μοναχή / και σιγοκλαίει». Και το μυαλό μου παιδεύεται με μαγικούς γλωσσικούς γρίφους: να ονειρευτώ μια νύχτα βροχερή που μέσα της να καίει μια φωτιά ή μήπως κάποια νύχτα που βρέχει ασταμάτητα, όπως συμβαίνει συχνά στη Δυτική Ελλάδα, εγώ να ονειρευτώ μια φωτιά αναμμένη; Κι αυτή η καρδιά, παρόλο που σιγοκλαίει, μήπως το κλάμα της είν’ η βροχή; Ξανακούω το όνομά του και συνειδητοποιώ πως «Στης ψυχής μου τον καθρέφτη / ίσκιος άρχισε να πέφτει». Αλλά πια το ξέρω καλά: σφραγίζει και τις ώρες του θεάτρου με τη «σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής».

Το δεύτερο πράγμα που ξέρω το έμαθα κοντά του. Εκείνος, αν και «με του καημού τ’ αγκάθι» στα «φυλλοκάρδια του γκιώνη», πότιζε κάθε φορά και μια καινούργια έρημο για «να φυτρώσει λουλούδι δροσερό», αναζητούσε σε άλλους γαλαξίες «ανυπεράσπιστες αξίες» και σε μυούσε σε μια κατάσταση αθωότητας που θα ενέπνεε οποιονδήποτε να πει: «Τρέχω πετάω χαιρετάω / τα πιο τρελά παιδιά / και κάθε πέτρα που πατάω / ανοίγει σαν καρδιά».

Το τρίτο πράγμα που ξέρω, δυστυχώς, το έχω μάθει χωρίς τη μειλίχια φυσική του παρουσία, αλλά με αυτή την εξακολουθητική εμπειρική επιβεβαίωση: Ηταν ειλικρινής όταν αναρωτιόταν «πότε θα βγει να σκούξει κάποιος / αυτός ο κόσμος είναι σάπιος» ή όταν αναφωνούσε «Ανατολή Ανατολή / δική σου είμαστε φυλή». Ηταν ακριβής όταν κατηγορούσε «και δεν δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς / που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς» ή όταν προειδοποιούσε πως «Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές». Ηταν απελπισμένος όταν διαπίστωνε πως «Με φωτιά και με μαχαίρι / πάντα ο κόσμος προχωρεί» ή όταν θρηνούσε «Κυρα-ζωή σκοτεινή μητέρα / αχ δε μας πήγες παραπέρα». Ηταν σοφός όταν παραδεχόταν πως «Δεν ωφελεί το παράπονο» ή όταν παρακινούσε «μονάχος βρες την άκρη της κλωστής / κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι».

Ετσι, νομοτελειακά σχεδόν, «μες στη μεγάλη Τύχη που τον γέννησε», ο Γκάτσος με τους στίχους του, όσο κι αν «αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια / του κόσμου το ποτάμι είναι θολό», μας κάνει να στρέφουμε το βλέμμα μας στην «άσπρη μέρα», στη στιγμή που καθένας καταφέρνει να πει με σιγουριά ότι «κερδίζει τον αγώνα του και τη σκληρή του μάχη»».

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ

«Δεν έκανε τον δάσκαλο»

Το 1968 ο Δήμος Μούτσης ηχογραφούσε τη μουσική που θα ακουγόταν στην ταινία «Ενας μάγκας στα σαλόνια». Πήρε τον νεαρό τότε Μανώλη Μητσιά και τον πήγε στο στούντιο για να γευτεί από κοντά τη διαδικασία της δημιουργίας. Ο σπουδαίος ερμηνευτής είδε ότι σε μια πολυθρόνα καθόταν ένας σοβαρός και ήρεμος άντρας. Αναγνώρισε αμέσως τον Νίκο Γκάτσο, την ποίηση του οποίου είχε διαβάσει, ενώ άκουγε όλα τα τραγούδια του που έπαιζαν στο ραδιόφωνο. Του είχε εντυπωθεί ειδικά το τραγούδι «Στράτα τη στράτα», σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.

Ο Μανώλης Μητσιάς θυμάται: «Μου είχε κάνει εντύπωση ο στίχος του «φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή». Ημουν μικρός, δεν είχα πάει ούτε φαντάρος ακόμη, και όταν τον είδα στο στούντιο αμέσως μου ήρθε στο μυαλό ο αγαπημένος μου στίχος. Μόλις μας σύστησε ο Δήμος, μου έκανε λίγες ερωτήσεις αλλά διερευνητικές. Ηταν λακωνικός: λίγα έλεγε και εκατό εννοούσε. Πήγα φαντάρος, αλλά παράλληλα άρχισα να εμφανίζομαι με τον Μούτση στο «Ζουμ». Ο Γκάτσος ερχόταν κάθε μέρα στις πρόβες και τις παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή. Ετσι ήρθαμε πιο κοντά, ώσπου μια μέρα μου λέει «πέρνα από του Φλόκα» (σ.σ. το στέκι καλλιτεχνών και ποιητών στην οδό Πανεπιστημίου). Πήγα και θυμάμαι ότι στο ίδιο τραπέζι ήταν ο Χατζιδάκις και ο Ελύτης. Είχα μαγευτεί. Ηταν απλός και λιτός και ποτέ δεν έκανε τον δάσκαλο. Επρεπε να τον ακούς με προσοχή και να τον αποκωδικοποιείς. Δεν μίλαγε πολύ, δεν έδινε συμβουλές πολλές. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή αντιμετώπιζα ένα σοβαρό προσωπικό ζήτημα και ζήτησα τη συμβουλή του. «Εσύ ξέρεις» μου είπε. Δεν με είχε ικανοποιήσει η απάντησή του. Αργότερα άκουσα στο «Δίχτυ» τους στίχους «μονάχος βρες την άκρη της κλωστής και αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι» και κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε. Είχε γνώμη για το πώς θα μπορούσε να ειπωθεί η κάθε λέξη. Πολλές φορές όταν άκουγε τον στίχο τραγουδισμένο έλεγε «αυτή τη φράση θα την αλλάξω, δεν μου αρέσει». Του άρεσαν οι ερμηνείες χωρίς υπερβολή και στόμφο. Θυμάμαι μια φορά στο στούντιο του ζήτησα να μου προτείνει μια ερμηνεία για τον στίχο «μην ρωτάς, κυρ Αναστάση, τον καημό μου να σου πω». Και μου πρότεινε έναν τρόπο πολύ αφαιρετικό –σχεδόν απαγγελία. Χρησιμοποιούσε εικόνες από τη δημοτική ποίηση και την Ελλάδα –όχι φυσικά με την έννοια του εθνικισμού, αλλά όπως τη λάτρευαν όλοι αυτοί που ανήκουν στη γενιά των υπερρεαλιστών. Και στο «Ρεμπέτικο» με το τραγούδι «Μάνα μου Ελλάς» τα είπε όλα».

INFO

Ηρώδειο, στις 6/10 στις 21.00. Εισιτήρια από 10 ευρώ (άνω διάζωμα), 15, 25, 35, 45 ευρώ (διακεκριμένη ζώνη). Προπώληση: viva.gr, τηλ. 11876, ταμεία Ελληνικού Φεστιβάλ (Πανεπιστημίου 39), Media Markt, Seven Spots, Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης, Reload Stores)