Ακόμα και μια βιαστική ματιά στα εξώφυλλά του είναι ενδεικτική του μεγέθους και της επιρροής του. Στο πρώτο τεύχος ας πούμε, τον Νοέμβριο του 1967, φιγουράριζε ο Τζον Λένον ντυμένος φαντάρος, όπως εμφανιζόταν στην ταινία «How I won the war». Σειρά είχαν ο Τζίμι Χέντριξ και ο Τζιμ Μόρισον, η Τζάνις Τζόπλιν και ο Μπομπ Ντίλαν, η Πάτι Σμιθ, ο Μικ Τζάγκερ, η Τζάνετ Τζάκσον, ο Ντάστιν Χόφμαν ή ο Μάρλον Μπράντο, άπαντες με τις συνεντεύξεις τους ή τα δημοσιογραφικά προφίλ τους και βεβαίως, πάλι ο Λένον, σε εμβρυακή στάση πλάι στη Γιόκο Ονο: ήταν μια φωτογραφία που είχε τραβήξει η Ανι Λίμποβιτς λίγες ώρες πριν από τη δολοφονία του. Οι πολιτικοί δεν έλειπαν: ο Τζίμι Κάρτερ, ο Μπιλ Κλίντον ή ο Μπαράκ Ομπάμα είχαν κι εκείνοι κάνει το πέρασμά τους, όπως και ο Πάπας Φραγκίσκος λίγο αφότου ανέλαβε καθήκοντα. Χώρια οι πένες που κόσμησαν τις σελίδες του: ο Τομ Γουλφ, ο Χάντερ Τόμπσον, ο Γκρέιλ Μάρκους ή η Ντάνα Λέσλι Φιλντς είναι μόνο μερικές. Κι όμως, το «Rolling Stone», το δεκαπενθήμερο περιοδικό που για μισό αιώνα όρισε ή αντανάκλασε όσο λίγα τη μουσική, την κουλτούρα και την πολιτική της εποχής του, ετοιμάζεται να αλλάξει χέρια. Τα οικονομικά του δεν πάνε καθόλου καλά.

Η ΑΡΧΗ. Ιδρύθηκε το 1967 στο Σαν Φρανσίσκο, από τον φοιτητή του Μπέρκλεϊ Τζαν Γουένερ και τον μουσικοκριτικό Ραλφ Γκλίσον, με τον πρώτο να δανείζεται 7.500 δολάρια από τους δικούς του για το ξεκίνημα της επιχείρησης. Το όνομα του περιοδικού αναφερόταν στο ομώνυμο μπλουζ του Μάντι Γουότερς, χωρίς να λείπει, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, και ένα ταυτόχρονο κλείσιμο του ματιού στους Rolling Stones ή στο «Like a rolling stone» του Μπομπ Ντίλαν. Οπως και να ‘χει, το περιοδικό, αν και αρχικά ταυτίστηκε με την κουλτούρα των χίπις, σύντομα κράτησε τις αποστάσεις του από άλλα έντυπα του χώρου, εστιάζοντας σε πιο παραδοσιακές δημοσιογραφικές πρακτικές. Παραδοσιακές, τρόπος του λέγειν: στις πολιτικές σελίδες του έβρισκε κανείς ονόματα όπως του Χάντερ Τόμπσον, ο οποίος, πέραν των ανταποκρίσεών του από τις καμπάνιες του Ρίτσαρντ Νίξον, δημοσίευσε στο «Rolling Stone» τμηματικά και το περίφημο «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας».

Ο Τζο Εστερχας, ο Λέστερ Μπανγκς και ο Κάμερον Κρόου ήταν μερικοί ακόμα θρυλικοί γραφιάδες του περιοδικού στη δεκαετία του 1970, με τον τελευταίο να βασίζει την ταινία του «Almost Famous» σε αρκετές από τις τότε εμπειρίες του. Στη δεκαετία του ’80 το μείγμα εμπλουτίστηκε με πιο εμπορικά θέματα, ενώ σε εκείνη του ’90 διεκδικήθηκε και το νεανικό κοινό. Το 2001 ωστόσο, ο Γουένερ, ιδιοκτήτης πια της Wenner Media και κάμποσων επιπλέον εντύπων, άρχισε να ξεφορτώνεται όσα δεν έδειχναν ισχυρές αντοχές στην ψηφιακή επέλαση. Η αρχή έγινε με το μερίδιό του στο περιοδικό «US Weekly», που πουλήθηκε στην Disney για 40 εκατ. δολάρια. Πέντε χρόνια αργότερα το πήρε πίσω για 300.

Η κίνησή του ήταν προφανώς λανθασμένη, όχι όμως και η μοναδική αιτία για την οικονομική κατηφόρα που ακολούθησε και που προ ημερών οδήγησε τον Γουένερ στη δήλωση ότι το 51% των μετοχών του στο «Rolling Stone» αναζητά έναν αγοραστή με πολλά λεφτά. Ούτε είναι βέβαιο ότι η οικονομική δυσπραγία του περιοδικού οφείλεται στη σταδιακή μετάλλαξή του από ριζοσπαστικό έντυπο, που σχεδόν γέννησε τη σύγχρονη μουσική κριτική και που ώθησε το κίνημα του New Journalism, σε μια έκδοση με νοσταλγικές μουσικές κριτικές των 3,5 αστεριών και με φανερή την πολιτική στήριξη σε ένα μόνο κομμάτι της φιλελεύθερης Αμερικής. Κι αν τα μουσικά αντανακλαστικά του «Rolling Stone» είναι συζητήσιμα, τα πολιτικά του χαρακτηριστικά δεν τα λες και στρογγυλεμένα: άρθρα σαν εκείνο του Ματ Ταΐμπι το 2009, που χαρακτήριζε την Goldman Sachs «ένα γιγάντιο καλαμάρι-βρικόλακα, γραπωμένο στο πρόσωπο της ανθρωπότητας» ή ένα άλλο του Μάικλ Χάστινγκς το 2010, που είχε οδηγήσει έναν στρατηγό του Ομπάμα σε παραίτηση, είχαν προκαλέσει κάτι παραπάνω από αίσθηση.

Η δυσκινησία στο ψηφιακό τερέν, από την άλλη, ήταν η αιτία για την πτώση των εσόδων. Ερευνες δημοσιογραφικά ατεκμηρίωτες, όπως εκείνη για ένα υποτιθέμενο περιστατικό βιασμού σε Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, που το «Rolling Stone» είχε δημοσιεύσει με αποτέλεσμα να πληρώσει εκατομμύρια για συκοφαντική δυσφήμηση, επίσης. Κάπως έτσι ο γιος του Γουένερ, Γκας, ισότιμος πια συνεταίρος με τον πατέρα του, πούλησε πέρυσι και άλλον τίτλο του ομίλου, καθώς και το 49% του περιοδικού. Αγοραστής ήταν η BandLab Technologies από τη Σιγκαπούρη, που δεν αποκλείεται να καπαρώσει και το υπόλοιπο 51%. Πατέρας και γιος θέλουν, λένε, να συνεχίσουν να εμπλέκονται με το περιοδικό και μετά την πώλησή του. Πιο κοντά στην πραγματικότητα όμως έμοιαζε μια δήλωση του 27χρονου Γκας στους «New York Times»: «Υπάρχει ένα επίπεδο φιλοδοξίας που δεν μπορούμε να αγγίξουμε μόνοι μας», έλεγε. «Κινούμαστε λοιπόν προνοητικά και επιθυμούμε να βγούμε στην πρώτη γραμμή».