«Ενιωσα επιτακτική την υποχρέωση να μην πάρω μαζί μου φεύγοντας το πολύτιμο φορτίο που κρατούσα μέσα μου. Τώρα που εγέμισεν ο κόσμος πεθαμένους και που μόνο εγώ απομένω να το φυλάγω στην «ατομική μου θυρίδα»». Αυτό υποστήριζε η Ελλη Αλεξίου στη δημοσιογράφο – συγγραφέα Εύα Νικολαΐδου κατά την τελευταία της συνέντευξη, η οποία περιλαμβάνεται πλέον στο βιβλίο «Ελλη Αλεξίου. Ενας αιώνας ζωής» (εκδ. Καστανιώτη, 2015). Με αφορμή το Ετος Καζαντζάκη, τα «Πρόσωπα» αναδημοσιεύουν αποσπάσματα από τη συνέντευξη, με την ευγενική παραχώρηση της συγγραφέως και των εκδόσεων. Οπως σημειώνει η Εύα Νικολαΐδου, η μορφή του Καζαντζάκη κυριαρχούσε μέσα στην οικογενειακή ατμόσφαιρα των παιδικών και νεανικών χρόνων της Ελλης Αλεξίου, καθώς ο συγγραφέας παντρεύτηκε την αδελφή της Γαλάτεια. Ο Καζαντζάκης, λέει η Ελλη Αλεξίου, έγινε μεγάλος διά της λογικής, όχι διά του πάθους. «Ολα του τα έργα είναι καλά δουλεμένα γιατί ήταν σοφός στη δουλειά του, αλλά παράγει έργα λογικής. Γι’ αυτό από τα έργα του αγαπώ πρώτα πρώτα και κύρια την «Αναφορά στον Γκρέκο», γιατί είναι ίσως το μοναδικό έργο του που εκπηγάζει από τις εσωτερικές του αγωνίες και παρορμήσεις. Είναι πολύ συναισθηματικός, πάσχει στην «Αναφορά στον Γκρέκο», βλέπει το παρελθόν, βλέπει τη φθορά των ετών…».

Κυρία Αλεξίου, πώς θυµάστε τον Καζαντζάκη στην καθηµερινότητά του, αφού ήταν μέλος της οικογένειάς σας;

Ο Καζαντζάκης ήταν δοσμένος απόλυτα στο έργο του και δεν έχανε την ώρα του ούτε για επαφές με άλλους ανθρώπους ούτε για την πολιτική ούτε για τα κοινωνικά θέματα τα τρέχοντα. Δεν έχανε ώρα από τους στόχους του. Δεν μπορούμε να πούμε αν ήταν καλός φίλος, καλός αδελφός, καλός πατέρας, καλός γιος, διότι δεν του έμενε καιρός για να καλλιεργεί τέτοιου είδους επαφές. Δεν ήτανε ούτε φίλος ούτε εχθρός, γιατί και φίλος να είσαι και εχθρός πρέπει να διαθέσεις ώρα. Ητανε ένας άνθρωπος αμέτοχος, κλεισμένος σ’ ένα πύργο ατομικό, των ατομικών του ενδιαφερόντων. Δεν είχε αυτά τα συνήθη που έχουν οι άνθρωποι, διότι, αν τα είχε, δεν θα ήταν και ο Καζαντζάκης! Διαφέρει απ’ όλον τον κόσμο, διότι δόθηκε ολοκληρωτικά στο έργο του και το έργο αυτό είναι τεράστιο, ποικίλο, πλούσιο, πολυσχιδές, μεγάλων ενδιαφερόντων πλατιών οριζόντων έργο.

Δηµιούργησε φιλικές σχέσεις;

Οχι όπως νιώθουμε εμείς τη φιλία, άνθρωποι που κάνουνε παρέες, που εξομολογούνται τα θέματά τους, τα οικονομικά τους, τα ερωτικά τους, τα όνειρά τους, δεν έκανε τέτοιες εξομολογήσεις, δεν του έμενε καιρός.

Από τις στιγµές τις ιδιαίτερες που είχε µε την αδελφή σας τη Γαλάτεια τι θυµάστε;

Ολες τους οι στιγμές ήτανε λογοτεχνικές, τι γράφουν, τι απήχηση έχουν τα γραφόμενά τους, πώς αντιμετωπίζει το περιβάλλον τα δημιουργήματά τους, αν είναι ορθή αντιμετώπιση αυτή. Ο Νίκος δεν μπορούσε να είναι ευχαριστημένος, διότι ήταν απαιτητικός και από τον εαυτό του και πολύ πιο απαιτητικός από τους δύο τους, που ανήκαν σε άλλου είδους κόσμους. Ο Νίκος ήταν μεγάλων οριζόντων συγγραφέας και οραματιστής. Οι φιλοσοφίες, που τις είχε ξεσκονίσει, δεν τον ικανοποιούσαν, διότι καταλάβαινε ότι για να δοθεί σε μια ιδέα πρέπει αυτή να είναι υψηλή. Οταν μια ιδέα είναι της ζωής παρηγορητική, αυτό το θεωρεί πτωχοπροδρομισμό. Ητο αντίθετος με το ότι η δυστυχία δεν υπάρχει όταν τη συνηθίσουμε, την αγαπήσουμε, τη δούμε σαν συνυπάρχουσα με τον άνθρωπο. Δεν του άρεσαν αυτά. Ητανε συμβιβασμοί άρρωστης ψυχής. Ενας άνθρωπος που έχει ένα όνειρο, επιδιώκει το όνειρο. Ενας άνθρωπος που σκοτώνεται για τη λευτεριά, δεν παλεύει για τη λευτεριά, διότι θα αμειφθεί με τον άλφα ή βήτα τρόπο, αφού σκοτώνεται. Τι κέρδισε ο Μπελογιάννης με τη θυσία του; Την εκτέλεσή του. Τι κέρδισε ο Λαμπράκης με τον σκοτωμό του; Τα μεγάλα ιδανικά δεν έχουν ανταλλάγματα. Δίνεσαι γι’ αυτά και όχι για την αμοιβή. Γι’ αυτά θυσιάστηκαν οι μεγάλοι της ανθρωπότητας, ο Σωκράτης, ο Χριστός –τι κέρδισε; Τον Σταυρό! Αυτές τις ιδέες αγαπούσε και ο Καζαντζάκης κι αυτές τις φιλοσοφίες, τις ολοκληρωτικά δοσμένες. Ο Καζαντζάκης –λένε –δεν ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος για μια κοινωνική αλλαγή. Ηταν ολοκληρωτικά δοσμένος στη δημιουργία, εις την άνευ τέλους και άνευ ολοκλήρωσης. Αφού κι η ίδια η «Οδύσσειά» του δεν έχει μέσα όλη του την πορεία τη φιλοσοφική; Διότι κι ο Οδυσσέας διαρκώς αλλάζει επίπεδα, αλλάζει κόσμους, προσπάθειες και δεν φτάνει πουθενά, διαρκώς αλλάζει μέχρι που πεθαίνει. Αυτό άρεσε του Καζαντζάκη: η διαρκής προσπάθεια προς άνοδο, προς καλύτερη ολοκλήρωση του ατόμου. Γι’ αυτό και είναι ωραία η φιλοσοφία του και γι’ αυτό τον αγάπησαν οι νέοι […].

Στις οικογενειακές σχέσεις πώς φερόταν;

Τέλειος, τέλειος και στην παρέα του την ανθρώπινη, την καθημερινή, την απλή. Δεν θυμούμαι ποτέ καμία γκρίνια «ανοιχτό είναι το παράθυρο» «όχι κλειστό, όχι μυρίζει, δεν μυρίζει, το φαγητό είναι αλμυρό… γλυκό». Δεν θυμάμαι, πενήντα χρόνια, γκρίνια.

Τι αγάπησε πάνω απ’ όλα στη ζωή του;

Τη μοναξιά του. Την εργασία του στη μοναξιά του. Αμα ήταν μόνος του μπορούσε να αφοσιωθεί στην εργασία του. Οι επισκέψεις τού ξόδευαν τις πολύτιμες ώρες της εργασίας. Ηταν πολύ ωραίος τύπος, πολύ ωφέλιμος για μια συντροφιά ανθρώπων, διότι ενέπνεε και εις τους γύρω του το αίσθημα ενός υψηλού ιδανικού. Τους ανθρώπους τους άχρηστους, που ζούνε ως τα πετεινά του ουρανού, δεν τους εκτιμούσε, δεν τους κουβέντιαζε καθόλου, τους αγνοούσε. Ηταν ανύπαρκτα πρόσωπα.

Είχε διαρκώς αναζητήσεις;

Ο Νίκος αρνιότανε την επανάπαυση. Δεν έβαζε στόχο, όπως για παράδειγμα: θέλω να πάρω το δίπλωμα του δικηγόρου, το πήρα και τέλειωσε. Ο Καζαντζάκης ήταν ο διαρκώς ποθών και διαρκώς απολαμβάνων, που σήμαινε χωρίς να χορταίνει. Δεν προλάβαινε ν’ απολαύσει ένα ποθούμενο κι αμέσως είχε μια άλλη επιθυμία. Αυτή είναι η μεγάλη αξία του Καζαντζάκη. Η μη επανάπαυση. Η διαρκής επιδίωξη του κάτι πιο πολύ, κάτι πιο μεγάλου, κάτι πιο δύσκολου. Ο άνθρωπος σηκωνόντανε στις έξι το πρωί και έπεφτε στη δουλειά. Δεν θυμούμαι να πει ποτέ «κάνε μου το τσάι μου». Το ‘κανε μόνος του εκεί δίπλα στο τραπέζι και το ‘παιρνε με ελιές, με παξιμάδι, με τυρί, με ό,τι υπήρχε. Δεν είχε δυσκολίες, ούτε ιδιοτροπίες φαγητού ούτε ύπνου, τίποτα. Η μεγάλη, βασική ανυποχώρητη απαίτησή του ήταν να τον αφήνεις ν’ ασχολείται και να μην τον ενοχλείς στην εργασία του.

Εχετε αναµνήσεις από ιδιαίτερες πιο ξέγνοιαστες στιγµές του;

Εχομε κάνει δυο-τρεις εκδρομές, ο Νίκος, ο αδελφός μου ο Λευτέρης κι εγώ. Αξέχαστες και περίεργες, διότι ήταν ο ίδιος ο Νίκος περίεργος. Ξεκινούσαμε από το Ηράκλειο τα μεσάνυχτα, περιπατάγαμε δυο-τρεις ώρες κι εφτάναμε εκεί που θέλαμε. Μια βραδιά ξεκινήσαμε στις δώδεκα και φτάσαμε εις την τοποθεσία που τη λέγανε Σπήλιο και βάλαμε έναν άνθρωπο, που μόλις είχε ο κακομοίρης αγουροξυπνήσει, ν’ αρμέξει τις κατσίκες του για να μας βράσει γάλα και πρωί πρωί, χωρίς να ‘χει ανατείλει ο ήλιος, ξαναγυρίσαμε στην Κνωσό και τριγυρίσαμε σ’ όλες τις αρχαιότητες κάτω από τη διδασκαλία του Καζαντζάκη. Και τι ωραία η διδασκαλία του, τι φωτισμένη, τι πρωτότυπη και τι ωραίες ιδέες! Σου έλεγε «αυτό να προσέξεις», «εκεί να σταθείς». Μου έχει μείνει αξέχαστη η διδασκαλία στον Πρίγκιπα! Πώς ανέβασε σε ύψη τον ζωγράφο που έκανε τον Πρίγκιπα εις το νέο ανάκτορο της Κνωσού, που ανακαλύφθηκε μετέπειτα. Μα τι χρώματα αυτών των πουλιών που έρχονται το καλοκαίρι, οι μελισσουργοί, κι είναι ολοζώντανα.