Ο πολιτικός λόγος για να αρθρωθεί χρειάζεται κάποιες σταθερές, έστω κι αν αποκλείονται οφθαλμοφανείς αλήθειες. Θα ήθελε διακαώς να συμφωνήσει κανείς με το εμπεριστατωμένο, όσον αφορά τις καίριες επισημάνσεις του, κείμενο της πολύ γνωστής πολιτικού Μιλένας Αποστολάκη. Αλλά δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί πως διασφαλίζεται ότι αφήνουμε πίσω μας το μελανό κομμάτι της Μεταπολίτευσης και ότι δεν θα μας ταλαιπωρεί στο μέλλον, αφού όσο μας επηρεάζει πάντα μια θετική κληρονομιά, εξίσου μας καθορίζει μια αντίστοιχη αρνητική.

Ιούλιος 1974. Η έναρξη της Μεταπολίτευσης είναι συνδεδεμένη στη μνήμη της παιδικής μου ηλικίας με τις εξής φωτογραφίες:

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να κατεβαίνει από τη σκάλα του αεροσκάφους που ο γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν του έχει παραχωρήσει, χαιρετώντας το μέγα πλήθος με το μέγα πάθος που έχει συγκεντρωθεί για την υποδοχή του.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου να κατεβαίνει και εκείνος τη σκάλα άλλου αεροσκάφους με το εμβληματικό για τα επόμενα χρόνια ζιβάγκο του και να χαιρετά με τη σειρά του ένα παλλόμενο από ενθουσιασμό πλήθος που υποδεχόταν τον εξόριστο αρχηγό του ΠΑΚ.

Οι δαφνοστεφανωμένοι εξόριστοι, βασανισμένοι και εκτοπισμένοι στα ξερονήσια από το καθεστώς της χούντας, επιστρέφουν στο λιμάνι του Πειραιά πνιγμένοι στις αγκαλιές των μανάδων και των συγγενών που κλαίνε από την ανείπωτη συγκίνηση. Η λύτρωση ενός λαού από τυραννικά και αυταρχικά καθεστώτα, όπως το δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών, ήταν φυσικό να γεννήσει συναισθήματα βαθιάς εσωτερικής ανάτασης και χαράς. Γέννησε ελπίδα και προσδοκία. Οσοι στη Μεταπολίτευση ήμασταν μικρά παιδιά, μεγαλώσαμε σε ένα οικογενειακό αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ριζικά διαφορετικό από αυτό στο οποίο μεγαλώνουν τα σημερινά μικρά παιδιά.

Οι γονείς μας είχαν δουλειά και δεν υπήρχε ιδιαίτερο αίσθημα ανασφάλειας σε σχέση με το τι τους επεφύλασσε η επόμενη μέρα. Κανείς δεν αναγκαζόταν να μεταναστεύσει. Οι πάντες προσδοκούσαν με βεβαιότητα ότι το επίπεδο ζωής τους σταθερά θα καλυτερεύει. Και τέλος, ένα αίσθημα ενότητας και συλλογικότητας κυριαρχούσε στον αντίποδα της σημερινής διχαστικής ατμόσφαιρας.

Το έπος της Μεταπολίτευσης ξεκινούσε με πρωταγωνιστές δύο πολιτικούς μεγάλου διαμετρήματος, αλλά και την Αριστερά πρωταγωνίστρια, με όρους ιδεολογικής επιρροής.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου αποτελούν τους δύο ηγέτες της Μεταπολίτευσης οι οποίοι σφράγισαν την πορεία του τόπου. Ιδρυσαν νέα κόμματα αφουγκραζόμενοι τις ανάγκες της εποχής τους, τις οποίες και εξέφρασαν, αποτελώντας και οι δύο παραδείγματα πολιτικών αρχηγών με βαθύ λαϊκό έρεισμα.

Η ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεσμών μετά την επτάχρονη δικτατορία, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, η εθνική συμφιλίωση με συμβολικές και ουσιαστικές πολιτικές παρεμβάσεις, η στήριξη της μεσαίας τάξης και η συμμετοχή ενός αποκλεισμένου στο παρελθόν τμήματος της ελληνικής κοινωνίας στο πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας, οι υποδομές τις οποίες η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση χρηματοδότησε, οι μεγάλες νομοθετικές και θεσμικές τομές που εκσυγχρόνισαν τη χώρα συντελέσθηκαν στα σαράντα τρία χρόνια της Μεταπολίτευσης. Στα σαράντα και πλέον αδιάλειπτα χρόνια ομαλού δημοκρατικού βίου από τα δύο κόμματα εξουσίας της Μεταπολίτευσης η Ελλάδα παρουσίασε σταθερά οικονομική μεγέθυνση. Με απλά λόγια, για κάθε ελληνική οικογένεια ίσχυε λίγο ώς πολύ ότι κάθε χρόνο η ζωή παρουσίαζε μια μικρή ή μεγαλύτερη βελτίωση που αποτυπωνόταν στο επίπεδο διαβίωσης, στον οικογενειακό προγραμματισμό, στην αποταμίευση και στις οικογενειακές επενδύσεις.

Τα θεμέλια της μεταπολιτευτικής ευημερίας δεν υπήρξαν όμως στέρεα. Ο λαϊκισμός που κυριαρχούσε στο πολιτικό αλλά και στο μιντιακό οικοδόμημα της χώρας απέτρεπε με συστηματικό τρόπο αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Εμποδίστηκαν έτσι η εξυγίανση και ο εκσυγχρονισμός που η χώρα χρειαζόταν προκειμένου να διατηρήσει τη στοιχειώδη ανταγωνιστικότητά της στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον και από τη θέση κυρίαρχου κράτους να εξυπηρετεί τις δανειακές της ανάγκες σε καθεστώς δημοσιονομικής ανεξαρτησίας. Το πελατειακό σύστημα διαπερνούσε οριζόντια την οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας και καθόριζε τη σχέση κομμάτων και εκλογικού σώματος. Οσοι από το πολιτικό σύστημα αντιστέκονταν σε αυτή τη μορφή άσκησης εξουσίας και δημόσιας παρέμβασης σπάνια είχαν μέλλον στην πολιτική ζωή του τόπου. Παράλληλα η πολυετής παραμονή στην εξουσία των κομμάτων που γεννήθηκαν στη Μεταπολίτευση λειτούργησε και στην Ελλάδα, όπως παντού, ως υπόστρωμα για την παραγωγή σκανδάλων και την εκτεταμένη διαφθορά.

Διαφθορά «χαμηλής» κλίμακας, δηλαδή, με πρωταγωνιστές δημιους λειτουργούς που εκμεταλλεύονταν τους ανύπαρκτους ελεγκτικούς μηχανισμούς ενός ξεχαρβαλωμένου δημόσιου τομέα, αλλά και διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια με πρωταγωνιστές άθλιους μιζαδόρους πολιτικούς.

Τα μηδενικά αντανακλαστικά αυτοκάθαρσης και η εγκληματική αβελτηρία ή ενδεχομένως και η διάθεση συγκάλυψης που υπήρχε στα κόμματα εξουσίας οδήγησαν βαθμιαία στη βαθιά κρίση απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, τη μηδενική εμπιστοσύνη στην πολιτική, στους πολιτικούς, ακόμη και στους θεσμούς.

Με την έλευση της κρίσης στην ευρωζώνη, λίγο μετά την αμερικανική κατάρρευση του 2008, το έδαφος ήταν λοιπόν πολύ γόνιμο στην Ελλάδα για να ανθήσει ο εθνολαϊκιστικός σπόρος. Η φτωχοποίηση των Ελλήνων, που για πρώτη φορά ύστερα από σαράντα τρία χρόνια έβλεπαν το οικοδόμημα της ζωής τους να διαλύεται, έγινε το τραγικό όχημα στο οποίο επιβιβάστηκαν διψασμένες για την εξουσία δυνάμεις, οι οποίες στήριξαν την ιδεολογική τους διείσδυση στον διχαστικό τους λόγο, στην κατεδάφιση του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος και στην υποτιθέμενη δική τους ηθική υπεροχή.

Οταν οι ζωές των ανθρώπων ανατρέπονται βίαια και άδικα, όταν χάνονται κεκτημένα πάνω στα οποία βασίστηκε η διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, τότε η κρίση θολώνει και ο ορθός λόγος υποχωρεί. Η ακραία δημαγωγία, οι πλαστές υποσχέσεις σε συνδυασμό με τον εθνικιστικό παραληρηματικό λόγο που ανυψώνει τους αδούλωτους και περήφανους τίμιους Ελληνες απέναντι στους τοκογλύφους Ευρωπαίους και τους ντόπιους προσκυνημένους συνεργάτες τους συγκρότησαν το αφήγημα πάνω στο οποίο διαμορφώθηκε η πλειοψηφία των δύο εκλογικών αναμετρήσεων του 2015.

Σήμερα, το τέλος των ψευδαισθήσεων με την κατάρρευση της αντιμνημονιακής εθνολαϊκιστικής ρητορείας σηματοδοτεί το τέλος της Μεταπολίτευσης με οδυνηρό μεν τρόπο για τη χώρα και τον λαό μας, αλλά ταυτόχρονα και με έναν τρόπο λυτρωτικό σε ό,τι αφορά την εθνική μας αυτογνωσία, τη συλλογική μας συνείδηση και κρίση.

Η φωτογραφία από τη γιορτή για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο στις 24/7/17 αποτυπώνει το τέλος μιας εποχής που τώρα πια είμαστε σε θέση να αποτιμήσουμε με καθαρότερη σκέψη.

Η Μεταπολίτευση δεν πρέπει να αξιολογείται σε σχέση μόνο με την κατάληξή της, δηλαδή τη χρεοκοπία. Ηταν μια περίοδος δημοκρατίας, προόδου, θεσμικής εμβάθυνσης και εκσυγχρονισμού, δημοκρατικών κατακτήσεων και προόδου. Ταυτόχρονα ήταν και μια περίοδος κατά την οποία ο λαϊκισμός καλλιεργήθηκε και θέριεψε. Μια περίοδος χωρίς κοινωνική λογοδοσία και αξιολόγηση. Μια περίοδος χωρίς επαρκείς δομές και μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, μια περίοδος κατά την οποία η χώρα βαθμιαία αποκήρυξε την έννοια της ελίτ αποστερούμενη την τεράστια προστιθέμενη αξία που η έννοια αυτή προσδίδει. Μια περίοδος κατά την οποία τα θεσμικά και πολιτικά αναχώματα απέναντι στα κρούσματα διαφθοράς υπήρξαν κατώτερα των απαιτήσεων μιας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας.

Το τέλος της Μεταπολίτευσης είναι όμως πλέον γεγονός. Με νου καθαρό μακριά από τον τοξικό διχαστικό λόγο θα πορευτούμε κρατώντας ό,τι θετικό μας κληροδότησε η Μεταπολίτευση και αφήνοντας πίσω μας το μελανό της κομμάτι.