Το αντιπολεμικό μήνυμα της «Ειρήνης» του Αριστοφάνη, διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, κάτι ανάμεσα σε ουτοπία και κυνήγι ευτυχίας, κυριαρχεί στην παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, όπου ο Πόλεμος παραμένει παρών και «πατήρ πάντων». Εργο πολιτικό με κοινωνικές προεκτάσεις και happy end, καταλήγει σε γάμο και γλέντι. Στο έργο, που παίχτηκε για πρώτη φορά στα Μεγάλα Διονύσια του 421 π.Χ. και κέρδισε το δεύτερο βραβείο, ο αθηναίος αγρότης Τρυγαίος, κουρασμένος από τον πόλεμο, αναζητά στον Δία τη λύση και την ειρήνη. Γραμμένη λίγο πριν από τη σύναψης της Νικιείου Ειρήνης και το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, η αριστοφανική κωμωδία ακουμπά στο μεταίχμιο μιας εύθραυστης ισορροπίας, της ισορροπίας πάνω στην οποία κινείται ο κόσμος (μας).

Η «Ειρήνη» ως παράσταση είναι, συνήθως, έργο που απαιτεί έναν πρωταγωνιστή. Ο ρόλος δηλώνεται εξαρχής με κωμική ταυτότητα μια που ο Τρυγαίος μέσα από μια «ηρωική τρέλα» (Ερι Κύργια, δραματολόγος) και μαζί με το σκαθάρι του δεν αφήνει περιθώρια. Εξού και η ηχηρή επιλογή του Τζίμη Πανούση, αυτής της καλλιτεχνικής περσόνας που συνηθίζει να σχολιάζει –με τον δικό της τρόπο πάντα –τα κακώς κείμενα της εποχής και να κάνει σάτιρα. Να όμως που στην προκειμένη περίπτωση, με τον Πανούση να παραμένει το ισχυρό χαρτί της αριστοφανικής κωμωδίας, το αποτέλεσμα είναι συνολικό, ομαδικό.

Η μουσική εκδοχή της «Ειρήνης», κάτι ανάμεσα σε οπερέτα και μουσικό έργο/μιούζικαλ, δημιούργησε ένα ηχητικό σύμπαν, μελωδικό, χατζιδακικής υφής, με την υπογραφή του Νίκου Κυπουργού. Ο συνθέτης έλαβε υπόψη του τόσο τις εναλλαγές ύφους και μέτρου του Αριστοφάνη (από επικό σε λυρικό) όσο και τις εναλλαγές του ίδιου του έργου, ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα μείγμα που εκφράστηκε μέσα από λυρικούς καλλιτέχνες, ηθοποιούς, την περσόνα του Τζίμη Πανούση, την κλασική ορχήστρα και τη τεχνολογία. Η σκηνογραφική αισθητική, της Ελένης Μανωλοπούλου, με το λευκό να δεσπόζει στα κοστούμια (χωρίς να πείσει και το μαύρο της καταστροφής) σε συνδυασμό με την πρωτότυπη εικονική σκηνική παρέμβαση (Στάθης Μήτσιος), οδήγησε το αποτέλεσμα σε θετικά μονοπάτια: κάπου ανάμεσα σε ένα αισθαντικό παρελθόν κι ένα πολυδιάστατο μέλλον.

Tο λιμπρέτο του Δημοσθένη Παπαμάρκου κράτησε το ύφος του αριστοφανικού λόγου, χωρίς να λείπουν οι απαραίτητες επικαιροποίησεις, σεβάστηκε τη δομή και τις αρχές του θεατρικού είδους. Τέλος, η συνολική σκηνοθετική ενορχήστρωση του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη καθόρισε το ισορροπημένο αποτέλεσμα.

Από την πλευρά του ο Τζίμης Πανούσης, εξοικειωμένος με τον αθυρόστομο λόγο του Αριστοφάνη, τον ενσωμάτωσε και τον έκανε δικό του, εκφράζοντάς τον αυτονόητα και κυρίως με ευγένεια και μια φυσικότητα. Ομως και σ’ αυτή τη παράσταση η βωμολοχία, ταυτόσημη μεν με τον ποιητή δημιουργό, χρησιμοποιήθηκε σε όλο της το μήκος και το πλάτος, ξεκινώντας από την υπερβολή στη εισαγωγή. Το θετικό είναι ότι διατηρήθηκε η ποιητική διάσταση του έργου. Ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος ερμήνευσε τον Ερμή με μαεστρία και εξαιρετική υποκριτική ισορροπία. Ο Νίκος Καρδώνης ξεδίπλωσε το ταλέντο του στον ρόλο του δούλου, ο Αιμιλιανός Σταματάκης σκιαγράφησε έναν επιβλητικό Πόλεμο και η μεσόφωνος Ειρήνη Καράγιαννη σιώπησε με τις υψηλές νότες της.