Κατ’ αρχάς θα ήθελα να επιμείνω πάνω στη μόδα, εδώ και χρόνια (με ευρωπαϊκή επιρροή), της εισβολής της λογοτεχνίας, της ποίησης και της πεζογραφίας αλλά και σπάνια της φιλοσοφίας και του δοκιμίου (πρόσφατα θεατροποιήθηκε η «Ασκητική» του Καζαντζάκη) στο θέατρο. Αυτή η μόδα εντάθηκε με το γνωστό θυελλώδες κίνημα του μεταμοντερνισμού, αλλά κυρίως οφείλεται στην έλλειψη νέων ενδιαφερόντων θεατρικών κειμένων. Ετσι το θέατρο στράφηκε στη μεγάλη δραματουργική κληρονομιά και ερμήνευσε με νέα ματιά τα κλασικά κείμενα και κατέφυγε στις νέες τεχνολογικές συνταγές (σινεμά, τηλεόραση, βίντεο κ.λπ.) και βέβαια στη λογοτεχνία. Οι νέες τέχνες χωρίς αμφιβολία, κάθε εποχή, εμπλουτίζουν τις δυνατότητες των παραδοσιακών τεχνών. Κι όχι μόνο. Και τα νέα γενικότερα τεχνικά επιτεύγματα. Δεν άλλαξε η δραματουργία με την επιρροή που άσκησε πάνω της ο κινηματογράφος –αλλά π.χ. και η εισβολή του ηλεκτρισμού στη ζωή του ανθρώπου.

Αλλά ας γυρίσω στην επέλαση της πεζογραφίας κυρίως στο θέατρο.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διαπιστώσουμε πως ο λόγος που θέατρο και πεζογραφία έχουν ως αφετηρία ένα κείμενο γραπτό δεν αρκεί για να δημιουργήσει ταυτότητες. Εχω κι άλλοτε εξηγήσει πως η μέγιστη διαφορά ουσίας είναι πως δεν συμπίπτουν οι χρονώσεις των δύο κειμένων. Σκεφτείτε πώς η τραγωδία γεννήθηκε, το πρώτο θεατρικό δρώμενο στον κόσμο, όχι βέβαια από την πεζογραφία, ούτε καν από το έπος, δηλαδή την έμμετρη αφήγηση γεγονότων του παρελθόντος. Το θέατρο γεννήθηκε, όπως έξοχα πρώτος ψυχανεμίστηκε ο Νίτσε, από το πνεύμα της μουσικής είτε αυτή η μουσική ήταν ο φόβος, η ικεσία, η ευγνωμοσύνη, η παράκληση, το μίσος κ.λπ. που ο περιδεής άνθρωπος απηύθυνε στον θεό και ζητούσε τη συνδρομή του ή εξέφραζε τη λατρεία του. Και όλα αυτά διαδραματίζονταν (για να κάνω πρωθύστερο τον «όρο») εδώ και τώρα. Δεν ήταν αφήγηση. Ηταν, για να θυμηθούμε την ουσία της λέξεως, λειτουργία, μια τελετουργία του παρόντος ζώντος λαού. Ακόμη κι όταν το επικό στοιχείο εισέβαλε στη θεατρική πράξη ως αγγελία, ο γράφων π.χ. επαρχιώτης έφηβος σε δύσκολες εποχές «έμαθε» θέατρο από το ραδιόφωνο!

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ. Τώρα υπάρχουν συνάνθρωποι που ανακαλύπτουν τη μεγάλη μας λογοτεχνική παράδοση από σκηνής. Κάποιος σκηνοθέτης και κάποιος ηθοποιός, αντί της κλασικής αριστοτελικής θεμελίωσης («μίμησις πράξεως ζώντων») που ζητούσε μια αναπαράσταση της ζωής, έρχονται και «διαβάζουν» δημόσια ένα λογοτεχνικό αριστούργημα. Μεσολαβούν ως επαγγελματίες αναγνώστες ανάμεσα στον συγγραφέα και το κείμενό του και το κοινό. Παρακαλώ ας μην υπάρξει παρεξήγηση με τις διασκευές πεζών κειμένων σε θεατρικά έργα. Είναι άλλο πράγμα η δουλειά που επανειλημμένως έκανε ο Ξενόπουλος που τα διηγήματά του τα μεταποιούσε σε τρίπρακτα δράματα, π.χ. τη «Στέλλα Βιολάντη», και άλλο πράγμα αν ένας ηθοποιός ανέβει στη σκηνή και «διαβάσει» το διήγημα από το οποίο προέκυψε το αριστούργημα του Ξενόπουλου («Ερως εσταυρωμένος»). Διότι, όπως αντιλαμβάνεστε, το διήγημα, το μυθιστόρημα και το θεατρικό έργο μπορεί να έχουν το ίδιο πρωτογενές υλικό, την ίδια «υπόθεση», αλλά διαφέρει ο τρόπος έκθεσής του. Παιδαγωγικά δεν θα μπορούσε να διαφωνήσω ένα βιαστικό ή με έλλειμμα παιδείας κοινό να μεταλαμβάνει των μεγάλων πεζογραφικών μας κειμένων με τη μεσολάβηση της θεατρικής τεχνικής. Στα νιάτα μας ακούγαμε την Παξινού στο ραδιόφωνο να διαβάζει «Φόνισσα», τον Κωτσόπουλο «Πριγκηπέσα Ιζαμπώ», τον Νίκο Παρασκευά τον «Ζητιάνο» κ.λπ. Αρα, τότε το ράδιο, τώρα το θέατρο αναπληρώνουν το έλλειμμα παιδείας. Ανεκδοτολογικά αναφέρω πως συνάδελφος στην εκπαίδευση με θητεία 20 ετών με πληροφόρησε πόσο σπουδαίος πεζογράφος ήταν ο Βιζυηνός επειδή για πρώτη φορά στη ζωή του ήρθε σε επαφή μαζί του ακούγοντάς τον να τον διαβάζει η Αννα Κοκκίνου! Και να σκεφτεί κανείς πως ολόκληρο διήγημα του Βιζυηνού υπήρχε στα σχολικά εγχειρίδια, αλλά δεν διδασκόταν την εποχή που είχε εξορκιστεί κάθε κείμενο στην καθαρεύουσα. Φτου κακά! Και κανείς δεν συνειδητοποιούσε πως Ροΐδης, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης είναι οι σημαντικότεροι έλληνες πεζογράφοι και όλοι τους είναι καθαρεύοντες γλωσσικά. Δυστυχώς κάποιοι μπουμπουνοκέφαλοι αποφάσισαν να ευνουχίσουν την ελληνική λογοτεχνική παράδοση.

Παρ’ όλες λοιπόν τις αντιρρήσεις μου, καθαρά θεωρητικές, για την εισβολή της πεζογραφίας στο θέατρο, ότι υπάρχει σήμερα κοινό που πληρώνει για να του «διαβάσουν» ταλαντούχοι ηθοποιοί δημόσια ό,τι οι πρόγονοί τους διάβαζαν στο φως του γκαζιού ή της λάμπας πετρελαίου το θεωρώ ευοίωνο.

Ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός έχουν γίνει πλέον θεατρικό μπεστ σέλερ. Και υποκαθιστούν το σχολείο. Αλήθεια, εδώ και τόσα χρόνια που έχουν εισαχθεί στις Πανελλαδικές Εξετάσεις και θέματα με κείμενα λογοτεχνίας, έχετε ακούσει να έχουν ζητηθεί να εξεταστούν οι υποψήφιοι σε κείμενο του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Μητσάκη, του Βιζυηνού που υπάρχει στο εγχειρίδιο; Φτου κακά!

Αρα, εντέλει, οφείλουμε χάριτες στους έλληνες θεατρανθρώπους που υποκαθιστούν τον δάσκαλο και την πολιτεία.

Ο Βιζυηνός υπήρξε ένας μεγάλος πεζογράφος και είναι από τους πρώτους που έσπασαν τη νεοελληνική ιδεοληψία ότι η ηθογραφία είναι γραφικότητα. Λίγοι γνωρίζουν άλλωστε πως ήταν ο πρώτος Ελληνας που στο Ωδείο Αθηνών από το 1890 δίδασκε Ιστορία Θεάτρου και Δραματολογία στη Σχολή Δραματικής Τέχνης. Εξάλλου λίγοι γνωρίζουν πως το Ωδείο Αθηνών έχει επίσημο χαρακτηρισμό «Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος». Δίδαξαν εκεί οι μεγάλοι Θωμάς Οικονόμου, Βεάκης, Ροντήρης, Φώτος Πολίτης, Μυράτ. Ο Βιζυηνός μας άφησε έξοχα πεζά ανεπανάληπτης γλωσσικής ευφορίας και γλωσσικής μουσικής! Αυτή τη μουσική του πεζογραφήματος (αυτοβιογραφικού) του Βιζυηνού «Το μόνο της ζωής του ταξείδιον» αξιοποίησε ο Δήμος Αβδελιώδης, ένας μανικός καλλιτέχνης που θύει και απολύει στη γλώσσα (έχει ασχοληθεί με τον Καραγκιόζη, τον Μακρυγιάννη, τον Μητσάκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Βάρναλη κ.λπ.).

Με τη συνοδεία ενός μουσικού επί σκηνής (του Αλέξανδρου Αβδελιώδη) οδήγησε την αποκαλυπτικά ώριμη Ιωάννα Παππά να αποδώσει τον λόγο του Βιζυηνού με ένα σπάνιο και εξαίσιο τρόπο δημόσιας ανάγνωσης νεοελληνικού κειμένου. Η λέξη, η συλλαβή, η φράση αποτελούν φθογγόσημα αλλά μελίσματα με νόημα. Διότι διερευνάται ο τρόπος που η σημασία μιας λέξης αφομοιώνεται από τον ακροατή – θεατή ως μουσικό σήμα που επαληθεύει το νόημα. Τα προβλήματα αυτά τα έθεσε για πρώτη φορά μεγαλοφυώς ο Πλάτων στον «Θεαίτητο». Την ταύτιση ή όχι του σημαίνοντος με το σημαινόμενο.

Χάρηκα τη δουλειά του Αβδελιώτη και της Παππά, αλλά τη χάρηκαν και οι τυχεροί ακροατές – θεατές στην Ηλιούπολη, που οι περισσότεροι μυήθηκαν στον μεγάλο Λόγο που τους στέρησε το σχολείο.