Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν τα βιβλία του δεν είχαν ακόμα ξεπεράσει τα σύνορα της πατρίδας του και η συγγραφική του δεινότητα δεν είχε βραβευτεί με το σημαντικότερο βραβείο στην επικράτεια της λογοτεχνίας, ο Ορχάν Παμούκ συνάντησε στο μέρος όπου παραθέριζε έναν «πηγαδά» με τον βοηθό του την ώρα που έσκαβαν για νερό. Αν και απορροφημένος τότε από τη συγγραφή του «Μαύρου βιβλίου» (στα ελληνικά από την Ωκεανίδα), ο Παμούκ ενδιαφέρθηκε για το φθίνον επάγγελμα της διάνοιξης φρέατος και γνώρισε καλύτερα τους δύο μάστορες.

Τριάντα χρόνια μετά, η τέχνη τους, η άσκησή της από τον μυθιστορηματικό μάστορα Μαχμούτ και τον παραγιό του Τζεμ, αποτελεί τον κεντρικό άξονα του τελεταίου πονήματος του Παμούκ «The Red-Haired Woman», στο φόντο του βιβλίου, όμως παράλληλα υπάρχει και ο μύθος του πατροκτόνου Οιδίποδα καθώς κι εκείνος του παιδοκτόνου Ροστάμ από το «Σαχναμέ», το ιρανικό έπος του ποιητή του 10ου αιώνα Φερντοσί. Ο Τζεμ, που υπολήπτεται τον Μαχμούτ σαν να είναι ο απών πατέρας του, αγαπά μια μεγαλύτερή του γυναίκα, παλιά ερωμένη του χαμένου γονιού του και κάπως έτσι το βιβλίο καταπιάνεται με τη σχέση πατεράδων και γιων, με τον απολυταρχισμό και την ατομικότητα, με την ταυτότητα των ανθρώπων και την αυθεντικότητά τους.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στους «Financial Times», ο Παμούκ εξηγούσε πως το μυθιστόρημά του φυσικά και «γεννήθηκε» από την αίσθηση απώλειας του δικού του πατέρα. «Ο πατέρας μου εξαφανιζόταν συχνά, όπως ο πατέρας στο «The Red-Haired Woman» και το περισσότερο διάστημα ένιωθα και χαρούμενος και λυπημένος για αυτό». «Χαρούμενος γιατί η μητέρα μου αφοσιωνόταν σε μένα και στον αδερφό μου. Λυπημένος γιατί σε εκείνη την περίοδο της ζωής μου χρειαζόμουν έναν πατέρα, την παρουσία του. Την αναζητάς αυτή την εξουσία, αισθάνεσαι χαμένος, αισθάνεσαι την ανάγκη κάποιου που θα σου μιλήσει για όσα πράγματα πρέπει ή δεν πρέπει να κάνεις: για την τέχνη, την ζωγραφική, το να το σκας από το σχολείο, τα αμαρτήματα, τα ταμπού».

Η ΤΟΥΡΚΙΑ. Ο πατέρας του βέβαια ή η απουσία του δεν ήταν η μόνη επιρροή του. «Είμαι Τούρκος και τα πάντα σχετίζονται με την πολιτισμική ιστορία», έλεγε ο Παμούκ στους «Financial Times». «Η γεωγραφική θέση της Τουρκίας, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, είναι και η φιλοσοφική της θέση, επηρεασμένη από δύο πολιτισμούς. Τα πολιτικά κόμματα εδώ ισχυρίζονται ότι ο ένας πολιτισμός είναι καλός και ο άλλος κακός. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια πολύ μεγάλη και κακή στιγμή στην τουρκική Ιστορία. Ισως το 50% του έθνους να θέλει να ξεφορτωθεί το άλλο 50% για πράγματα που συνδέονται με εκφάνσεις πολιτισμού, ζωής θρησκείας, κειμένων». Μιλώντας για την περσινή απόπειρα πραξικοπήματος στη χώρα του, παραδέχθηκε ότι του φάνηκε παράξενο που ο στρατός ως προμαχώνας του κοσμικού κράτους που δημιούργησε ο Κεμάλ Ατατούρκ επέτρεψε τη διείσδυση στις τάξεις του ενός ισλαμικού κινήματος υπεύθυνου, σύμφωνα με την κυβέρνηση, για την προσπάθεια ανατροπής της και ελεγχόμενου από τον Φετουλάχ Γκιουλέν: «Είχα τη μάταιη ελπίδα ότι ο στρατός θα προστατεύσει τον εαυτό του. Κι έπειτα μάθαμε ότι οι πραξικοπηματίες τοποθετήθηκαν στον στρατό από το κυβερνών κόμμα».

Εχοντας και ο ίδιος κυνηγηθεί από το καθεστώς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Παμούκ φαίνεται σήμερα να ταλαντεύεται μεταξύ προφανούς απαισιοδοξίας και διακηρυγμένου οπτιμισμού. Οι δεκάδες χιλιάδες διωγμένοι ή φυλακισμένοι από το καθεστώς τού προκαλούν τρόμο. Οχι μόνο για το πλήθος τους, αλλά και γιατί καθένας από αυτούς ενδέχεται να μην μπορέσει ποτέ ξανά να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. «Κάτι τέτοια συνθλίβουν την ψυχή σου και δεν μπορείς να τα αποδεχτείς», έλεγε στη συνέντευξή του. «Αυτή την περίοδο εργάζομαι πιο σκληρά από ποτέ, ξέρετε γιατί; Ισως γιατί προσπαθώ να ξεφύγω από τα γεγονότα. Εργάζομαι σκληρά με πολύ μεγάλη επιτυχία, το κάνω όμως για να ξεφύγω από τα γεγονότα. Αισθάνομαι ένοχος. Είμαι εκτός φυλακής. Νιώθεις ένοχος χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο. Ολοι οι διανοούμενοι φίλοι μου αισθάνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο».

Εστω κι έτσι, ο Ορχάν Παμούκ αμφιβάλλει ότι ο Ερντογάν θα κατορθώσει να απομακρύνει την Τουρκία από το κοσμικό όραμα των ιδρυτών της. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε να διοικήσει ένα μικρότερο και σχετικά ομογενές έθνος. Ο Ερντογάν κυβερνά μια μεγαλύτερη, πλουσιότερη και πιο ποικιλόμορφη χώρα. Η οικονομική ανάπτυξη στα χρόνια του ξεπερνά κατά πολύ εκείνη των πρώτων δεκαετιών στη ζωή του Παμούκ. «Ο Ερντογάν έκανε τη χώρα πιο πλούσια κι έτσι δημιουργήθηκαν νέα μεσαία στρώματα που δεν ανέχονται άλλο τα νταηλίκια του» εξηγούσε ο συγγραφέας. Ισως σε αυτό το οξύμωρο να βασίζει και την αισιοδοξία του: «Πρέπει να μάθεις να είσαι αισιόδοξος για να επιβιώσεις εδώ, ειδικά τώρα που στην πολιτική τα πράγματα είναι τόσο άσχημα» κατέληγε. «Η αισιοδοξία μπορεί να μην είναι πάντα λογική ή εμπειρικά τεκμηριωμένη. Βασίζεται όμως στην επιθυμία να συνεχίσεις να ζεις σε αυτήν τη χώρα».