Οσοι γνώριζαν τον μέγιστο ενδυματολόγο Αντώνη Φωκά μιλάνε για την παροιμιώδη σεμνότητα που τον χαρακτήριζε. Είναι ο λόγος που μας κάνει ιδιαίτερα ευτυχείς το κείμενο ενός σημερινού του συναδέλφου, αλλά και σπουδαίου ζωγράφου, του Γιάννη Μετζικώφ, καθώς ισόποσα το μοιράζει ανάμεσα στην τεράστια Μαρία Κάλλας, τον αλησμόνητο Αλέξη Μινωτή και τον μυθικό ενδυματολόγο, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα πόσο ακατάλυτη παραμένει η συνέχεια σε όλες της μορφές τέχνης στην Ελλάδα.

Μια φωτογραφία. Τρία πρόσωπα. Και ο χρόνος. Στις 24 Αυγούστου, πριν από 57 χρόνια, η Μαρία Κάλλας ερμήνευσε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου τη «Νόρμα» του Μπελίνι, σκηνοθετημένη από τον Αλέξη Μινωτή, σκηνογραφημένη από τον Γιάννη Τσαρούχη και ντυμένη υπέροχα, με βαριά μεταξωτά φορέματα, απαράμιλλης κομψότητας και μεγαλοπρέπειας, που σχεδίασε γι’ αυτήν ο Αντώνης Φωκάς. Πώς ήταν τα κοστούμια αυτά; Ηταν λευκά ή κανελιά, σε αποχρώσεις του κάστανου ή βαθύ πρασινομπλέ, χωρίς πολλά στολίσματα, με βαθιές πτυχώσεις γύρω από τη λεπτότατη μέση της.

Στο σκηνοθετικό του σημείωμα ο Αλέξης Μινωτής γράφει: «Τα ρούχα του Αντώνη Φωκά, εργασμένα από ελληνικό κουκουλάρικο, κατά το περισσότερο μέρος τους, ξεφεύγουν από το καθαρώς ιστορικό και ηθογραφικό ένδυμα της εποχής και προσαρμόζονται περισσότερο στο μεσογειακό μας κλίμα, που είναι σίγουρα και το κλίμα της μουσικής του Μπελίνι».

Τι σημαίνει για έναν σπουδαίο εικαστικό του θεάτρου, αυτόν που έθεσε τις βάσεις για την τέχνη της ενδυματολογίας στην Ελλάδα, να ασχοληθεί με την όψη της σπάνιας αυτής γυναίκας και μέσα από το σκηνοθετικό όραμα του Μινωτή να τη μεταμορφώσει, ανοίγοντάς της δραματουργικά ακόμα μια πόρτα να μπει στον ρόλο; Τι σημαίνει για μας τώρα αυτή η ιστορική συνάντηση γιγάντων σε μια φωτογραφία;

«Η Κάλλας», όπως γράφει ο Γιάννης Τσαρούχης, «ήταν μια γυναίκα που γνώριζε την κλασική εποχή και διέθετε καταπληκτική διεισδυτικότητα και ένστικτο. Η διαίσθησή της δεν την άφηνε να κάνει λάθος. Ηξερε ποιο είναι το σωστό πράγμα για κάθε στιγμή. Ενθουσιαζόταν με τη σωστή ιδέα». Ο Αντώνης Φωκάς δεν είχε απλώς να σχεδιάσει τρία κοστούμια για τη «Νόρμα» του Μπελίνι που ζητά ο ρόλος. Το άστρο της Κάλλας είχε ανατείλει και όπου εμφανιζόταν έφερνε έναν αέρα μοντερνισμού σε κάθε ερμηνεία της. Ηταν αιρετική και ικανή να ελέγξει κάθε λεπτομέρεια που θα βελτίωνε την εμφάνισή της. «Ηταν μέσα στο πνεύμα του κάθε ρόλου. Χρειαζόταν το κοστούμι για να περάσει στην τραγική της δημιουργία» γράφει ο Τσαρούχης. Πόσο δύσκολο. Φαντάζομαι τον Φωκά να στέκεται μπροστά της, ευγενής και συνεσταλμένος όπως πάντα, ακούγοντάς την να του περιγράφει τις δραματουργικές της ανάγκες. Τον φαντάζομαι γοητευμένο και πρόθυμο μπροστά στη μεγαλύτερη λυρική καλλιτέχνιδα όλων των εποχών, να καταθέτει ευφάνταστες ιδέες και τις αυθόρμητες και πρωτότυπες σκέψεις του, ακούγοντας τα λόγια της, που πάντα έδειχναν την ανάγκη της να πηγαίνει τα πράγματα λίγο πιο πέρα. «Θα πέθαινα από πλήξη», είπε κάποτε, «αν ήμουν υποχρεωμένη να επαναλαμβάνω κάθε φορά ένα ακριβές μοντέλο. Γιατί η ομορφιά της παράστασης συνίσταται σε άπειρες μικρές προϋποθέσεις, που πρέπει όμως όλες να είναι αυθεντικό προϊόν της στιγμής». Η συνεργασία τους, στενή. Συχνά η εικόνα πλάθεται στις πρόβες. Η Κάλλας ήξερε να διαλέγει τους συνεργάτες της, βασιζόταν σ’ αυτούς και ανέπτυσσε αναμφισβήτητες φιλίες. Μέσα στις συνεργασίες οι σχέσεις κερδίζονται.

Γιατί άραγε η ίδια η Μαρία Κάλλας ζήτησε το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου για να τραγουδήσει τη «Νόρμα»; Ηδη η λαμπερή τροχιά τής καριέρας της είχε απογειωθεί και το διεθνές κοινό της όπερας υποκλινόταν μπροστά της. Ηταν περιζήτητη και μπορούσε να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε θέατρο του κόσμου ήθελε. Ισως γιατί από τη μια η Επίδαυρος είναι από μόνη της ένα συγκλονιστικό μνημείο με εξαιρετική ακουστική και σπάνια ομορφιά. Από την άλλη, η Κάλλας δεν προσπέρασε ποτέ τις ελληνικές της καταβολές και αυτό το επαναλάμβανε πάλι και πάλι παντού όταν μιλούσε –«είμαι Ελληνίδα και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ». Εκείνο το βράδυ ο αρχαιολογικός χώρος της Επιδαύρου έμοιαζε να συνεχίζεται μέσα στα σκηνικά του Τσαρούχη, το τοπίο τύλιγε μαγικά την παράσταση και όταν βγήκε έμοιαζε να αναδύεται από το πένθος των ερειπίων της ορχήστρας, όσοι το θυμούνται δυο λευκά περιστέρια αφέθηκαν να πετάξουν ελεύθερα όταν τραγούδησε την άρια «Κάστα Ντίβα», ενώ το ενθουσιασμένο κοινό την αποθέωσε στο τέλος της βραδιάς καλώντας τη να υποκλιθεί δέκα φορές. Η διαίσθησή της για την επιλογή του αρχαίου θεάτρου και των συνεργατών της την είχε δικαιώσει.

Και μια προσωπική εμπειρία. Πολλά χρόνια πριν, θυμάμαι μια εμπειρία που είχα με μια άλλη σπουδαία λυρική τραγουδίστρια, την Γκένα Ντιμιτρόβα. Επιφυλακτική, σχολαστική και απρόσιτη, ζήτησε, μετά τη γνωριμία μας, από τον σκηνοθέτη να κάνει πρόβα με το κοστούμι της παράστασης που ήδη της είχα ετοιμάσει. Θυμάμαι το χαμόγελό της όταν το είδε, την έκπληξη, το βλέμμα της, μια αγκαλιά ενθουσιασμού, αλλά περισσότερο από όλα θυμάμαι την αγωνία μου, όχι τόσο να φτιάξω ένα ωραίο κοστούμι για τη λαίδη Μάκμπεθ όσο κάτι που να εναρμονίζεται αφενός με όσα ζητούσε ο ρόλος, αλλά και με τον ψυχισμό, την έσω κατάσταση και την προσωπικότητα της καλλιτέχνιδας που θα το φορέσει, κάτι που πρέπει να γίνεται αμέσως αντιληπτό, ένα κοστούμι που θα μπορούσε να έχει διαλέξει η ίδια, ζωισμένο, αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς της, καταδικό της. Και αυτό είναι πραγματικά δύσκολο, να μπορέσουν οι καλλιτέχνες να νιώθουν τα κοστούμια τους προσωπικά τους και εργαλεία της παράστασης που θα δουλέψουν.

Τίποτα δεν έχει μείνει από αυτή την ιστορική συνεργασία. Κάποια προγράμματα; Σκόρπιες φωτογραφίες; Αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών; Τα δυο από τα τρία κοστούμια της; Ολα πολύ λίγα για να περιγράψουν μια αλησμόνητη παράσταση.

Βλέποντας αυτή τη σπάνια φωτογραφία, νιώθεις πως όλα όσα σκέφτονται για την παράσταση που μέλλεται να κάνουν πλανιούνται ακόμα στον αέρα. Μοιάζουν να λεν μια τελευταία καληνύχτα, ύστερα από κουβέντες, σχέδια, ιδέες και προγραμματισμούς ωρών. Τελικά ίσως και άθελά σου καταλαβαίνεις πόσα πολλά οφείλουμε στα όνειρα των άλλων που πάνω στα ίχνη τους πατάμε. Εξάλλου έτσι είναι η τέχνη. Προχωρά μπροστά, έχοντας πάντα στραμμένο το βλέμμα προς τα πίσω.