Σ ε λίγες ημέρες η Θεσσαλονίκη θα φιλοξενήσει ένα μεγάλο φεστιβάλ για το τατουάζ και την παρουσία του στις βαλκανικές χώρες. Καλλιτέχνες από ελληνικά στούντιο τατουάζ, μαζί με ειδικούς του χώρου από το εξωτερικό, θα αναμειχθούν με τους θαυμαστές τους, με μουσικούς, με καλλιτέχνες και με όσους παρακολουθούν σχολαστικά αυτό το φαινόμενο που μετατρέπει το σώμα σε φορέα μηνυμάτων ή σε εκθεσιακό χώρο μιας ιδιότυπης συλλογής δημιουργικών έργων. Στις μέρες μας, λέει το μήνυμα, το τατουάζ μετασχηματίζεται σε πεδίο καλλιτεχνικής δημιουργικότητας και εικαστικής αναζήτησης. Γίνεται μία εντυπωσιακή γενεαλογία εικόνων. Ενα αρχείο σημείων και συμβόλων προσωπικών. Η παράδοση του ιαπωνικού τελετουργικού τατουάζ στα μέλη του υποκόσμου της Γιακούζα διαπέρασε τον χρόνο και τις ηπείρους και έγινε ένα από τα πιο περίτεχνα είδη. Ακολούθησαν και άλλες σχολές δερματοστιξίας, όπως τα σύμβολα των αυτοχθόνων του Αμαζονίου, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας (τα λεγόμενα tribal), τα σχέδια της αμερικανικής εικονογραφίας των 50s (old school), τα σύγχρονα φωτορεαλιστικά, τα ασπρόμαυρα γραμμικά και τα ακόμη νεότερα γραμμικά (dots and lines) που δημιουργούν τα νέα ρεύματα της αυξανόμενης ζήτησης.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΕΛΑΣ. Ο εικαστικός Γιάννης Βαρελάς εξηγεί ότι συνηθίζει κάποια από τα σχέδια που έχει δουλέψει στους ζωγραφικούς του πίνακες να τα απομονώνει για να τα κάνει τατουάζ στα χέρια του. Ενας κάκτος σε γλάστρα, ένας χαρταετός, μία μαργαρίτα ή ένα σπιτάκι μπορεί να μοιάζουν πάνω στα χέρια του καλλιτέχνη με ασύντακτες ζωγραφικές ενός νηπίου. Ο ίδιος όμως εξηγεί ότι «η παιδικότητά τους λειτουργεί ως συμπυκνωμένη αφήγηση κάποιων περιστατικών που διηγούνται στον θεατή τους συμβάντα της δικής μου ζωής, επομένως και του χαρακτήρα μου. Το γεγονός ότι σπάνε το τυπικά ωραίο ύφος των σχεδίων είναι το σχόλιό μου σε αυτή τη γενικευμένη ιδέα για το πώς πρέπει να δείχνει ένα τατουάζ». Οι αγγελίες στον πίνακα αναρτήσεων στους χώρους της Σχολής Καλών Τεχνών της Πειραιώς, όπου πολλοί σπουδαστές δηλώνουν τις ικανότητές τους σε τεχνικές τατουάζ, βεβαιώνουν ότι ο σύγχρονος σχεδιαστής τατουάζ μπορεί να είναι ταυτόχρονα και εικαστικός. Η εισαγωγή του «tattoo» ως μορφή τέχνης στην Καλών Τεχνών της Αθήνας έγινε πέρυσι από τον Αντώνη Ντζεγκουτάνη και την παρουσίαση της πτυχιακής του εργασίας σε αυτό το θέμα. Αφού υποστήριξε στους καθηγητές του ότι το σώμα είναι σαν πάπυρος ή σαν ένα βιβλίο της ζωής και ότι κάθε τατουάζ δημιουργεί έναν διαφορετικό και μοναδικό τρόπο έκφρασης για τον καθένα μας, σήμερα υπογράφει τη δουλειά του και την παρουσιάζει στο facebook ως Koukos Jeg.

Ο Βασίλης Π. Καρούκ είναι ένας από τους καλλιτέχνες που παράλληλα με τη ζωγραφική εργάζεται και σε κατάστημα τατουάζ στην Αθήνα. Το ενδιαφέρον του και οι γνώσεις του πάνω σε αυτήν τεχνική δείχνουν σε ποιο βαθμό η εικαστική παιδεία ενός δημιουργού προσδίδει ποιότητα έργου τέχνης στα σχέδια που εκτίθενται μόνιμα στο ίδιο σημείο του σώματος. «Το σώμα είναι ένας καμβάς με περιοριστικούς όρους για να ζωγραφίσεις κάτι δικό σου πάνω σε αυτό. Πρέπει ο κάτοχός του να σε εμπιστευτεί και να παρέμβεις στο σώμα του, ώστε να δημιουργήσεις κάτι που εκείνος έχει σκεφτεί αλλά και που προσωπικά θα απολαύσω καθώς θα το ζωγραφίζω». Ενα από τα πιο αγαπημένα του είναι το σχέδιό του εμπνευσμένο από τον Αλμπρεχτ Ντίρερ. Ως έμπειρος του είδους με το όνομα milky έκανε τατουάζ στη δεξιά ωμοπλάτη ενός πελάτη που του ζήτησε τους τέσσερις ιππότες της Αποκάλυψης. Ως Καρούκ σκέφτηκε τη γραμμοσκίαση στο χαρακτικό έργο γερμανού καλλιτέχνη του 16ου αιώνα. Είχε ήδη προηγηθεί το 2006 η έκθεση «Tattoo my art» στον χώρο της γκαλερί a.antonopoulou, σε επιμέλεια Νάντιας Αργυροπούλου, όπου είχε συμμετάσχει μαζί με άλλους εικαστικούς καλλιτέχνες και ειδικούς του τατουάζ. Ως φαινόμενο της ποπ κουλτούρας, το τατουάζ είναι πλέον εξαιρετικά δημοφιλές, ιδιαίτερα σε νεανικές ηλικίες, σε αγόρια και κορίτσια που ξεκινούν να «χτυπάνε» ένα διακριτικό μικρό σημάδι, με το οποίο δηλώνουν το ίχνος μιας εμπειρίας περάσματος προς ένα επόμενο στάδιο ωριμότητας. «Σέβομαι την πρακτική του τατουάζ, το θεωρώ ως επανα-οικειοποίηση του σώματος, του δέρματος, του εαυτού μέσω ενός προσωπικού σημαδιού ή εμβλήματος. Ιδιαίτερα έπειτα από τη θλιβερή αδυναμία να φοράς στο παντελόνι σου τις διαφημίσεις άλλων ανθρώπων» σημειώνει στο «Malfeasance» ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Σερ, στο δοκίμιό του για τη σύγκρουση φύσης και πολιτισμού.