Τόσο περισσότερο μεγαλώνει η αξία μιας παλιάς φωτογραφίας όσο περισσότερο μας προκαλεί να κάνουμε υποθέσεις σε σχέση με τα πρόσωπα που απεικονίζονται, για τη ζωή και την εξέλιξή τους. Και όσο προβληματικότερες είναι οι υποθέσεις τόσο συναρπαστικότερη γίνεται η φωτογραφία, αφού μπορείς να της αποδώσεις όποια εκδοχή σου φαίνεται η πιο ενδιαφέρουσα. Οπως ακριβώς με το κείμενο του πεζογράφου Φιλιππου Δ. Δρακονταειδή, που κατορθώνει τα πραγματικά περιστατικά να τα συνθέτει ως γνήσια μυθοπλασία.

Στις 14 Οκτωβρίου 1788, ημέρα κατά την οποία τιμάται η μνήμη του Αγίου Ιγνατίου, ο κόμης Στέφανο Μεσσάλα δεν έδειξε να ταράζεται από την ανακοίνωση του υπηρέτη του ότι εκπρόσωπος της πρεσβείας της Ισπανίας στη Ρώμη περίμενε στην είσοδο να ευαρεστηθεί ο κύριος κόμης να τον δεχτεί ώστε να του παραδώσει ένα σπουδαίο έγγραφο. Επρόκειτο για την απόφαση του ισπανικού θρόνου να αναλάβει ο κόμης το υποπροξενείο της Ισπανίας στη Ζάκυνθο. Τα οφέλη ήταν πολλαπλά: απονομή διπλωματικού τίτλου, ζηλευτή οικονομική απολαβή, άμεση αναχώρηση από τη Ρώμη ώστε να μην αντιληφθούν οι πιστωτές ότι θα έχαναν τα λεφτά τους.

Η θητεία του κόμη Στέφανο Μεσσάλα στη Ζάκυνθο διήρκεσε είκοσι ένα χρόνια, ώς το 1809, και δεν θα υπήρχε λόγος να μην παραταθεί, αν ο κόμης δεν είχε εκφραστεί υπέρ των γάλλων δημοκρατικών, αν δεν πρόσφερε διευκολύνσεις σε λογής λογής ελευθεροτέκτονες, σε καταζητούμενους και σε ρωμιούς κήρυκες της ελευθερίας του Γένους των Ελλήνων. Η προσωπική ζωή του μπορεί να σκανδάλιζε, το πάθος της χαρτοπαιξίας ήταν ανεκτό αφού ικανοποιούσε τους τοκογλύφους δανειστές του, ενώ ταυτόχρονα μεριμνούσε για την αγωγή των παιδιών του, προς εξασφάλιση των οποίων είχε αγοράσει μεγάλες εκτάσεις γόνιμης γης σε μικρή απόσταση από την πόλη της Ζακύνθου. Για τους γηγενείς ήταν ο «κόντε Μεσσαλάς» και ο τόπος της περιουσίας του λεγόταν πια «στου Μεσσαλά».

Η φωτογραφία που έχουμε μπροστά μας χρονολογείται το 1928. Στο κέντρο η κυρία Μαίρη, δασκάλα, απόφοιτος του Αρσακείου Πατρών, φέρει δαχτυλίδι στον παράμεσο του αριστερού χεριού της. Τότε ήταν 35 ετών, πολύ αργότερα άρχισε να κρύβει την ηλικία της, επιμένοντας πως ήταν «όσο φαινόταν». Και είναι αλήθεια πως ώς τα βαθιά γεράματά της είχε πρόσωπο λαμπερό, μάτια γκρίζας γάτας. Μπροστά της, η πρωτότοκη Λέλα με λευκό φόρεμα, στη μέση η Νανά με δαντελένιο κολαρίνο στο φόρεμά της, δίπλα στη Νανά ο Γιάννης, ο μοναχογιός. Αγνωστο το αγόρι δίπλα στον Γιάννη, στην μπουτονιέρα του όμως διακρίνεται λευκό άνθος. Στη δεύτερη σειρά, ανάμεσα στην κυρία Μαίρη και στο άγνωστο αγόρι, ο Διονύσιος, σύζυγος της κυρίας Μαίρης, δάσκαλος, απόφοιτος μετ’ επαίνων του Σχολαρχείου Κερκύρας, φοράει λευκό πουκάμισο και φέρει λαιμοδέτη. Ο πατέρας των παιδιών, εννοείται. Εννοείται επίσης πως είναι βέβαιο ότι του μοιάζουν, ας μοιάζουν εξίσου στην κυρία Μαίρη. Το μουστάκι του άντρα στην αριστερή πλευρά της φωτογραφίας είναι ίδιο στην κόψη και στη φτιαξιά με το μουστάκι του Διονύσιου, εξού και το συμπέρασμα ότι πρόκειται για τον μεγαλύτερο αδερφό, τον Νικόλα, ο οποίος έχει το πουκάμισό του κουμπωμένο ώς πάνω. Οσο για τον άντρα που στέκει πίσω από την κυρία Μαίρη, η υποψία μουστακιού ίδιου στην κόψη και στη φτιάξη με το μουστάκι του Διονύσιου και του Νικόλα επιτρέπει την υπόθεση ότι είναι ο έτερος αδερφός, ο νεότερος, ο Παναγιώτης.

Αυτή είναι η οικογένεια Τριβιζά, ιταλικής καταγωγής κατά τους ιστορικούς, από την πόλη Τρεβίζο, κάποιοι υποστήριξαν πως το όνομα προέρχεται από τους Τρεβιζάν, δόγηδες της Βενετίας. Οσο για την κυρία Μαίρη, το οικογενειακό της όνομα ήταν Μόζερα, γερμανικής καταγωγής κατά τους ιστορικούς, το όνομα Μόζερ δεν έχει, ευτυχώς, καμία σχέση με τα εβραϊκά Μόσες, Μόζες και άλλα τέτοια, η κυρία Μαίρη ήταν πάντα αυστηρή δασκάλα, έδερνε τα κακά παιδιά με μια ψιλή βέργα από κυδωνιά, που την έλεγε Σωφρονούλα και την άφηνε να αναπαύεται στην έδρα της στην τάξη. «Να μην ξυπνήσω τη Σωφρονούλα» απειλούσε τα κακά παιδιά και επικρατούσε ησυχία.

Η φωτογραφία που μας απασχολεί φέρει τη σφραγίδα του κυρίου Δάφνου, του γνωστότερου φωτογράφου της πόλης της Ζακύνθου, που φρόντιζε να είναι παρών στο κουρείο του Πατρίκιου, όταν ο δάσκαλος Διονύσιος Τριβιζάς εμφανιζόταν εκεί, όποτε υπήρχε ανάγκη περιποίησης του μουστακιού του και τακτοποίησης της κόμης του. Ο κύριος Δάφνος άκουγε με τη δέουσα προσοχή τη συζήτηση ανάμεσα στον Πατρίκιο και στον δάσκαλο, όσο ο Διονύσιος Τριβιζάς καθόταν στην πολυθρόνα του κουρέα. Ελεγε πως η συζήτηση ήταν «ψυχωφελής». Χάρηκε μάλιστα ιδιαίτερα όταν πληροφορήθηκε από τον κουρέα πως ο δάσκαλος είχε αγοράσει τα χωράφια «στου Μεσσαλά» από τους απογόνους του κόμη Στέφανο Μεσσάλα, που είχαν καταχρεωθεί, διάγοντας έκλυτο βίο ανά τις Βαβυλώνες της Ευρώπης, όταν πια είχαν εξαντλήσει όλα τα περιθώρια ασυδοσίας και οργίων στο νησί της Ζακύνθου. Ως απόδειξη της χαράς του για την αγορά «στου Μεσσαλά» από τον δάσκαλο, είχε μεταβεί επιτόπου για να φωτογραφίσει την οικογένεια Τριβιζά στη νέα περιουσία της. Ο Διονύσιος, ο Νικόλας και ο Παναγιώτης είχαν φτύσει αίμα για να συγκεντρώσουν το ποσό της αγοράς, είχαν βάλει υποθήκη ό,τι είχαν και δεν είχαν, είχαν κάνει μετά συγχωρήσεως το σκατό τους παξιμάδι, είχαν παζαρέψει και είχαν πετύχει το καλύτερο.

Τα αμπέλια απλώνονταν ώς εκεί όπου έφτανε το μάτι. Τα μποστάνια ανηφόριζαν στην πλαγιά του κοντινού λόφου. Τα λιόδεντρα κατηφόριζαν προς τη δημοσιά. Και τα όρια της περιουσίας ήταν ανατολικά ώς το λιθάρι του Μπάμπη τση Γάτας, δυτικά ώς την ιτιά την κλαίουσα του Κουκουνάρα, νότια ώς την ταβέρνα του Καρμανιόλου, βόρεια ώς τις πέντε λεύκες του Κουκουλομάτη, δηλαδή του Τεμπονέρα.

Είκοσι χρόνια ύστερα από αυτήν τη φωτογράφιση, στις 14 Οκτωβρίου 1948, πριν χαράξει, ο δάσκαλος Διονύσιος Τριβιζάς πέθανε αιφνιδίως στο μικρό σπίτι που είχε χτίσει μπροστά στα αλώνια, όπου άπλωναν τη σταφίδα να ξεραθεί στον ήλιο. Είχε πάει «στου Μεσσαλά» για να γραδάρει το κρασί στα βαρέλια στο πίσω μέρος του μικρού σπιτιού. Τον βρήκε ο Νικόλας λίγες ώρες αργότερα. Τον βρήκε με τη σκελέα του ελαφρώς κατεβασμένη, φαίνεται πως ετοιμαζόταν να τραβήξει το δοχείον νυκτός, το λεγόμενο κατρουγυάλι, κάτω από το κρεβάτι του, για να κάνει το ψιλό του. Η διαθήκη του όριζε πως είχε προικίσει με ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης της Ζακύνθου, «στο Γιοφύρι», και με μετρητά τις κόρες του Λέλα και Νανά. Κληρονόμος της περιουσίας «στου Μεσσαλά» ήταν ο μοναχογιός του Γιάννης, γνωστός στους κακόγλωσσους ως ο «Εμβάσατε» λόγω των αλλεπάλληλων τηλεγραφημάτων προς τον πατέρα του να του στείλει χρήματα, αγωνιζόμενος να περατώσει τις σπουδές του στη Βαβυλώνα της Αθήνας.

Λόγω έλλειψης εμβασμάτων μετά τον θάνατο του Διονύσιου, ο Γιάννης, προκειμένου να μην εγκαταλείψει τη Βαβυλώνα της Αθήνας, δεν έπαψε να πουλάει «στου Μεσσαλά», ανατολικά ώς το λιθάρι του Μπάμπη τση Γάτας, δυτικά ώς την ιτιά την κλαίουσα του Κουκουνάρα, νότια ώς την ταβέρνα του Καρμανιόλου, βόρεια ώς τις πέντε λεύκες του Κουκουλομάτη, δηλαδή του Τεμπονέρα.