Είναι η τελευταία σωζόμενη τραγωδία του Σοφοκλή και η συνέχεια του «Οιδίποδα τυράννου». Εκεί που το παράλογο συναντά το λογικό και ο άνθρωπος αναμετράται με τον εαυτό του για να επιβεβαιώσει τη ματαιότητα και τη ματαίωση, εκεί κατοικεί ο «Οιδίπους επί Κολωνώ», κι η μοίρα του μαζί.

Γράφτηκε (μάλλον) το 406 π.Χ. και παρουσιάστηκε το 401 π.Χ. από τον εγγονό του Σοφοκλή. Αυτή η τραγωδία δεν χαρακτηρίζεται από δράση. Αντιθέτως, είναι στατική, εσωτερική και βαθιά φιλοσοφημένη. Σ’ αυτό το έργο ο ήρωας είναι ένα απόλυτα τραγικό πρόσωπο.

«Ξένος», τυφλός, σαν επαίτης, συνοδευόμενος από την κόρη – αδελφή του Αντιγόνη, ο Οιδίποδας καταφθάνει στην Αθήνα, στο Αλσος του Κολωνού, αναζητώντας τόπο φιλοξενίας –για την τελευταία του κατοικία. Επειτα από δέκα χρόνια περιπλάνησης θέλει πια να αναπαυθεί: έζησε πολλά, δεν θέλει, δεν αντέχει άλλο. Υστερα από μια σειρά συναντήσεων, με τον βασιλιά της πόλης Θησέα, με τον Κρέοντα που έρχεται για να τον πείσει να επιστρέψει στη Θήβα, με τη μικρότερη κόρη – αδελφή του Ισμήνη, με τον γιο – αδελφό του Πολυνείκη, ο Οιδίποδας κάνει την ανασκόπηση της ζωής του.

Αν και δύσκολο να γίνει δεκτός και αποδεκτός, με όνομα και φήμη που ενοχλούν, προκαλούν, που ακούγονται ως μίασμα, ο βασιλιάς καταφέρνει να βρει τον τόπο του τέλους του.

Ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσακίρης, στην τέταρτη κάθοδό του στην Επίδαυρο, επιστρέφει στη σοφόκλεια τραγωδία (με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ το 1998) για να προτάξει ένα αίσθημα γαλήνης απέναντι στην αγωνία του θανάτου, σύμφωνα με τις προθέσεις του.

Στο σκηνικό των γήινων χρωμάτων, με τα κουτιά ως βασικό στοιχείο, εξελίσσεται η σοφόκλεια τραγωδία, στην οποία ο σκηνοθέτης πήρε δύο βασικές πρωτοβουλίες: πρώτον, μετατόπισε το βάρος του έργου στον Ξένο, δίνοντάς του και τον ρόλο του Αγγέλου αλλά κυρίως εκείνον του Χορού. Δεύτερον, έντυσε με εκκλησιαστικές νότες την παράσταση, προσθέτοντας βυζαντινά στοιχεία, ψάλτες και ιαχές.

Με την ενδιαφέρουσα μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, από την οποία όμως δεν έλειψαν οι παρεμβάσεις, η παράσταση προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να συνδυάσει πολλά και διαφορετικά συστατικά. Κατέληξε να μην έχει ταυτότητα, καθώς κάθε ηθοποιός παρέμεινε στον δικό του υποκριτικό κώδικα, χωρίς κατεύθυνση και σκηνοθετική άποψη. Λογικό, αφού σ’ αυτόν τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» το βάρος δεν έπεσε στον ρόλο του τίτλου, αλλά σε εκείνον του Ξένου, και μάλιστα σε μια ουσιαστική αφηγηματική ερμηνεία.

Ο Κώστας Καζάκος ήταν ένας κουρασμένος Οιδίποδας, και όχι ένας βασιλιάς σε εσωτερική πτώση και κατάπτωση. Δεν ήταν ο ισχυρός που ήρθε αντιμέτωπος με τη μοίρα και τσακίστηκε. Ηταν ο καταπονημένος που ξεπεράστηκε από τα γεγονότα. Η ερμηνεία του δεν διέθετε ίχνος περασμένου μεγαλείου –δεν ήταν τραγική.

Αντιθέτως, ο Ξένος του Δημήτρη Λιγνάδη ανέβασε τόσο πολύ τον υποκριτικό πήχη της παράστασης ώστε να μείνουν πίσω ηθοποιοί με ισχυρά προσόντα –Δημήτρης Ημελλος, Δημήτρης Λάλλος, Κόρα Καρβούνη αλλά και ο ίδιος ο έμπειρος Καζάκος.

Από τους κορυφαίους του είδους, ο Δημήτρης Λιγνάδης, συνδυάζει τις μεγάλες αρετές του τραγωδού: φωνή, σκηνική στάση, εύρος, βάθος. Είναι βέβαιο πως όλοι οι μεγάλοι ρόλοι βρίσκονται μπροστά του.