Χωρίς εξάρσεις, χωρίς διακυμάνσεις, οι «Βάκχες» έκαναν ένα σύντομο πέρασμα από το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Οχι λόγω της 70λεπτης διάρκειας της παράστασης, κάθε άλλο. Αλλά γιατί δεν άφησαν ίχνη. Σαν μια ημιτελής απόπειρα, μια μαθητεία, μια ανάγνωση επί σκηνής, ένας πειραματισμός, μια εξερεύνηση. Σαν ένα «ζέσταμα» πριν από ένα έργο που δεν είδαμε ποτέ.

Η τραγωδία του Ευρυπίδη είναι η μόνη σωζόμενη με τον Διόνυσο να εμφανίζεται και να πρωταγωνιστεί με «ανθρώπινη» μορφή. Απέναντι στον άπιστο Πενθέα, τον γιο της Αγαύης, ο Διόνυσος γίνεται εκδικητικός και αποδεικνύεται νικητής. Η ήττα είναι βαριά και κάνει την εμφάνισή της μέσα από τη μεταμφίεση και την άγνοια, οδηγώντας στην πλέον αποτρόπαιη πράξη: η μάνα να σκοτώνει το παιδί της βλέποντας στο πρόσωπό του ένα λιοντάρι.

Το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου κατάπιε τον θίασο, όχι λόγω αδυναμίας των ηθοποιών, αλλά γιατί η σύλληψη της παράστασης κράτησε τις «Βάκχες» σε ένα υποτονικό επίπεδο. Μια καθαρά αφηγηματική εκδοχή του έργου, χωρίς όμως να πάλλεται έστω κι έτσι.

ΜΟΒ ΧΑΛΙ. Κι αν στην αρχή δόθηκε η εντύπωση ότι υπάρχει μια ιδέα προς πραγμάτωση, πολύ σύντομα εξαντλήθηκε. Μετά την είσοδο των οκτώ ηθοποιών, που βαστούσαν στους ώμους τους τον κύλινδρο με το μοναδικό, όπως αποδείχθηκε, σκηνικό στοιχείο, τον μοβ τάπητα που ξετύλιξαν ενώπιον κοινού (εξαιρετικό το χρώμα και ο τρόπος που απλώθηκε), λίγα πράγματα θύμιζαν την ένταση και την ορμή της τραγωδίας. Τα ευφάνταστα κοστούμια, οι κινήσεις και οι αρχικοί ήχοι γρήγορα ενσωματώθηκαν στη γενικότερη άνευρη ματιά του σκηνοθέτη. Το κείμενο –η έξοχη πάντα μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά δεν στάθηκε αρκετή, γιατί η παράσταση δεν κατάφερε να την αντιμετωπίσει ως όχημα. Το όχημα δεν κινήθηκε καθόλου.

Το εύρημα των πολλαπλών υποκριτών για τον ίδιο ρόλο, κυρίως στον Πενθέα, δεν φάνηκε να λειτουργεί προς όφελος της παράστασης. «Αν ήμουν ο Πενθέας, αν ήμουν η Αγάυη…», φράσεις μετέωρες, δίχως συνέχεια. Ούτε η σύγκρουση του ατομικού με το πολυφωνικό, που εξέφραζε ο θίασος, ως Χορός. Ολα παρέπεμπαν περισσότερο σε ανοιχτή πρόβα, ή καλύτερα σε ασκήσεις λόγου, ένα πρώτο στάδιο στον δρόμο προς τη σκηνοθεσία.

Από την ομάδα των οκτώ ηθοποιών ξεχώρισε ο Βασίλης Μαγουλιώτης, ένας νέος ηθοποιός –τον είδαμε και θα τον ξαναδούμε στη χειμερινή «Τάξη μας» στο Εθνικό, με τη δύναμη της ερμηνείας και της παρουσίας του. Η Μαρία Πρωτόπαππα, με την καθαρή φωνή και την επιβλητική παρουσία, ήταν η αδιαφιλονίκητη Αγαύη –στο ντουέτο με την Αννέζα Παπαδοπούλου. Αδικαιολόγητα, ο σκηνοθέτης επέλεξε, και στην κορυφαία στιγμή της αναγνώρισης της τραγικής πράξης της μάνας, να βάλει δύο ηθοποιούς στον ίδιο ρόλο. Ούτε το κεφάλι του λιονταριού ούτε, πολύ περισσότερο, εκείνο του Πενθέα, «φάνηκαν» επί σκηνής.

Αξιοι ηθοποιοί όπως ο έμπειρος Χρήστος Στέργιογλου και ο εκρηκτικός Αργύρης Πανταζάρας χάθηκαν στην ισοπεδωτική ματιά με την οποία αντιμετώπισε την τραγωδία ο Εκτωρ Λυγίζος. Ο Αρης Μπαλής, η Ανθή Ευστρατιάδου και ο ίδιος ο σκηνοθέτης συμπλήρωσαν μια οκτάδα που τελικά λειτούργησε κυρίως στο δεύτερο μέρος της παράστασης σαν Χορός.

Μετάφραση:Γιώργος Χειμωνάς

Διασκευή – σκηνοθεσία:Eκτορας Λυγίζος

Σκηνικό – κοστούμια:Κλειώ Μπομπότη

Φωτισμοί:Δημήτρης Κασιμάτης

Παίζουν:Ανθή Ευστρατιάδου, Eκτορας Λυγίζος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Aρης Μπαλής, Αργύρης Πανταζάρας, Ανέζα Παπαδοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα, Χρήστος Στέργιογλου

Πού:Η παράσταση περιοδεύει ανά την Ελλάδα. Απόψε στο Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης, στις 29/7 στο Θέατρο Τεμπών στο Ομόλιο