«Να χαίρεστε την ηδονή της κάθε μέρας γιατί τα πλούτη στους νεκρούς δεν ωφελούν». Επιταγή, ίσως και προσταγή του Δαρείου, μάλλον του φαντάσματός του, το οποίο εμφανίζεται στην επίκληση των «Περσών» του Αισχύλου, την ώρα που έρχεται η συνειδητοποίηση της ήττας. Των Περσών και της (βασίλισσας) Ατοσσας την επίκληση, όπως τουλάχιστον τη θέλει στο φινάλε της αρχαίας τραγωδίας, που θα φέρει με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, στις 11 και 12 Αυγούστου, στην Επίδαυρο ο Αρης Μπινιάρης. Ροκ «προβοκάτορας» κειμένου του Γιάννη Σκαρίμπα στο «Θείο τραγί» (που θα επανέλθει… δριμύτερο από τον Οκτώβριο στον Φούρνο), «διδάσκαλος» Ιστορίας μέσα από έγγραφα Εθνοσυνελεύσεων με «Το ’21», που ακούστηκε –και ειδώθηκε –σε μορφή πανκ ορατορίου. Η εναρκτήρια φράση είναι και το «κέντρο βάρος του έργου», όπως το βλέπει ο σκηνοθέτης μουσικός. Και το φάντασμα του Δαρείου δεν είναι «μια εμφάνιση νεκρού, αλλά η προβολή της Ατοσσας και του Χορού. Τον βλέπουν όπως εκείνοι θέλουν να τον δουν και η επίκλησή τους είναι μια προσπάθεια επαφής με έναν άλλον κόσμο, μια άλλη διάσταση, την ώρα που συνειδητοποιούν την ήττα. Σαν μια προσευχή ή διαλογισμός» μου εξηγεί ο Αρης Μπινιάρης που μουσικά φαντάζεται και την αισχύλεια τραγωδία. Ομως, «ο θεατής και εικαστικά και σκηνικά και μουσικά και φωτιστικά θα παραμείνει στον χώρο του μύθου, μπαίνοντας σε ένα άχρονο και άτοπο πεδίο».

Κι αν είναι ροκ… Δεν το φοβάται ο Αρης Μπινιάρης. Το αντίθετο. Το προσεταιρίζεται. Κι εδώ, στους «Πέρσες» του, μπορεί να μην έχει «εκσυγχρονισμούς» ή νεωτερισμούς, αλλά η ροκ διάθεση υπάρχει. Οχι όμως και η ροκ μουσική, μου εξηγεί. Πατάει στην αρχαία ελληνική ρυθμολογία και σε παραδοσιακές λατρευτικές μουσικές της Ανατολής και του «παλιού Ιράν». Επεξεργασμένα βέβαια μέσα από σύγχρονη ματιά. «Η τελική σύνθεση έχει να κάνει με τους ρυθμούς του σήμερα. Εχουμε ανασύρει δε από το έργο τις πληροφορίες που δηλώνουν ρυθμικά την κατάσταση που βρίσκεται το βασίλειο των Περσών. Την ταραχή, την αγωνία. Παράλληλα δε με την πρόσληψη του νοήματος των λέξεων του έργου (σε μετάφραση Παναγιώτη Μουλλά) θέλουμε το κοινό να λάβει και τους εσωτερικούς κραδασμούς των νοημάτων, των συναισθημάτων και των μεταπτώσεων του Χορού των Περσών και των ρόλων». Ναι, και της Ατοσσας – Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη. Στην παράσταση παρακολουθούμε, λέει ο σκηνοθέτης, «πόσο η ακλόνητη βασίλισσα θα κλονισθεί. Κι αυτό σωματικά, ερμηνευτικά, ρυθμικά». Και μουσικά. Και στην επίκληση του Δαρείου (Νίκου Ψαρρά), σε αυτή την παραγωγή του ΘΟΚ, στην οποία πρωταγωνιστούν ακόμη οι Χάρης Χαραλάμπους (Αγγελιαφόρος) και Αντώνης Μυριαγκός (Ξέρξης).

«Είναι ανοιχτό δοχείο η τραγωδία» λέει ο Αρης Μπινιάρης (φωτογραφία). Οι «Πέρσες» του Αισχύλου στη δική του εκδοχή εστιάζουν «στη μόνωση και απομόνωση του βασιλείου της αλαζονείας και του ναρκισσισμού που κλονίζεται (σ.σ. από την έλευση των Ελλήνων). Σε ένα παροπλισμένο πεδίο που αδηφάγα και αρπακτικά κινείται για απόκτηση περισσότερου πλούτου. Εκείνο, δε, που βλέπουμε είναι πως αυτό ηττάται από έναν πολιτισμό που δεν θεοποιεί το χρήμα». Και όταν αναρωτιέται κάποιος ποιον έχει βασιλέα αυτός ο εισβολέας, αυτός ο πολιτισμός, η απάντηση ακούγεται: «δεν είναι υπήκοοι κανενός». Το σημαντικότερο όμως είναι άλλο, κατά τον Αρη Μπινιάρη, στην αισχύλεια τραγωδία, όπως το βλέπει εκείνος. «Πώς μετά τη συντριβή έρχεται η συνειδητοποίηση και μέσα από την ήττα και την απώλεια αναδύεται μια προοπτική για το μέλλον. Το έργο δεν εστιάζει στην ήττα αλλά στην ώρα της συνειδητοποίησης για το μέγεθος της καταστροφής. Οταν έχει ανοίξει η πληγή. Και το κοίταγμα στο βάθος της καταστροφής ανοίγει και μια θεραπευτική προοπτική. Το θέμα είναι κατά πόσο πρέπει να πενθήσουμε γι’ αυτό που έχει χαθεί και να εκφράσουμε τη θλίψη μας, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά».

Θέατρο στα πρόθυρα…

Κουίζ για δυνατούς λύτες, δίχως έπαθλο (μην τα ισοπεδώνουμε όλα): Σε ποια πολύφερνη παράσταση ο σκηνοθέτης έφτασε στα πρόθυρα νευρικής κρίσης όταν συντελεστής επέμεινε να επιβάλει, ελέω και των «ανωτέρων» του στην ιεραρχία και με φόβητρο… εκείνους, διαφορετική σκηνοθετική και ηχητική γραμμή και χρειάστηκε οι ηθοποιοί να τον συνδράμουν και να τον συνεφέρουν;

Αταίριαστοι είναι και (δεν) φαίνονται

«Αν κανένας δεν διακινδύνευε ποτέ τίποτα, ο Μιχαήλ Αγγελος θα είχε ζωγραφίσει το δάπεδο της Καπέλα Σιστίνα» είχε γράψει ο αμερικανός συγγραφέας, μετρ της κωμικής ατάκας, Νιλ Σάιμον. Ε, λοιπόν, ο Γιάννης Ζουγανέλης και ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης τολμούν και διακινδυνεύουν. Στο πιο κωμικό ίσως έργο του Σάιμον, το «Αταίριαστο ζευγάρι», όπου ο Φίλιξ και ο Οσκαρ, δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες, ο ένας αφόρητα ακατάστατος και ο άλλος νοσηρά τακτικός, με μόνο κοινό ότι έχουν ναυαγήσει οι γάμοι τους, αποφασίζουν να συγκατοικήσουν σε ένα μεγάλο σπίτι. Μιλάμε για το έργο που ξεκίνησε από το Μπρόντγουεϊ στα μέσα του ‘60, αλλά απογειώθηκε κινηματογραφικά από τους Τζακ Λέμον και Γουόλτερ Ματάου, το 1968, σε σκηνοθεσία Τζιν Σακς. Εργο που έχει ερμηνευθεί στα μέρη μας και από γυναικεία ντούο, όπως η Καίτη Κωνσταντίνου με την Υρώ Μανέ πριν από μερικά χρόνια στο Αθηνά, όπως κάποτε στο Θέατρο της Δευτέρας η Σμαρούλα Γιούλη με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου. Ομως δεν γίνεται να ξεχάσουμε τη συνεργασία, το 1993-94 στο Αθηνά, του Πέτρου Φιλιππίδη με τον Τάσο Χαλκιά, ως «Αταίριαστο ζευγάρι» σε απόδοση Μάριου Πλωρίτη. Εξαιρετική κωμωδία τη θεωρεί ο Γιάννης Ζουγανέλης. «Εχει αυτή την απόγνωση και τη χαρά των ανθρώπων που έχουν χωρίσει», μου παρατηρεί. Μόνον ένα… θεματάκι: θέλει να αλλάξει το όνομα του Θεάτρου Ζίνα, στην Αλεξάνδρας, όπου θα συνεργαστεί με τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη, σε παραγωγή των αδελφών Τάγαρη.