Ας ξεκινήσουμε ανάποδα. Ναι, ακόμη και σε αριστοφανική κωμωδία. Με ένα όνομα. Στάθης Μήτσιος. Και με πολλά εικονικά περιβάλλοντα. Αυτά που άπλωσε, σαν με μαγικό ραβδάκι από ψηλά, στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου στην Επίδαυρο ο καλλιτέχνης, γνωστός με το όνομα Στάθης Μ. Σκηνογράφος, visualiser, κινηματογραφιστής, γραφίστας, που έχει δουλέψει κυρίως στη Θεσσαλονίκη, δίνοντας, όπως λέει, «μια κινηματογραφική αίσθηση στην εικαστικότητα».

Ιδού λοιπόν ο άνθρωπος που μεταμόρφωσε την Επίδαυρο και τον Αριστοφάνη και την πολύφερνη –και με το φετινό ρεκόρ πλέον –παράσταση του Εθνικού. Δούλεψε μαζί με τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη και «έβαλε» σκηνικό από φως, σκιές και χρώματα εκεί όπου δεν υπήρχε. Εκανε τα τεχνολογικά του «κόλπα», δηλαδή τις προβολές με αίσθηση ουρανού, νεφών, σκάλας, πλακιδίων, πέτρας ακόμη και… κόλασης, τέχνη σε αγαστή συνεργασία με τις άλλες. Στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη.

Εδώ ήμασταν. Στην «Ειρήνη». Που είχε ήδη ακουστεί πολύ κυρίως λόγω της συμμετοχής του Τζίμη Πανούση στον ρόλο του… Σπατιάτη (από τα Σπάτα) αμπελουργού Τρυγαίου που καβαλάει ένα πρωτόγονο «διαστημόπλοιο» (ναι, και αυτό το είχε εφεύρει ο παππούς Αριστοφάνης), ήτοι ένα κοπροφάγο σκαθάρι για να ανεβεί στην κατοικία των θεών και να φέρει, κάτω στη γη, την πολυπόθητη Ειρήνη.

Κοπροφάγο, είπαμε. Και λιγουλάκι το παρακάναμε. Από την αρχή. Οταν ο Τζίμης Πανούσης (χειροκροτούμενος από το κοινό ενώ καλούσε «Κυρίες και κύριοι, ενεργοποιήστε τα κίνητρά σας και μην κλάνετε») εισέβαλε στην άδεια ορχήστρα, τα κατέβασε και έκανε σαν να αποπατεί στην –επιπρόσθετη –θυμέλη. Ναι, την ιερά θυμέλη, στο κέντρο, που είχε καλυφθεί με μια νέα. Τι ήταν να είναι κοπροφάγο αυτό το ιπτάμενο σκαθάρι-διαστημόπλοιο; Του έδωσαν και κατάλαβε στην κοπρολογία. «Δώσ’ μου γρήγορα σκ…, ζυμωμένα και σφιχτά» ακούστηκε από την ενισχυμένη με μικρόφωνα ορχήστρα και μετά άρχισαν: τι σβουρνιές από γαϊδάρους, τι απόπατοι, τι, τι, τι… (θα πρέπει να γεμίσουμε με τρεις τελείες τούτη την ανταπόκριση από την Επίδαυρο). Ακατάσχετα. Ακατάπαυστα. Ολα με λογική ρετσιτατίβο σε όπερα. Καθώς όλα και από τους δούλους, τον έναν (Νίκος Καρδώνης) με γυμνά οπίσθια έτοιμα για το… κακό και σύστημα χαρτιού υγείας στο κεφάλι, την άλλην με φόρεμα «κεντημένο» από ρολά χαρτιών υγείας. Και να και «οι κίναιδοι, οι ομοφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί» στην κουβέντα. Και «μου ‘ρχεται εμετός και δεν έχω πάρει άδεια από το ΚΑΣ» και κάτι παραφθορές λαϊκών –ακόμη και Βοσκόπουλου αργότερα με τη «μεγάλη επίσημη αγαπημένη» Ειρήνη. Ολα στον πολτό. Παρότι ξεχώριζε η τέχνη του συγκερασμού λέξεων του συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκου που έγινε αναγνωρίσιμη και αγαπήθηκε και ως λογοτεχνία κυρίως με το «Γκιακ» (η παράσταση της δραστήριας Γεωργίας Μαυραγάνη, που θα έρθει τον Οκτώβριο από το ΚΘΒΕ στο Εθνικό, είναι –κατά τη γνώμη του γράφοντος –από τις καλύτερες της σεζόν).

Ολα αυτά, συλλήβδην, μέχρι να εκστομίσει «Μπουγάτσα με παστουρμά εγώ και απ’ του πρωκτού μου την ταΐστρα θα τρώει και το σκαθάρι μου» ο Τρυγαίος και να ξεκινήσει για τον ουρανό μέσα στις εντυπωσιακές προβολές (που λέγαμε και ο Πανούσης τη σατίρισε: «Τι είναι αυτά που μου βάζει; Γιουροβίζιον μού την έκανε την Επίδαυρο!»).

ΚΑΙ ΑΠΟΧΥΜΩΤΗΣ! «Κι αν ο άθλος μου πετύχει, θα αλλάξει όλων η τύχη». Μόνον που οι θεοί, όταν φτάνει στην κατοικία τους, έχουν μετοικήσει. «Κουράστηκαν με την πάρτη σας (σ.σ.: των θνητών), δώσαν’ τα κλειδιά στον Πόλεμο και έφυγαν», όπως εξηγεί ο Ερμής, ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος. Προτού ο Πόλεμος (ο καθηλωτικός Αιμιλιανός Σταματάκης, σε χορογραφία της Σεσίλ Μικρούτσικου) δηλώσει σαγηνευτικά μέσα από πέπλα «του κόσμου σας είμαι η πρώτη συλλαβή» και αρχίσει να αναζητά λεπίδα για το νέο βίτσιο του, έναν αποχυμωτή! Κάπου εκεί βέβαια ο Νίκος Κυπουργός που έπλασε το ηχητικό, οπερατικό τοπίο τής –σαφώς μουσικής και λόγω συμμετοχής της Καμεράτας, υπό τον Γιώργο Πέτρου –παράστασης, έβαλε την Είσοδο των Πουλιών από τους κατά Μάνο Χατζιδάκι και Κάρολο Κουν αριστοφανικούς «Ορνιθες» και ο –εν τέλει ήσυχος και ασορταρισμένος με το επιδαύριο περιβάλλον –Τζίμης Πανούσης το γείωσε με «λευκάνσεις πρωκτού» και συνθήματα, όπως «Εξω το Δα από τα Μουδανιά», «Κι εσύ λαέ μα…σμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό». Ακολουθούμενος από «βάσεις του θανάτου» και «το ίδιο συνδικάτο» διά στόματος Χορού, τους λευκούς όπως κι ο ίδιος –στα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου –ακολούθους του που ελευθέρωσαν την Ειρήνη (τη μέτζο σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη, η οποία μίλησε με λαρυγγισμούς και οπερατικά αρπέτζι, κάποτε με «μεταφραστή» τον Ερμή), και ο Τρυγαίος διαλαλούσε «Ο Καραγκιόζης ειρηνοποιός» και πως «κάποιοι έγιναν πλούσιοι ενώ η Ελλάδα ερημωνόταν», σε «κοινωνικό μήνυμα».

Μουσική, είπαμε, όμως. Οπερατική. «Γιατί μιλάμε τραγουδιστά;». Το είπε και ο Τρυγαίος – Πανούσης. Μόνον που μετά την αφήγηση του Τρυγαίου στους δούλους, για τα αστέρια που είδε στον ουρανό, ήτοι τους έλληνες συνθέτες που έφυγαν (εντυπωσιακή η σειρά: Μάνος Χατζιδάκις, Βασίλης Τσιτσάνης, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Αττίκ…), που και πάλι τη γείωσε με το «Θέλω να κόψω το χασίς, αλλά βοηθήστε με κι εσείς», η συνθετική έμπνευση του Νίκου Κυπουργού πέρασε στη σφαίρα της υπερβολής. Κάτι σαν τρία φινάλε (όχι ότι και το πρωτότυπο κείμενο δεν έχει φλυαρίες), κάτι σαν πέντε επιπλέον άριες – χορωδιακά, δίχως ουσιαστικό λόγο στη ροή, για χρήση μόνον δοξαστική (ίσως και του συνθέτη, που στην υπόκλιση βγήκε επί ώρα μπροστά, ακόμη και από τον σκηνοθέτη), με το κοινό –κάπου 7.500 την Παρασκευή και με sold out εισιτήρια και 9.800 θεατές το Σάββατο –εμφανώς πιο αμέτοχο και κουρασμένο πλέον κοντά στο δίωρο και… Ετσι φάνηκε να χάνεται ο ρυθμός που είχε το έργο, με ισορροπία πρόζας – όπερας, μέχρι και το 100ό λεπτό, ενώ μειώθηκε στο μηδαμινό το χειροκρότημα του κοινού, το οποίο προηγουμένως έδινε διαρκώς το «παρών» και με γέλια και με χειροκροτήματα. Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης διέκοψε το ύστατο χειροκρότημα για να αφιερώσει, εκ μέρους και του Εθνικού, την παράσταση στον αποδημήσαντα Λεωνίδα Λιακόπουλο, της θρυλικής ταβέρνας Λεωνίδας στο Λυγουριό, που «ήταν από την αρχή στα Επιδαύρια».

Και αυτό ενώ ο θίασος είχε γιορτάσει, έστω και καθ’ υπερβολήν, την Ειρήνη, προτού σκιές αεροπλάνων εισβάλουν απειλητικά στο φινάλε: «Ελα και ανακάτεψε τους Ελληνες αντάμα, να ‘ρθούμε να φιλιώσουμε να γίνουμε ένα πράγμα»…