«Το μόνο που χρειάζεται ο «Τροβατόρε» για να πετύχει είναι οι τέσσερις μεγαλύτεροι τραγουδιστές του κόσμου». Με αυτό το υπαινικτικό χιούμορ είχε θίξει κάποτε ο Ενρίκο Καρούζο τις ερμηνευτικές απαιτήσεις που προϋποθέτει η δημιουργία του Τζουζέπε Βέρντι με την ορμητική μουσική, τα γεμάτα πάθος ντουέτα, τα διάσημα χορωδιακά. Δεν είναι, όμως, μόνο ο βαθμός δυσκολίας που την έχει κατατάξει στις πιο λαμπρές σελίδες της μουσικής ιστορίας.

Μέσα από τις συνθέσεις του ο Βέρντι συμβόλισε σε αισθητικό επίπεδο το πνεύμα του ώριμου ρομαντισμού και σε πολιτικό επίπεδο τον διακαή πόθο των Ιταλών να δουν τη χώρα τους ελεύθερη και ενωμένη. Στο κοινωνικό περιβάλλον του 19ου αιώνα, ο ιταλός συνθέτης έζησε μια μοναδική ιστορική στιγμή κατά την οποία η υψηλή τέχνη έγινε ταυτόχρονα και λαϊκή. Μέσα από τα έργα του αναδεικνύεται ένα κοινό στοιχείο, όπως παρατηρεί ο Μίλτος Λογιάδης, μαέστρος στην αποψινή παράσταση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, τη δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. «Ο περιθωριακός τύπος αποκτά κεντρικό ρόλο. Βλέπουμε δίπλα στον Κόμι ντι Λούνα –ρόλο τον οποίο ενσαρκώνει ο Δημήτρης Πλατανιάς και στη δεύτερη διανομή ο Μάρκο Καρία –να στέκεται μια Τσιγγάνα, η Ατσουτσένα (Γελένα Μανίστινα). Είναι σαφώς ένα ισχυρό πολιτικό σχόλιο του συνθέτη, μέσα από το οποίο εκφράζεται η κοινωνική αντίθεση».

Η ενασχόλησή του με την πολιτική τον είχε αναδείξει σε εθνικό σύμβολο. Ως ακρωνύμιο το «Viva VERDI» (Viva Vitorio Emanuele Re D’ Italia) σημαίνει «Ζήτω ο Βίκτωρ Εμμανουήλ βασιλιάς της Ιταλίας». Tο 1861, μάλιστα, ο συνθέτης εξελέγη μέλος του πρώτου ιταλικού Kοινοβουλίου. Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του αναπόφευκτα εμπότισαν τη δημιουργία του. Oμως υπάρχει κάτι πέρα από το ισχυρό πολιτικό πρόσημο στη δημιουργία του. Ο Βέρντι καταδύεται στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού. «Η αιώνια αγωνία στο ερώτημα πόσο μας κατευθύνει η μοίρα και πόσο την κατευθύνουμε εμείς. Η τραγικότητα της ύπαρξής μας, η διαρκής πάλη μας με το σκοτάδι και η επιθυμία μας να αναδυθούμε στο φως».

Ο «Τροβατόρε» όμως έχει και μια άλλη σημειολογία για τον Μίλτο Λογιάδη, αφού, όπως λέει, τον συνδέει με τα χρόνια της αθωότητάς του. «Ηταν από τα πρώτα έργα που άρχισα να μελετάω και να προσπαθώ να τα αποκωδικοποιώ, να πάω όλο και πιο μέσα τους. Οπότε σίγουρα είναι και από τα πιο αγαπημένα μου. Εχουν περάσει 30 χρόνια και, αν και έχω ερμηνεύσει αρκετά από τότε, πρώτη φορά καταπιάνομαι με αυτό, οπότε η συγκίνηση είναι μεγάλη». Εχοντας την ασφάλεια της χρονικής απόστασης, επιμένει ότι «η γοητεία της συγκεκριμένης όπερας, όσες φορές και να πέσει στα χέρια σου, δεν μειώνεται. Αντίθετα, κάτι καινούργιο βρίσκει τρόπο και χώρο για να αναδυθεί μέσα από τη μελέτη σου. Είδα ξανά, ίσως και πιο έντονα, πως ο έρωτας τρώει με τον ίδιο τρόπο τα σωθικά των ανθρώπων σε όποια τάξη, κατηγορία ή αν θέλετε ηλικία και αν βρίσκονται. Είναι ανελέητος, ορμητικός και δεν κάνει καμία διάκριση».

Η υπόθεση, γεμάτη απρόσμενες ανατροπές, μιλάει για δύο αδέλφια τα οποία δεν γνωρίζουν τη συγγένειά τους και εμφανίζονται ερωτευμένα με την ίδια γυναίκα. Πρόσωπο-κλειδί είναι μια Τσιγγάνα, που έριξε στη φωτιά ένα παιδί προκειμένου να εκδικηθεί για τον άδικο θάνατο της μητέρας της: από λάθος ήταν το δικό της. Ο «Τροβατόρε» πρωτοπαρουσιάστηκε το 1853 στη Ρώμη, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Οι επευφημίες ήταν τόσο έντονες, ώστε επαναλήφθηκε ολόκληρη η τελική σκηνή του έργου. Πολύ σύντομα ο «Τροβατόρε» έγινε η δημοφιλέστερη όπερα του Τζουζέπε Βέρντι παγκοσμίως. Το 1862 o συνθέτης ανέφερε: «Είτε ταξιδέψεις στην Ινδία είτε στην Κεντρική Αφρική, θα ακούσεις τον «Τροβατόρε»».

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ. «Ως άθροισμα των τεχνών και όχι ως εγωιστικός διαχωρισμός καθεμιάς από αυτές, η όπερα επιτρέπει να συνάξει κανείς σε μια ενιαία, ατέρμονη διάσταση πολλαπλές σκέψεις (ελεύθερες είτε υπαγορευμένες από την ανάγκη, ηθελημένες είτε ασυνείδητες), τις οποίες η μουσική περιβάλλει και ταυτόχρονα υποστηρίζει όλες μαζί…» τονίζει στο σημείωμά του ο σκηνοθέτης της παράστασης Στέφανο Πόντα. «Στην όπερα δεν υπάρχει λόγος, υπάρχει τραγούδι. Τα πρόσωπα δεν έχουν σώμα αλλά χειρονομίες, σκέψεις. Η όπερα είναι μια τέχνη που ξεδιπλώνεται μέσα από σύμβολα. Σε αυτό το σημείο παρεμβάλλεται η μεγαλοφυΐα του Βέρντι. Ο συνθέτης αυτός διέθετε την ικανότητα να συνοψίσει τη δαιδαλώδη και αναληθοφανή πλοκή του «Τροβατόρε» και να την εξυψώσει σε κάτι θεϊκό, μέσω μιας μουσικής που ήταν ταυτόχρονα δυνατή και ανεξάρτητη. Δεν είναι το λιμπρέτο ή ο λόγος, αλλά η μουσική και η δραματουργία του συνθέτη, οι οποίες κατορθώνουν να προσδώσουν η μία στην άλλη εκείνη την απόλυτη καθολικότητα, που βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία προς την αιώνια ποιότητα ενός χώρου όπως το Ηρώδειο, ενός περιβάλλοντος εξαγνισμένου και καθαγιασμένου από τους αιώνες. Μπροστά σε όλο αυτό, πώς να φτιάξει κανείς ένα σκηνικό; Αντίθετα, ο προτεινόμενος σκηνικός χώρος οφείλει να σεβαστεί το μνημείο και να είναι φυσικός, αρχαϊκός και αρχετυπικός, να μη φιλοξενεί την τραγωδία του χθες ή του σήμερα, μιας γυναίκας ή ενός τροβαδούρου, αλλά την τραγωδία όλης της ανθρωπότητας δίχως πριν ή μετά (…). Ενα θέαμα ούτε σύγχρονο ούτε συμβατικό αλλά «αρχαίο», στο οποίο το σύμβολο προσφέρεται σαν ένα είδος οπτικού εργαλείου, μέσω του οποίου αυτοί που βλέπουν και ακούν να βλέπουν και να ακούν την ιστορία της ίδιας της ψυχής, μέσα στο «Μιζερέρε» του πολιτισμού των λέξεων και των σπαταλημένων εικόνων, όπου ο Ερως θεωρείται ελεύθερος και ο Θάνατος απόμακρος».

INFO

Τζουζέπε Βέρντι, «Τροβατόρε», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 21, 23, 25, 27 Ιουλίου. Ωρα έναρξης: 21:00. Μουσική διεύθυνση: Μίλτος Λογιάδης. Σκηνοθεσία: Στέφανο Πόντα