Ολα ξεκίνησαν λίγες μέρες πριν, όταν το όνομά της βρέθηκε γραμμένο σε δύο επιστολές χρονολογημένες στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Στη μία, εκείνη ήταν ο παραλήπτης: αποστολέας ήταν ο ράπερ Τουπάκ Σακούρ, ο οποίος της έγραφε ότι τη χώρισε φοβούμενος το ενδεχόμενο να κακοχαρακτηριστεί από τον κύκλο του για τη σχέση του με μια λευκή. Η άλλη επιστολή είχε συνταχθεί από την ίδια: διαμαρτυρόταν σε κάποιον φίλο ότι κανείς δεν καταλαβαίνει τις καινοτομίες της και ότι απογοητεύεται όταν διαβάζει για τις επιτυχίες της Γουίτνεϊ Χιούστον και της Σάρον Στόουν –όχι γιατί λαχταρούσε να βρίσκεται στη θέση τους, αλλά γιατί τις θεωρούσε «τρομακτικά μέτριες».

Περσινά ξινά σταφύλια, θα πει κανείς. Επρόκειτο όμως για δύο επιστολές που είχαν να κάνουν με τη Μαντόνα και που ένας οίκος δημοπρασιών ονόματι Gotta Have It! Collectibles ετοιμαζόταν να βγάλει στο σφυρί στο διάστημα μεταξύ 19 και 28 Ιουλίου.

Η ΣΑΡΟΝ ΣΤΟΟΥΝ. Μια αντίδραση ήρθε από τη Σάρον Στόουν, που με υποδειγματικά μεγαλόψυχη συμπεριφορά απάντησε στη Μαντόνα πράγματα του στυλ «καταρχήν θεωρώ εξωφρενικό να δημοσιεύει κάποιος τα γράμματά σου» ή «γνωρίζουμε και οι δύο, όπως μόνο αυτοί που έχουν επιβιώσει για τόσο καιρό γνωρίζουν, ότι το να μας ανήκει η μετριότητά μας είναι ο μόνος τρόπος να μας ανήκει η δύναμή μας».

Μια εκπρόσωπος του οίκου δημοπρασιών περιορίστηκε στο να αποκαλύψει ότι τα γράμματα περιήλθαν στην κατοχή του από κάποια παλιά συνεργάτρια της Μαντόνα, ονόματι Νταρλίν Λουτζ. Κάτι είχε να πει όμως και η βασίλισσα της ποπ: προσέφυγε στο ανώτατο δικαστήριο της Νέας Υόρκης και κατόρθωσε να αναβάλει προσωρινά τη δημοπρασία.

Ο οίκος έκανε λόγο για εντελώς αβάσιμες και άνευ αξίας αιτιάσεις, «που σκοπό έχουν τη σπίλωση της καλής φήμης μας και της κυρίας Λουτζ». Η Μαντόνα ισχυρίστηκε ότι «η Λουτζ πρόδωσε την εμπιστοσύνη μου με μια εξοργιστική απόπειρα απόκτησης προσωπικών μου αγαθών, χωρίς τη γνώση ή τη συναίνεσή μου». Την τελευταία λέξη, πάντως, θα την έχει το δικαστήριο.