Από τη στήλη «Κουβεντιάζοντας», που ο Κώστας Μουρσελάς υπέγραφε κάθε δεύτερο Σάββατο στα «ΝEA» των αρχών της δεκαετίας του ’80, επιλέγουμε ένα απόσπασμα με ημερομηνία δημοσίευσης 20 Φεβρουαρίου 1982 και με τίτλο «Το ψηστήρι». Σταθερός στο μοτίβο της στήλης του («διάφοροι Νεοέλληνες θα κουβεντιάζουν για Νεοέλληνες και νεοελληνικά πράγματα»), καταπιάνεται εδώ με τη γλώσσα, το εκπαιδευτικό σύστημα, το κοινωνικό κράτος και αρκετά ακόμα, λιγότερο ή περισσότερο προφανή ζητήματα.

–(…) Το μυαλό μου, καλέ μου κύριε, ξέρεις από πότε άρχισε να δουλεύει σιγά σιγά, να παίρνει μπρος;

–Μόλις πήρες το απολυτήριο Γυμνασίου;

–Οχι.

–Το απολυτήριο του στρατού.

–Οχι. Μόλις γνώρισα τη γυναίκα της ζωής μου. Αμάν! λέω. Πώς τη ρίχνουν αυτή; Πώς την κάνουν και πέφτει; Ωραίος; Δεν είμαι. Λεφτάς; Δεν είμαι. Αυτοκίνητο δεν έχω, τίτλους δεν έχω, καταγωγή δεν έχω. Τι κάνω; Πώς της το φέρνω; Εκεί λοιπόν, τότε, πρωτοανακάλυψα τη γλώσσα. Ενα μόνο μου μένει για να την κόψω: η γλώσσα. Το πες πες… Στους τηλεφωνικούς θαλάμους του Λονδίνου, ξέρεις, για να τηλεφωνήσεις, πρέπει να ρίχνεις και κέρματα. Συνέχεια. Ετσι της έκανα κι εγώ. Της έριχνα κέρματα και μίλαγα. Μην την αφήσεις να πάρει ανάσα, μου λέω. Από Σύνταγμα μέχρι Σούνιο, πιάσ’ την μονότερμα και λέγε… Γελάς; Μάλιστα. Και τότε ανακάλυψα τι κέρατα σχολείο τελείωσα, τι γράμματα έμαθα. Δώδεκα χρόνια θρανία και δεν ήξερα να πάρω τα πόδια μου, τη γλώσσα μου ήθελα να πω. Αχρηστα βγήκαν όλα. Και τα λύκος διώκει αμνόν και ντουμ σπίρο σπέρο και τα αίτια και αφορμαί του Πελοποννησιακού Πολέμου και ο Ομηρος και ο Αισχύλος και ο «Επιτάφιος». Επεσε βέβαια η κοπέλα, αλλά πώς και με πόσες οκάδες ιδρώτα (τότε είχαμε τις οκάδες), με πόσους ποδαρόδρομους. Τότε σκέφτηκα: Τόσο δύσκολο ήταν, αδελφέ μου, να βάζατε τα παιδάκια στο σχολείο τους να σκέφτονται και να μιλάνε πάνω σε αυτά που σκέπτονται; Ολο αποστήθιση και παπαγαλισμοί και χρονολογίες και μ… Δεν με ρώτησε ποτέ κανείς δάσκαλος, κανείς καθηγητής, τι γνώμη έχω για κάτι, για κάποιον, για τη ζωή, τους ανθρώπους, την κοινωνία, να με παρασύρει να μιλήσω, να με ρωτήσει αν τα λέει ωραία η ιστορία, αν έχω αντίρρηση και ‘γώ τότε να του πω, όχι, δεν τα λέει και τόσο ωραία.