Αρχές δεκαετίας του ’80 ο Κώστας Ταχτσής μου τηλεφώνησε για να συναντηθούμε στο γραφείο μου. Ηθελε δικηγόρο για υποθέσεις του. Ετσι τον γνώρισα από κοντά.

Χρόνια νωρίτερα με είχε απασχολήσει το «γράψιμο» και ο πραγματικός λόγος ήταν πως είχα αρχίσει να καταλαβαίνω το γιατί όταν η φράση έχει ακρίβεια, η σκέψη ασκείται στην ενάργεια.

Ολα αυτά –βεβαίως –για τη δικηγορία.

Ηξερα ακόμη ότι τα πιο πολλά, από αυτά που μαθαίνεις για το «γράψιμο», μαθαίνονται από αυτά που έχεις διαβάσει. Ή περίπου.

Το «Τρίτο Στεφάνι» λοιπόν και το πολυσήμαντό του, μου κράτησαν αμείωτη την προσοχή και με συγκίνησαν πολλές φορές.

Οταν βρισκόμασταν –συνήθως στο γραφείο –οι συζητήσεις μας λίγο είχαν να κάνουν με το ζήτημα που τον απασχολούσε και για το οποίο θέλησε να συναντηθούμε.

Ηταν συζήτηση με πολλή ζωηράδα, ήμουν «κοφτός» μαζί του όταν μου εγκωμίαζε τους αστυνομικούς (πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να αναφερθεί σε αστυνομικούς, συνήθως κάποιου βαθμού), είχε χαμόγελο συγκαταβατικό όταν αναφερόμουν στην οργιαστική φαντασία του Καββαδία, έκανε πως απορούσε όταν χρησιμοποιούσα –στον λόγο μου –τσιτάτα από όσα είχα μάθει απ’ αυτόν για ό,τι έλεγε η Εκάβη και έδειχνε να γοητεύεται, όταν έλεγα όσα συνηθίζω να λέω για την Πελοπόννησο, τους ανθρώπους της και τις ιστορίες τους.

Τον θαύμαζα, όμως, καταλάβαινα πολύ καλά, ότι είχε μέσα του γόρδιους δεσμούς που περίμεναν να λυθούν.

Είχε θαυμαστή αναλυτική ικανότητα που συνήθως κατέληγε στην «απομυθοποίηση». Αυτή πάντως η ικανότητα παρέλυε, όταν αφηνόταν και «γοητευόταν» από τις αβύσσους που κουβάλαγε.

Τότε, νομίζω, ήταν που σαν άλλη Τζόις ένιωθε ότι το κεφάλι του κατακλυζόταν από κρο.

Αντιλαμβανόμουν ότι τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για τον Κώστα Ταχτσή και κάποιες φορές νόμιζα ότι καταλάβαινα σ’ αυτόν ένα αίσθημα παραίτησης, πιθανόν γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα.

Ομως, ακόμη και τότε, με την παραίτηση και μέσα στην άσχημη και επώδυνη εμπειρία κάτι άστραφτε στα μάτια του και εκφραζόταν ποιητικά για το κακό, που ήταν ορισμός –τις πιο πολλές φορές –μιας μιζέριας, μιας αθλιότητας.

Ηξερε από καρδιάς να ομορφαίνει τα πράγματα και μεταμόρφωνε αυτές τις κακοτυχίες του σε έξοχο γραπτό λόγο που συγκινεί.

Τον είχα ρωτήσει, θυμάμαι –και η ερώτησή μου είχε και κάτι από παραδοξότητα –γιατί πιστεύει ότι κάποια διηγήματά του τα διάβαζα «μονορούφι» και φανερά κολακευμένος μου απάντησε: «Γιατί έτσι αισθάνεσαι».

Τώρα μια μικρή ιστορία:

Ηταν, αν θυμάμαι καλά, άνοιξη ’81 ή άνοιξη ’82, όταν ο Κώστας Ταχτσής μου είπε ότι έχει συμφωνήσει να πουλήσει το εξοχικό του σπίτι στο Πήλιο.

Επρεπε να φροντίσω για τα της μεταβίβασης, σε συνεργασία με τον συμβολαιογράφο και τους αγοραστές.

Φαινόταν εύκολο, γιατί η συμφωνία για το τίμημα ήταν με καταβολή μετρητών εξ ολοκλήρου, κατά την υπογραφή.

Πήγαμε στο συμβολαιογραφείο –Θεμιστοκλέους 38 –και συναντήσαμε εκεί τους αγοραστές. Ενα ζευγάρι, μεσήλικες, πάντως όχι νέοι.

Ο Κώστας Ταχτσής, όσο ο συμβολαιογράφος διάβαζε το συμβόλαιο, παρακολουθούσε ή έκανε πως παρακολουθούσε την ανάγνωση.

Ο συμβολαιογράφος διέκοψε ρωτώντας: «Ο κύριος Ταχτσής έλαβε το τίμημα;».

Ο σύζυγος σηκώθηκε και έφερε προς το μέρος μας μια τσάντα γεμάτη χρήματα.

Απευθυνόμενος στον Κώστα Ταχτσή λέει: «Κύριε Ταχτσή, είναι όσα συμφωνήσαμε. Μετρήστε τα».

Ο Κώστας Ταχτσής παίρνει την τσάντα από το τραπέζι και την αφήνει στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια του, λέγοντας προς τον αγοραστή χαμηλόφωνα (και με τόνο ευγένειας θα έλεγα): «Τα έχετε μετρήσει εσείς».

Μου έκανε εντύπωση και διακριτικά τον «μάλωσα». Μου απάντησε πάλι χαμηλόφωνα: «Τα έχει μετρήσει». Μου χαμογέλασε και είπε στον συμβολαιογράφο, που παρακολουθούσε, «είμαστε εντάξει, πού πρέπει να υπογράψω;».

Ο συμβολαιογράφος έφερε το συμβόλαιο, υπεγράφη πρώτα από τον Κώστα Ταχτσή και μετά από τους αγοραστές και απομακρύνθηκε για να φέρει και το σχετικό βιβλίο, στο οποίο έπρεπε και πάλι να υπογράψουν όλοι.

Ο συμβολαιογράφος έλειψε για λίγο και ο Κώστας Ταχτσής κάτι μου σχολίασε, που το άκουσα μόνο εγώ. Το σχόλιό του ήταν σχετικό με τον πλούτο των αγοραστών. Δεν ήταν όμως δηκτικό.

Οι αγοραστές συνομιλούσαν κι αυτοί μεταξύ τους.

Την ώρα που ο συμβολαιογράφος επανεμφανίζεται με το βιβλίο, ακούγεται η σύζυγος να λέει απευθυνόμενη στον άνδρα της: «Πρώτη δουλειά είναι τώρα να απολυμάνουμε το σπίτι».

Το άκουσε ο Κώστας Ταχτσής και σηκώνεται. Πάει στην άλλη άκρη του τραπεζιού, όπου ο συμβολαιογράφος είχε αφήσει το υπογραφέν συμβόλαιο, και χωρίς να δείχνει σημάδια οργής ή νευρικότητας, το κάνει κομμάτια.

Φύγαμε.

Αυτό που άκουσε από την αγοράστρια το κατάλαβε όπως το κατάλαβε και απάντησε με μια χειρονομία ηθικής αποδοκιμασίας.

Τα κομμάτια του συμβολαίου που είχε υπογράψει, ήταν η απάντηση του Κώστα Ταχτσή στην κακοβουλία και τη μιζέρια της αγοράστριας. Στην προσβολή.

Εχουν περάσει χρόνια πολλά από τότε που ο Κώστας Ταχτσής δεν είναι ανάμεσά μας και το ξαφνικό του «αποχωρισμού» δεν μου είχε επιτρέψει να του πω: «Ηθελα να ξέρεις πόσο πολύ εκτιμούσα την ευκαιρία που μου πρόσφερες, ζητώντας μου να είμαι δικηγόρος σου».

Το λέω λοιπόν σήμερα στον Κώστα Ταχτσή κοιτώντας τη φωτογραφία του.