Η συλλογή «Ερωτικά ηρωικά» του Χρήστου Τσιάμη διαιρείται σε δύο ομάδες ποιημάτων: στα «ερωτικά» το ύφος χαρακτηρίζεται από τη γλυκύτητα, τον λυρισμό, την απλότητα, τους καθημερινούς και τους δημώδεις τύπους, τα υποκοριστικά και την ομοιοκαταληξία, η οποία καταλήγει παρωδιακή όταν αυξάνεται υπερβολικά η ευκολία με την οποία σχηματίζεται, και από τον αιφνιδιασμό των ελάχιστων λόγιων περιπτώσεων. Στα «ηρωικά» συναριθμούνται ετερογενείς ηρωικές εκδηλώσεις, από αυτές του Τσε Γκεβάρα και των αναρχικών του Σικάγου μέχρι εκείνες του τερματοφύλακα κατά τη διαδικασία του πέναλτι και του Τζον Κολτρέιν. Τον ενοποιό παράγοντα αποτελεί, όπως σημειώνει ο Χρήστος Τσιάμης στο οπισθόφυλλο, η αυτοθυσιαστική παράδοση του σώματος. Και εδώ το ύφος προσεγγίζει την προφορικότητα της κοινής ομιλίας και αναπτύσσεται επίσης ρυθμικά. Επιπλέον, ενοφθαλμίζονται παράγραφοι πεζού κειμένου, οι οποίες συμπληρώνουν την καταστατική αφηγηματικότητα της ποιητικής.

…Αστραφτες εκείνο το πρωινό, / καθώς είχαμε βγει από τη νύχτα / και από τον έρωτα τον γλυκό. // …Αυτό το γαμήλιο δώρο, λοιπόν, θα σου κάνω. / Γιατί όπως φωνάζουν για τον θεό τους οι πιστοί, / έτσι εφώναζες κι εσύ Ο έρωτας είναι μεγάλος!.. Με τη σύνθεση «Ο έρωτας είναι μεγάλος!» δημιουργείται άμεση επαφή με τους ρωμαίους ποιητές και αμεσότερη με τον Κάτουλλο και τον Οβίδιο, χάρη στην περιγραφή συγκεκριμένων στιγμιοτύπων, στη ρεαλιστική απόδοση, στη θεοποίηση του έρωτα, στην παραβατική εξάσκησή του και στην αμέριμνη αντιμετώπιση της παράβασης. Οι δύο εραστές, οι οποίοι τελούν μάλιστα τη μοιχεία την ημέρα του γάμου της γυναίκας, συμπεριφέρονται με την ελαφρότητα των παιδιών, με συνέπεια η πράξη τους να ανάγεται σε παιχνίδι, όπου αίρονται οι έννοιες της σύγχρονης ηθικής και της ανηθικότητας. Σε αντίθεση με ανάλογες αφηγήσεις, αυτή στην προκείμενη σύνθεση δεν επενδύεται με τον φόβο, την ενοχή ή το διαλυτικό πάθος, αλλά ξετυλίγεται με ευθυμία και χιούμορ.

Τα ποιήματα στα δύο τμήματα του βιβλίου, τα «ερωτικά» και τα «ηρωικά», διέπονται από το αξίωμα ότι την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπινου όντος συνιστά το σώμα και από την ειδικότερη αρχή ότι το διακριτικό γνώρισμα κάθε ανθρώπου είναι το ιδιαίτερο σώμα του: που συστρέφεται, εξεγείρεται, φθίνει, γυμνάζεται, μάχεται, πληγώνεται, οργά, εξουθενώνεται. Συγκρινόμενα λοιπόν με κριτήρια το συγκεκριμένο αξίωμα και την αρχή, τα «ερωτικά» προκρίνονται εις βάρος των «ηρωικών», γιατί στα δεύτερα το αίτημα της σωματικότητας νοθεύεται σε κάποιο βαθμό από τον επαναστατικό κυρίως διδακτισμό. Ομως και μεταξύ των «ερωτικών» αναδεικνύονται ως επιτυχέστερα όσα αποτελούν αποσπάσματα ενός λόγου προς το εγγεγραμμένο, άρα παρόν, επιθυμημένο πρόσωπο. Ετσι στις καλύτερες συνθέσεις συνυπολογίζονται οι «Κούρσες», το «Ménage à trois», οι «Πυρομανείς» και ίσως η πρώτη από όλες είναι το έκτο μέρος από τις «Μνήμες μικρές ερωτικές», εφόσον η σκηνή μεταβεί στον ενεστώτα: Κι όταν στάθηκες στην πόρτα / φορούσες μόνο τα τακούνια. / Και πιο πάνω από τη γύμνια σου το βλέμμα / εκείνο που έλεγε σβήσε τώρα τα φώτα. / Ανοιξες το ραδιόφωνο κι ήρθαν τα τραγούδια.

Το επίτευγμα στα ποιήματα της συλλογής που ξεχωρίζουν έγκειται στην επανενεργοποίηση μιας ηθικής διάστασης, η οποία εξαπλώνεται από τις ορέξεις του σώματος. Πρόκειται για μια ηθική αντισυμβατική, δυσανεκτική απέναντι στις εξουσίες και στις σύγχρονες αξίες που καθορίζουν τη διαγωγή, ακριβέστατα συνεπή, ώστε να μη συγχέεται με την έκλυση και ανταποκρινόμενη σε συμπεριφορές οι οποίες έχουν καταγραφεί στη λογοτεχνία της αρχαιότητας. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο Χρήστος Τσιάμης παραπέμπει άλλωστε στη Σαπφώ και στην τελευταία σύνθεση των «ερωτικών» ενσωματώνονται στίχοι της και μια διασκευή της γνωστής της priamel (Μερικοί λένε ότι είναι τα λεφτά – / εξωτικές επαύλεις και τζετ ιδιωτικά. / Αλλοι λένε πως είναι η αίγλη / της οθόνης του σινεμά. / Εγώ όμως επιμένω, εκείνο που μετράει / είναι πόσο καλά αγαπάς). Συνεπώς, στη συγκεκριμένη συλλογή επανευρίσκεται η ανατρεπτική αρχαία διάθεση για την πλήρη επικαρπία της ζωής μέσω πρώτιστα του σώματος, η οποία διατυπώθηκε εξίσου εύγλωττα από τους ρωμαίους ποιητές. Στο υφολογικό αντίστοιχο αυτής της επανευρεθείσας ηθικής, στην προσχεδιασμένη αφέλεια της έκφρασης, βρίσκονται συγχωνευμένες και ξένες γραφές, στις οποίες επιτρέπεται να παραμένουν αναγνωρίσιμες.