Η φωτογραφία περιλαμβάνεται σε μια συλλογή με γενικό τίτλο «Ανθρωποι των γραμμάτων» στο γενικό αρχείο του ΕΛΙΑ. Στο πίσω μέρος αναγράφονται με μολύβι τα ονόματα των απεικονιζομένων: Roger Milliex, Στέλιος Ανεμοδουράς, Αρης Δικταίος, Ελλη Αλεξίου, καθώς και η διεύθυνση: Σαπφούς 73, Ελλη, Σπίτι Καλλιθέας. Xρονολογία δεν αναγράφεται, άγνωστη επίσης κι η ημερομηνία λήψης. O αναφερόμενος τόπος (σπίτι Καλλιθέας) μπορεί, ωστόσο, να μας οδηγήσει πίσω, στον Μεσοπόλεμο, και στη συνέντευξη που η Ελλη Αλεξίου είχε παραχωρήσει στον Γιώργο Περαστικό (ψευδώνυμο του Γιώργου Μυλωνογιάννη) ως Ελλη Δασκαλάκη, μια και δημοσίευε τότε με το επίθετο του πρώην συζύγου της Βάσου Δασκαλάκη. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» στις 23/10/1937 και συνοδεύεται από ένα σκίτσο της συγγραφέως, φιλοτεχνημένο από την ίδια, καθώς και –σε αυτόγραφό της -, από τη φράση – μότο: «Κείνες οι δυστυχίες με συγκινούνε περισσότερο, που μένουν ώς στο τέλος αγιάτρεφτες, ενώ θα μπορούσαν να θεραπευτούν με ανθρώπινα μέσα. Ελλη Δασκαλάκη».

Πρώτος αριστερά στη φωτογραφία, δίπλα στην Ελλη Αλεξίου, ποζάρει ο συμπατριώτης της Αρης Δικταίος, κι η παρουσία του μας βοηθάει να υποθέσουμε, έστω και κατά προσέγγιση, τη χρονολογία της φωτογραφίας: Ο Αρης Δικταίος «το 1938 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου φοίτησε ώς το 1940, οπότε επιστρατεύτηκε» αναφέρει στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου «Αρης Δικταίος – Ανθολόγιο στην ποίησή του» ο επιμελητής της έκδοσης Ντίνος Κωνσταντόπουλος (Δοκιμάκης 2010), συνεχίζοντας: «Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής επέστρεψε στο Ηράκλειο…».

Ακόμη πιο κατατοπιστικός ο, μετέπειτα βραβευμένος ποιητής, διεισδυτικός δοκιμιογράφος αλλά και πληθωρικός μεταφραστής Δικταίος, αναφερόμενος στην εφηβική ζωή του στο Ηράκλειο Κρήτης «κάτω από τις διαρκείς πιέσεις της οικογένειάς του, της εθνικής παιδείας μας και της επαρχιακής πόλης του», εκμυστηρεύεται σε συνέντευξή του στους Θανάση Νιάρχο και Αντώνη Φωστιέρη στο περιοδικό «Η λέξη», τ. 14 Μάης 1982, ότι ένα σύντομο ξανάσασμα ήταν η φοιτητική μου περίοδος στην Αθήνα: «Ητανε, βέβαια, η εποχή της μεταξικής δικτατορίας, μα πάντα τα κατάφερνα να ξεγλιστρώ από τα στριμώγματα της ΕΟΝ… Και, ναι, ναι, κάτω απ’ τη δικτατορία κι ανάμεσα στους πιο στενούς αριστερούς φίλους μου (τη Γαλάτεια Καζαντζάκη και τον Αυγέρη, την Ελλη Αλεξίου και τον Ρίτσο –χωρίς αυτό να σημαίνει πως μου έκαναν ποτέ την παραμικρή προπαγάνδα) έλαμψε στα μάτια μου και μέσα μου η ελευθερία κι η συνείδησή της, το ανοιχτό τού ορίζοντα…». Θα άξιζε να παρατηρηθεί πως ο ανώνυμος φωτογράφος μοιάζει, πράγματι, να συνέλαβε αυτή τη «στιγμή ευφορίας» στην έκφραση του νεαρού Δικταίου, έστω και στη δύσκολη (γι’ αυτόν, τους συνοδοιπόρους του, αλλά και τη χώρα) χρονική στιγμή της φωτογραφίας, κατά τα έτη 1938-1940, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος –κι οι μετέπειτα εθνικές μας περιπέτειες. Μέχρι τη στιγμή της φωτογράφισης ο Αρης Δικταίος είχε συνεισφέρει τις ποιητικές συλλογές «Στα κύματα της ζωής» – 1934 (που αργότερα σιωπηρά αποκήρυξε), «Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες» – 1935, «Αγνεία» – 1937 και « Ο αντιφατικός άνθρωπος» – 1938, όλες εκδομένες στην πατρίδα του, το Ηράκλειο, κι είχε αποσπάσει ευμενείς κριτικές, και μάλιστα από αυστηρούς κριτικούς, όπως ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, καθώς και ιδιωτικά σχόλια σαν αυτά του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στην αλληλογραφία τους: «Ο στίχος του «Αντιφατικού ανθρώπου» είναι κλωντελικός: Διαβάζεις Claudel; Αγάπα τον, είναι περίφημος. 21.V. 1938».

Aν η φωτογραφία είναι τραβηγμένη μέσα στο 1939, τότε είναι, επίσης, σε μια χρονιά καίρια και για τον γάλλο ελληνιστή και διανοούμενο Ροζέ Μιλιέξ, αφού την ίδια χρονιά παντρεύεται την ελληνίδα συγγραφέα Τατιάνα Γκρίτση, σύντροφό του μέχρι το τέλος της ζωής του. Γεννημένος στη Μασσαλία το 1913, αφού σπούδασε στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου του Εξ, ήρθε στην Ελλάδα ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, όπου συνάντησε, ως μαθήτριά του, τη μετέπειτα δημοσιογράφο, συγγραφέα και σύζυγό του Τατιάνα Γκρίτση. Πέρα από τη θέση του διευθυντή σπουδών στο Γαλλικό Ινστιτούτο και τα πολλά δοκίμια που συνέγραψε, αξίζει να σημειωθεί και η αντιφασιστική δράση που ο Μιλιέξ ανέπτυξε, ήδη από τα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην περίοδο της Κατοχής, ο Ροζέ Μιλιέξ διέφυγε μαζί με τη σύζυγό του Τατιάνα στη Νότια Γαλλία, απ’ όπου, με τις δραστηριότητες του, πέτυχε να προκαλέσει το ενδιαφέρον των γάλλων διανοουμένων για την ελληνική Αντίσταση. Με δική του πρωτοβουλία εκδόθηκε το βιβλίο – λεύκωμα «Αφιέρωμα στην Ελλάδα 1940-1944» με κείμενα γάλλων διανοουμένων καθώς και, για εικονογράφηση, πίνακες των Πικάσο, Πικάμπια κ.λπ. Επίσης, με δική του πρωτοβουλία, μαζί και του τότε διευθυντή σπουδών του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και γνωστού ελληνιστή Οκτάβιου Μερλιέ, στάλθηκαν το 1945, με υποτροφίες για σπουδές στη Γαλλία, με το πλοίο «Ματαρόα» μερικά από τα πιο λαμπρά μυαλά της Ελλάδας: Μέμος Μακρής, Νίκος Σβορώνος, Κώστας Αξελός, Κορνήλιος Καστοριάδης, Μιμίκα Κρανάκη κ.ά.

Πόσοι, αλήθεια, από τους νεαρούς αναγνώστες του εικονογραφημένου περιοδικού «Ο μικρός ήρως», που ήταν τόσο ευρέως διαδεδομένο και αγαπητό στο νεανικό κοινό της δεκαετίας 1950-1960, γνώριζαν το όνομα του εμπνευστή του και συγγραφέα των περιπετειών του κεντρικού ήρωά του Γιώργου Θαλάσση; Ελάχιστοι έως κανείς. Ο, εικονιζόμενος πάνω δεξιά Στέλιος Ανεμοδουράς που το συνέγραφε, με τη συνεργασία του Βύρωνα Απτόσογλου, που το διάνθιζε με τα σκίτσα του, σφράγισε, ωστόσο, μια μεγάλη περίοδο της ελληνικής ιστορίας (τις περιπέτειες του πολέμου, της Κατοχής και της εμφύλιας σύρραξης) με το αφηγηματικό του ύφος. Ξεκίνησε τη θητεία του από τον Μεσοπόλεμο, πλάι στον θρυλικό δημοσιογράφο και εκδότη Απόστολο Μαγγανάρη και το περιοδικό του «Μάσκα». Αργότερα εμπνεύστηκε τον δικό του «Υπεράνθρωπο». Για μια ολόκληρη 16ετία, από το 1953 έως το 1968, συνέγραφε τον «Μικρό ήρωα», μέχρι που διακόπηκε για λόγους που είχαν άμεση σχέση με την επιβολή λογοκρισίας που είχε επιβάλει το τότε δικτατορικό καθεστώς. Ο «Μικρός ήρως» αφηγείται τις περιπέτειες τριών ηρωικών Ελληνόπουλων, του Γιώργου Θαλάσση, της Κατερίνας και του «Σπίθα», κατά τη διάρκεια της Κατοχής και εκθειάζει τον αντιφασιστικό αγώνα τους.

Σήμερα, που τηρούνται αυστηρές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα όρια της ακαδημαϊκής λογοτεχνίας και αυτής των μαζών, τούτη η ασπρόμαυρη φωτογραφία των ετών 1938-1940 έχει κάτι από την ατμόσφαιρα των περιοδικών άλλης εποχής, που, αν και μαζικής κατανάλωσης, εντούτοις έφεραν στις σελίδες τους υπογραφές λογίων και ακαδημαϊκών δίπλα σε λαϊκούς συγγραφείς και δημοσιογράφους: Τάκης Παπατσώνης και Ιωάννα Αναγνώστου – Μπουκουβάλα πλάι πλάι.