Επετειακή διοργάνωση, αλλά αυτό δεν οδηγεί αποκλειστικά σε καλές ταινίες: Το «Μπάρμπαρα» του Ματιέ Αμαλρίκ, βασισμένο στη ζωή μιας θρυλικής γαλλίδας τραγουδίστριας, αποτυγχάνει σε όλα τα επίπεδα. Είναι, κατ’ αρχάς, μετριότατο ως βιογραφία –μαθαίνουμε ελάχιστα για τη ζωή αυτής της γυναίκας και τα όποια γεγονότα καταγράφονται εδώ είναι σκόρπια και εντελώς ασύνδετα δραματουργικά. Μόνο που ο Αμαλρίκ, που σκηνοθετεί και επίσης εμφανίζεται, φιλοδοξεί να στήσει και ένα φιλμικό δοκίμιο πάνω στην καταγραφή ενός μύθου. Με άλλα λόγια, περνιέται για μεγάλος σκηνοθέτης, ενώ είναι ζήτημα αν ξέρει να ενώσει πέντε πλάνα μεταξύ τους –ως ηθοποιός όμως είναι μια χαρά. Γιατί τόσο πλεονέκτης, κύριε Αμαλρίκ;

Αποτυχία όπως και για τον Κιγιόσι Κουροσάβα, ιάπωνα κινηματογραφιστή μερικών σπουδαίων φιλμ, όπως το ξακουστό (στους φίλους του τρόμου) «Kairo» του 2001. Εδώ όμως, με το «Πριν εξαφανιστούμε», σκηνοθετεί μια παράδοξη ιστορία εισβολής εξωγήινων στη Γη που βασίζεται, ομολογουμένως, σε μια ενδιαφέρουσα ιδέα: δεν υπάρχουν τερατόμορφα άλιεν, αλλά ανθρωπόμορφοι οργανισμοί που κλέβουν «έννοιες» από τους εγκεφάλους των θυμάτων τους. Εννοιες όπως η εργασία, η ιδιοκτησία, η οικογένεια και η αγάπη. Και το ενδιαφέρον έγκειται τόσο στο τι συμβαίνει στα θύματά τους μετά την «αφαίρεση» όσο και στις αλλαγές που καταγράφονται στους ίδιους. Ομως η ιστορία επαναλαμβάνεται αδιάκοπα, μέχρι να φτάσουμε στο αποκαλυπτικό (και γεμάτο φτηνά ψηφιακά εφέ) φινάλε.

Μια παραγωγή του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν ήταν η τρίτη ταινία του τμήματος «Ενα Κάποιο Βλέμμα» (όπου ανήκουν και οι δυο που προαναφέραμε) που άναψε κάπως τα αίματα. Ο σεναριογράφος Τέιλορ Σέρινταν («Πάση θυσία», «Σικάριο») σκηνοθετεί αυτή τη φορά ένα δικό του σενάριο, βασισμένο σε αληθινή ιστορία: τον βιασμό μιας άμοιρης Ινδιάνας κάπου στη χιονισμένη αμερικανική επαρχία, με τον Τζέρεμι Ρέινερ και την Ελίζαμπεθ Ολσεν να αναζητούν τον ένοχο. Ο τίτλος του φιλμ «Wind River». Μιλάμε για αστυνομικό μυστήριο, δοσμένο με ειλικρίνεια και ευαισθησία που σε ταράζει (με την καλή έννοια), έργο αληθινού μάστορα και η πρώτη ταινία με πραγματικό ήρωα που είδαμε στο Φεστιβάλ. Αναμενόμενο αυτό το τελευταίο: Οι ήρωες είναι παλιομοδίτικες, αρχετυπικές έννοιες που οι μεγάλοι δημιουργοί συνηθίζουν να σνομπάρουν (με ελάχιστες εξαιρέσεις –θυμηθείτε τον περσινό Χρυσό Φοίνικα, «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ», του Κεν Λόουτς). Εχουμε φυσικά και ενστάσεις, αλλά περισσότερα όταν η ταινία βγει στις αίθουσες.

Στο επίσημο διαγωνιστικό είχαμε, επιτέλους, και ένα μεγάλο όσο και ευαίσθητο φιλμ: Το «Radiance» της Γιαπωνέζας Ναόμι Καβάσε είναι ένα αληθινό διαμάντι, ένα φιλμ σκηνοθετικού μεγαλείου και σεναριακής απλότητας –εκ της οποίας όμως αναδύονται τόσες ιδέες και τόσα αρώματα που θα χρειαζόμασταν σελίδες ολόκληρες για να μην το αδικήσουμε. Η βασική ιδέα: Η Μισάκο, μια νεαρή γυναίκα με ενδιαφέρουσα δουλειά (ηχογραφεί περιγραφές ταινιών για ανθρώπους με προβλήματα όρασης), συναντά τον Νακαμόρι, έναν άνδρα με πραγματικό πάθος για τη φωτογραφία, που όμως μέρα με τη μέρα χάνει την όρασή του. Είναι εντυπωσιακό το πώς οι χαρακτήρες της Καβάσε δείχνουν να επικοινωνούν, συχνά χωρίς να ακουστεί ούτε διάλογος –κάτι που λειτουργεί καθώς η σκηνοθέτρια έχει φροντίσει να καταγράψει, πρώτα στο χαρτί και μετά σε «φιλμ», χαρακτήρες αληθινούς, πολυσύνθετους, πιστευτούς. Σε αντίθεση με τον φτηνό κυνισμό για (αιώνιους) 13χρονους που σερβίρουν άλλα φιλμ στο διαγωνιστικό τμήμα, η ταινία της Καβάσε είναι ένα υπόδειγμα αληθινού, απαιτητικού (στη σύλληψή του) και απολύτως μοντέρνου κινηματογράφου που προσωπικά με κατενθουσίασε. Αν και τώρα, που ρίχνω κάποιες κλεφτές ματιές στα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, το ίδιο μοιάζει να συμβαίνει και με πολλούς άλλους συναδέλφους μου. Μαζί με το φιλμ του Αντρέι Ζβγιαγκίντσεφ, η μόνη ταινία άξια του Χρυσού Φοίνικα –μέχρι τώρα τουλάχιστον.