Για τη γενιά που έζησε στη δεκαετία του ’60 και του ’70 ήταν συνυφασμένος με την τηλεοπτική ψυχαγωγία. Πρώτα από όλα συστήθηκε ως Σάιμον Τέμπλαρ, γνωστός και ως «Αγιος» από το αρκτικόλεξο του αγγλικού τηλεοπτικού ονοματεπωνύμου του (ST – Simon Templar) και μετά ως Τζέιμς Μπόντ, πράκτορας της αυτού μεγαλειότητας βασίλισσας της Αγγλίας με κωδικό Ντάμπλ Οου Σέβεν (που του έδινε την άδεια να σκοτώνει).

Ο σερ Ρότζερ Μουρ, που πρόσθεσε χιούμορ στην κινηματογραφική εκδοχή του ήρωα του Ιαν Φλέμινγκ σε επτά μποντικές ταινίες, πέθανε χθές στα 89 του στην Ελβετία έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο, όπως ανακοίνωσαν τα παιδιά του στο twitter. Είχε παράλληλα στο ενεργητικό του πέντε τηλεοπτικές σειρές, ανάμεσά τους, «Ιβανόης» (έκανε τον ιππότη- πρώτο σπαθί του Ριχάρδου Λεοντόκαρδου στην τηλεοπτική εκδοχή του 1958) και «Αντίζηλοι» («The Persuaders») όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Τόνι Κέρτις.

Γεννημένος το 1927 στο Λονδίνο, ο ηθοποιός άρχισε να εργάζεται ως μοντέλο, πριν υπογράψει επταετές συμβόλαιο με το στούντιο της MGM και δώσει τα χέρια με τον Αλμπερτ Μπρόκολι. Ωστόσο το εισιτήριό του στο Χόλιγουντ ήταν οι συμμετοχές του στον «Αγιο» και τους «Αντίζηλους». Για τους λάτρεις των σινεφίλ λεπτομερειών και των στατιστικών ο σερ (χρίστηκε ιππότης το 2003 από τη βασίλισσα της Αγγλίας για το φιλανθρωπικό έργο του) υπήρξε ο μεγαλύτερος σε ηλικία Τζέιμς Μποντ: όταν πήρε τον ρόλο ήταν 46 ετών. Ο Σον Κόνερι ήταν 33 ενώ εξαιρείται ο 50άρης Ντέιβιντ Νίβεν που έπαιξε στην μποντική παρωδία «Καζίνο Ρουαγιάλ».

Ο ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΕΡΟΣ 007. Ηταν η δεύτερη φορά που είχαν προσεγγίσει τον Μουρ για τον ρόλο. Στην πρώτη απόπειρα αρνήθηκε διότι έπαιζε στην τηλεόραση και ο προγραμματισμός των κινηματογραφικών γυρισμάτων συνέπιπτε με τις υποχρεώσεις του στη μικρή οθόνη. Οταν αποχώρησε ο Σον Κόνερι, το ερώτημα επαναδιατυπώθηκε στον Ρότζερ Μουρ. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Υπήρξε ο μακροβιότερος 007 στα χρονικά των μποντικών ταινιών, με πρώτη εμφάνιση στο «Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν» του 1973 και τελευταία στο «Επιχείρηση: Κινούμενος στόχος» του 1985. Τότε, το 1985, παρέδωσε τη σκυτάλη στον Τίμοθι Ντάλτον και ταυτόχρονα αποσύρθηκε από το σινεμά για την επόμενη πενταετία. Ομως από το 1990 και μετά πραγματοποίησε σποραδικές εμφανίσεις με μικρούς ρόλους.

Επί των ημέρων του, ο ήρωας έγινε πιο φλεγματικός και κοσμοπολίτης. Ο Μποντ του δανδή Ροτζερ Μουρ απέκτησε χιούμορ, ήταν λιγότερο δυναμικός από τον προκάτοχό Κόνερι, περισσότερο καλοπερασάκιας –καμία σχέση με τον κατοπινό Ντάνιελ Κρεγκ που τσαλάκωσε το προφίλ του 007 παραδίδοντας έναν πιο εύθραυστο και συμπλεγματικό ήρωα –και έκανε τον ήρωα του Φλέμινγκ πιο οικείο από τους έξι ηθοποιούς που τον έχουν υποδυθεί έως σήμερα, στοιχείο που θεωρείται το μεγαλύτερο παράσημό του.

ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΕΙΑ. Δεν ήταν, όμως, μονάχα το ταλέντο, το χιούμορ, η αυτοσαρκαστική διάθεση και η εκλεπτυσμένη εμφάνιση που έκαναν τον Ρότζερ Μουρ αγαπητό στο κοινό και τους συνεργάτες του, αλλά και η έμφυτη ευγένεια και σεμνότητά του. Οταν τον ρώτησαν ποιους ηθοποιούς θεωρούσε καλύτερους Μποντ, τοποθέτησε τον εαυτό του στην τέταρτη θέση, μετά τους Σον Κόνερι, Ντάνιελ Κρεγκ και Τζορτζ Λέιζενμπι (παρά το γεγονός ότι θεωρείται ο πιο αποτυχημένος Μποντ μέχρι τώρα).

Ο ίδιος πάντως αμφισβητούσε τον παράγοντα ταλέντο στην περίπτωσή του. «Κατά τη διάρκεια των πρώτων μου χρόνων ως ηθοποιός, μου έλεγαν ότι για να πετύχεις χρειάζεσαι προσωπικότητα, ταλέντο και τύχη σε ίσες δόσεις. Το αμφισβητώ αυτό. Για μένα ήταν 99% τύχη. Δεν χρησιμεύει σε τίποτα το να έχεις ταλέντο, αν δεν βρεθείς στο κατάλληλο μέρος τη σωστή στιγμή», είχε πει.

Ακόμη περισσότερο, αν και εκτοξεύθηκε στη σφαίρα της διασημότητας μέσα από τις ταινίες του Μπρόκολι και συνολικά είχε στο ενεργητικό του τουλάχιστον 50 ταινίες και αρκετές σειρές, θεωρούσε ότι το όχι και τόσο γνωστό θρίλερ «Ο άνθρωπος που στοίχειωσε τον εαυτό του» (1970) του Μπέιζιλ Ντίρντεν την καλύτερη ταινία της καριέρας του. Στη διάρκεια της τελευταίας ταξίδεψε δύο φορές στην Ελλάδα για τις ανάγκες ισάριθμων ταινιών. Το 1977 βρέθηκε στη Ρόδο κάνοντας τον ναζί ταγματάρχη Οτο Χεκτ στην ταινία «Απόδραση στην Αθήνα» του Τζορτζ Κοσμάτου (με συμπρωταγωνιστές τους Τέλι Σαβάλα, Ντέβιντ Νίβεν, Κλάουντια Καρντινάλε) και ήρθε ξανά τον Σεπτέμβριο του 1980 για τις ανάγκες της ταινίας «Για τα μάτια σου μόνο» σε Κέρκυρα και Μετέωρα προκαλώντας μάλιστα κατά μια εκδοχή αντιδράσεις στους μοναχούς. Οι καλόγεροι είχαν κλείσει τις μονές ενώ εκείνη της Αγίας Τριάδας την είχαν καλύψει με σεντόνια, ελληνικές σημαίες, βυζαντινά λάβαρα και κομμάτια νάιλον επειδή ο Μουρ είχε κάνει, λέει, τον «Αγιο» στην τηλεόραση. Μια άλλη εκδοχή απέδιδε τις αντιδράσεις των μοναχών στο σενάριο της ταινίας, πιστεύοντας ότι προσβάλλει την ιερότητα των χώρων.

Στον φιλανθρωπικό ακτιβισμό μυήθηκε από την καλή του φίλη Οντρεϊ Χέπμπορν και υπήρξε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της UNICEF. Μάλιστα ο Μουρ θεωρούσε πιο σημαντικό το έργο εκείνο από ότι είχε καταφέρει στην έβδομη τέχνη. «Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι διερωτώνται τι γνωρίζει ένας ηθοποιός για παγκόσμια ζητήματα», έλεγε στον «Guardian» και απαντούσε ότι «εργαζόμενος για την UNICEF έχει γίνει ειδικός σε μια ευρεία γκάμα θεμάτων, από τα αίτια του νανισμού έως τα οφέλη του θηλασμού. Αισθάνομαι προνομιούχος».