Δεν πρόλαβε να τις δει κανείς να πετάνε στον ουρανό κι ας λάμπουν καθώς δεν γυαλίζουν στο φως μόνο τα μάτια τους αλλά και το σώμα και τα φτερά τους καμωμένα από μέταλλο και ψηφίδες (από κρύσταλλο και καθρέφτη) που λαμπυρίζουν στο φως. Κουκουβάγιες που κατάφεραν να μπουν από τα παράθυρα και τις πόρτες του Αρχαιολογικού Μουσείου Πόρου και να καταλάβουν καθεμιά τους κι από ένα κιονόκρανο, ενώ άλλες έμειναν να πετούν ανάμεσα στις εκτεθειμένες αρχαιότητες. Και σαν να ανήκαν εκεί, σαν να ήταν η μόνιμη θέση τους μέσα στο μουσείο, μετατράπηκαν σε προσωρινά εκθέματα που συνδέουν την τέχνη της αρχαιότητας με εκείνη του 21ου αιώνα.

Διότι το σμήνος αυτό των κουκουβαγιών που προσγειώθηκε μέσα στο μικρό αλλά γοητευτικό μουσείο του Πόρου δεν έφτασε από τον γειτονικό ναό της Αθηνάς Απουρίας –του ιερού που ίδρυσε η μητέρα του Θησέα, Αίθρα, στο ένα από τα δυο νησάκια που αποτελούν τον Πόρο, τη Σφαιρία, όταν κατ’ εντολήν της Αθηνάς πήγε στο νησί για να προσφέρει χοές στον τάφο του ηνιόχου του Πέλοπα, Σφήρου, και έπεσε θύμα βιασμού από τον Ποσειδώνα. Είναι σύγχρονες δημιουργίες με τη σφραγίδα της καθηγήτριας στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αφροδίτης Λίτη, που παρουσιάζονται επ’ αφορμή της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων υπό τον τίτλο «Γλαύκες» και σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Τατιάνας Σπινάρη – Πολλάλη και της αρχαιολόγου Μαρίας Γιαννοπούλου.

ΓΛΑΥΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Τούτες οι γλαύκες, τα σοφά πουλιά –σύμβολα της θεάς Αθηνάς –διά χειρός της γλύπτριας που έχει θητεύσει επί 23 χρόνια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ως μουσειακή γλύπτρια, δεν προσγειώθηκαν στον Πόρο μόνα τους. Συνοδεύονται από έναν στρατό από μικρά και μεγάλα, μπρούντζινα κι αλουμινένια, υφασμάτινα και πλαστικά ανθρωπάκια, που άλλοτε στέκονται κι άλλοτε μοιάζουν να έχουν «παγώσει» μια στιγμή μόνο πριν χάσουν την ισορροπία τους, πριν ανατραπούν και μαζί ανατρέψουν και τους κανόνες της λογικής. Είναι οι φιγούρες του Γιώργου Λάππα, οι πρωταγωνιστές του γλυπτικού του κόσμου, όπως διαμορφώθηκε από το 1978 –από τα φοιτητικά του δηλαδή χρόνια –ώς τον αδόκητο χαμό του το 2015.

Κι είναι εκείνα τα έργα που μαζί με σχέδια και σπουδές των έργων του ταξιδεύουν στο νησί του Αργοσαρωνικού και στη γειτονική στο μουσείο γκαλερί Citronne για να συντροφεύσουν τις Γλαύκες και να συνθέσουν επί της ουσίας μια διπλή έκθεση, πλάι σε εκείνη της Αφροδίτης Λίτη, υπό τον τίτλο «Φιγούρες και σακίδιο με αφτιά». Μια κοινή τρόπον τινά έκθεση που το σπουδαίο ζευγάρι καλλιτεχνών δεν υλοποίησε ποτέ όσο ζούσε ο Γιώργος Λάππας –επίσης καθηγητής στην ΑΣΚΤ –και που τώρα, μετά θάνατον, γίνεται πραγματικότητα στον Πόρο χάρη στην πρωτοβουλία της ιδιοκτήτριας της Citronne, Τατιάνας Σπινάρη, που υπογράφει και τα κείμενα του καταλόγου μαζί με την επιμελήτρια του Μουσείου Μπενάκη, ιστορικό τέχνης Πολύνα Κοσμαδάκη.

Οι λιτοί χώροι της γκαλερί Citronne, όμως, και ο δροσερός της κήπος που φιλοξενεί μια κόκκινη φιγούρα, χαρακτηριστική του έργου του Γιώργου Λάππα, από τσόχα κι άλλη μία στις αποχρώσεις του μπλε από πλαστικό ύφασμα και φως, δεν είναι οι μοναδικοί χώροι που φέτος το καλοκαίρι θα μπορεί να δει κάποιος τη δημοφιλή δουλειά του καλλιτέχνη.

ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ. Τιμητική αναφορά στο έργο του προγραμματίζεται και στο Ιδρυμα Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως στην Ανδρο στο πλαίσιο της εκθεσιακής ενότητας «Εύκρατη ζώνη» που επιμελείται η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά μαζί με έργα εννέα ακόμη καλλιτεχνών (Νίκου Αγγελίδη, Χρύσας Βουδουρογλου, Πέτρου Βρέλλη, Γιώργου Γυπαράκη, Ελλης Κουτσουκέλλη, Κωνσταντίνου Μάσσιου, Βαρβάρας Σπυρούλη, Αντώνη Στάβερη, Ηλία Τσακμάκη), τα οποία δημιουργούν έναν διάλογο με εκείνα του Γιώργου Λάππα αλλά και με την προβληματική που θέτει ο τίτλος της έκθεσης.