Τη βραδιά θα άνοιγαν οι Δανοί Raveonettes. Ετσι κι έγινε, αρκετά λεπτά όμως μετά τον ατάραχο αισθησιασμό τους κι ενώ το λασπωμένο Terra Vibe γέμιζε με είκοσι χιλιάδες ημισκότεινους μεσηλίκους, χορευταρούδες τριανταπεντάρες ή βαλκάνιους εκδρομείς, η πραγματική εκκίνηση δινόταν με Beatles: το «Revolution» και οι επαναστατικές αμφιβολίες του, διατυπωμένες από τα ηχεία γύρω στις 21.30, σαν να ταίριαζαν στα πρόσφατα ενδιαφέροντα των Depeche Mode όπως εκφράστηκαν στο «Spirit». Οχι ότι θα ακολουθούσε πολιτική συναυλία. Ο Ντέιβ Γκάχαν, με μαυροκόκκινο σακάκι και γιλέκο, αστραφτερά μποτάκια και σικάτο μουστάκι, είχε όρεξη για λάγνο ξεφάντωμα. Κι ας διαμαρτυρόταν ήδη από το «Going Backwards», ότι ο κόσμος οδηγείται σε μια «νοοτροπία του ανθρώπου των σπηλαίων».

Το αν η αρχική χλιαρότητα του κοινού οφειλόταν στα καιρικά φαινόμενα ή σε άλλη μια συναυλία που μόνο προς το τέλος ανέβασε γκάζια, είναι ένα ερώτημα. Ασήμαντο κιόλας, με δεδομένη την υπερκινητική αρχοντιά του Γκάχαν ή τον αισιόδοξο λυρισμό του Μάρτιν Γκορ, που αναδείχθηκαν στα «So much love» και «A pain that I’m used to», «Home» ή «Question of lust». Κάπου εκεί πάντως ακούστηκε από το κοινό και τελικά δρομολογήθηκε το αίτημα «άντε να ανεβούμε λίγο». Τελικά, το «Where’s the revolution», το σινγκλ του «Spirit», που ακουγόταν είτε σαν κάλεσμα, είτε σαν ειρωνεία, σαν να αντιλάλησε στα γύρω βουνά. Στο «Everything counts» κουνήθηκαν πολλά χέρια, χύθηκαν λίγα δάκρυα, μέχρι που το ψιλόβροχο στο «Enjoy the silence», σαν να μην ένοιαξε κανέναν.

Για το «Somebody» στο ανκόρ (που έκανε δεκάδες αδιάβροχα να αγκαλιαστούν), για τη διασκευή στο «Heroes» (που έκλεισε με ένα φιλί προς τον ουρανό) ή για το «Personal Jesus» (που ελάχιστοι άφησαν ατραγούδιστο), δεν χρειάζονται πολλά. Ηταν η κορύφωση δύο ωρών που μόνο στα χαρτιά έμοιαζαν με την υπόλοιπη περιοδεία των βρετανών. Τα έχουν αυτά τα επαναλαμβανόμενα οι πολυετείς καριέρες στην ποπ, έστω κι έτσι όμως, κάτω από τον άψογο ήχο και τα εμπνευσμένα οπτικά εφέ, κάτω από θάλασσες με υψωμένες οθόνες κινητών, μια σπίθα μπορεί να καίει ακόμα. Την Τετάρτη το βράδυ, εκείνοι οι ημισκότεινοι μεσήλικοι, τα κορίτσια με τα αστέρια στα μάγουλα, αλλά και οι βαλκάνιοι εκδρομείς, δεν πρέπει να έζησαν κάτι αναπάντεχο. Σαν να ευχαριστήθηκαν όμως κάτι οικείο.