Είναι ποτέ δυνατόν η μόδα να πάει κόντρα στον καιρό της, αφού η μόδα είναι φτιαγμένη μέσα στον καιρό της;

Στην Αργεντινή όπου ήταν εγκατεστημένος για είκοσι τέσσερα χρόνια ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς (1904-1969) έγραψε την «Οπερέττα». Διακεκομμένα, μεταξύ του 1958, του 1964 και του 1966, όταν είχε πια επιστρέψει στην Ευρώπη και ζούσε στο Βερολίνο και μετά στη Γαλλία, την ολοκλήρωσε. Στο μεταξύ τα έργα του είχαν αρχίσει να κινούν το ενδιαφέρον εκδοτών και κριτικών, ενώ στην πατρίδα του, την Πολωνία, άργησαν να τον αναγνωρίσουν.

Ο Γκομπρόβιτς γεννήθηκε λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Βαρσοβία, από οικογένεια ευγενών γαιοκτημόνων, σπούδασε νομικά, έμαθε γαλλικά και γερμανικά, αλλά η κλίση του προς τη γραφή ήταν τελικά αυτή που τον κέρδισε. Εκτός από διηγήματα έγραψε, μεταξύ άλλων, τα έργα «Πορνογραφία», «Κόσμος», «Ημερολόγιο», «Υπερ-Ατλαντικός», τα θεατρικά «Γάμος στα βουνά της Κόρδοβας» και «Υβόννη, πριγκίπισσα της Βουργουνδίας».

ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ. Γοητευμένος από τον υπερρεαλισμό και το παράλογο, στην «Οπερέττα» ανέπτυξε τις απόψεις του για τη ζωή και την τέχνη. Από τη μια, γεμάτο συμβολισμούς, απορίες και ερωτήματα πάνω στην ίδια τη μορφή, εξού και επέλεξε ένα ελαφρό είδος, όπως θεωρείται η οπερέττα. Από την άλλη, σκέψεις για τον άνθρωπο και την κοινωνία, την ανωτερότητα και την κατωτερότητα, την αλήθεια των σχέσεων, γυμνή και αφτιασίδωτη και τη μόδα ως μέσου κάλυψης και ανακάλυψης ενός καινούργιου δρόμου, μιας επανάστασης.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για την «Οπερέττα»: η εκκίνηση θέλει δύο άνδρες, τον Αρισταίο και τον Φιρουλέ, να διεκδικούν την ίδια γυναίκα. Και όσο εκείνοι επιδιώκουν να την ντύνουν και να τη στολίζουν για να την κερδίσουν τόσο εκείνη αναζητά τη γύμνια της, υπακούει στα ένστικτά της και έλκεται από το πρωτόγονο.

Ο Νίκος Καραθάνος βρήκε στην «Οπερέττα» το υλικό που του επέτρεψε να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε με το «Δεκαήμερο», προσθέτοντας έναν ακόμα κρίκο. Μέσα στον ιδιόμορφο παραλογισμό της πλοκής δημιούργησε ένα σύμπαν με τις ανησυχίες του, όπου το συναίσθημα και η αγωνία ταίριαξαν με το χιούμορ που λειτουργεί υπόγεια.

Το ζωικό βασίλειο με το οποίο ο σκηνοθέτης αναζήτησε το αντίβαρο σε αυτή τη δύσκολη ισορροπία που θέτει ο Γκομπρόβιτς λειτούργησε καταλυτικά και απελευθερωτικά: οι χιμπαντζήδες, οι μαϊμούδες και ο γορίλλας με τις (τόσο επιτυχημένες) μάσκες-στολές τους, άλλοτε ως υπηρέτες και άλλοτε ως μοντέλα στην επίδειξη μόδας.

Η βραχώδης κατασκευή της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου (μια ενδιαφέρουσα εκδοχή που παίρνει τη σκυτάλη από την «Γκόλφω» της) δεσπόζει στην περιστρεφόμενη σκηνή του Rex και μαζί με τον φωτισμό και τις σκιές δημιουργούν την ατμόσφαιρα Ιμαλαΐων. Εκεί πάνω γλιστρά, κυριολεκτικά, η παράσταση.

Ο Χάρης Φραγκούλης ως Αρισταίος ξετυλίγει τις πτυχές των δυνατοτήτων του σε μια διαρκώς εξελισσόμενη πορεία. Αυτός ο ταλαντούχος ηθοποιός έχει κάτι το σατανικό στην έκφραση, στην κίνηση, στο παίξιμό του, παράλληλα με μια ακρίβεια και μια πειθαρχία που τον οδηγούν σε ερμηνείες υψηλού επιπέδου. Ο Μιχάλης Σαράντης στον ρόλο του Φιρουλέ και ως alter ego του Αρισταίου ξεδιπλώνει τη θεατρική του ορμή και αγγίζει ευαίσθητες πτυχές. Οι δυο τους από την πρώτη κιόλας σκηνή ανεβάζουν τον πήχη.

Ο θίασος, δεμένος και δοκιμασμένος, με την καθοριστική συμμετοχή του Αγγελου Τριανταφύλλου ως επικεφαλής της ζωντανής ορχήστρας, όλοι μαζί πάνω στο άρμα του σκηνοθέτη, γεννούν βαθιά συγκίνηση. Κι ένα τσίμπημα για τα μεγάλα και ωραία.

Mετάφραση: Γιάννης Αστερής

Διασκευή: Γιάννης Αστερής – Νίκος Καραθάνος

Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος

Σκηνικά – κοστούμια: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου

Μουσική: ΑγγελοςΤριανταφύλλου

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Κίνηση: Αμαλία Μπένετ

Παίζουν: Νίκος Καραθάνος, Κώστας Μπερικόπουλος, Εύη Σαουλίδου/Νάντια Κοντογεώργη, Μιχάλης Σαράντης, Αγγελος Τριανταφύλλου, Χάρης Φραγκούλης, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ελενα Τοπαλίδου, Μαρία Διακοπαναγιώτου κ.ά. Επί σκηνής οκταμελής ορχήστρα.

Πού: Στο Εθνικό Θέατρο – Θέατρο Rex – Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη, Τετάρτη – Σάββατο (20.00) και Κυριακή (19.00) έως 28/5