Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι χαρισματικός αφηγητής. Η ζωή του όμως στην έκδοση «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας» της Ελληνογερμανικής Αγωγής ξεδιπλώνεται μέσα από διηγήσεις –άγνωστες μέχρι πρότινος –τις οποίες 12 προσωπικότητες της λογοτεχνίας, της μουσικής και του κινηματογράφου μοιράζονται με τον δημοσιογράφο Φώτη Απέργη. Η ιδέα αυτής της έκδοσης είναι να αποθησαυριστούν άγνωστες στιγμές που έχουν σφραγίσει τις ζωές πολλών ανθρώπων, τους οποίους ο κορυφαίος έλληνας συνθέτης έχει γοητεύσει και συνεχίζει να γοητεύει με το έργο του.

Τα «Πρόσωπα» δημοσιεύουν αποσπάσματα διηγήσεων από στιγμές των Βασίλη Βασιλικού, Δήμητρας Γαλάνη και Μάνου Ελευθερίου, ενώ στην έκδοση περιλαμβάνονται ακόμη οι στιγμές που έζησαν οι Κώστας Γαβράς, Διονύσης Σαββόπουλος, Φοίβος Δεληβοριάς, Δέσποινα Ζηλφίδου, Κώστας Θωμαΐδης, Λουκάς Καρυτινός, Γιάννης Κότσιρας, Φώντας Λάδης, Πέτρος Μάρκαρης, Νότης Μαυρουδής, Μανώλης Μητσιάς, Θάνος Μικρούτσικος, Νίκος Μωραΐτης, Γιώργος Νταλάρας, Πέτρος Πανδής, Μίλτος Πασχαλίδης, Γιάννης Σμυρναίος, Ελένη Τορόση, Μάκης Τρικούκης, Διονύσης Τσακνής, Μαρία Φαραντούρη, Τηλέμαχος Χυτήρης και Διονύσης Καρατζάς.

Βασίλης Βασιλικός

Εμπάργκο στις ελιές

«Παρ’ όλα τα προβλήματα και τις απογοητεύσεις, εμφύλιες και εξωτερικές, ο Μίκης δεν έχανε ποτέ το κουράγιο και το χιούμορ του, που είναι ακαταμάχητο. Περπατούσαμε μια μέρα στη Λεωφόρο Λόρκα (σ.σ.: του Παρισιού), όταν μου είπε με αγαλλίαση: «Τι ωραία που νιώθω περπατώντας σ’ αυτόν ειδικά τον δρόμο…». «Τι εννοείς;» τον ρώτησα απορημένος. «Μα, για σκέψου», μου απάντησε, «να περπατούσες και εσύ στη Λεωφόρο Θεοδωράκη!». Τίποτα δεν τον έκανε να χάνει το κουράγιο του εκτός… από τις ελιές. Δεν θέλει ούτε να τις βλέπει. Του έχει μείνει, νομίζω, από τα παιδικά του χρόνια, όταν κόντεψε μια μέρα να πνιγεί από κουκούτσι. Οταν, μετά από κάθε συναυλία, πηγαίναμε για φαγητό, η Μαρία και ο Αντώνης έσπευδαν να προειδοποιήσουν τους εστιάτορες να μη φέρουν ελιές μπροστά του στο τραπέζι. Οι άνθρωποι απορούσαν: «Μα, εσείς οι Ελληνες τις παράγετε». Σε ωραία τραπέζια –πάντοτε χωρίς ελιές –βρεθήκαμε μαζί και μετά τη Μεταπολίτευση. Εκείνη την εποχή δεν περνούσε εβδομάδα που ο Μίκης να μην έχει κάνει δηλώσεις στις εφημερίδες. Τον συνάντησα μια μέρα στο εξοχικό του στο Βραχάτι και του είπα ότι ίσως το παρακάνει. «Μου ζητούν και δεν αρνούμαι» μου απάντησε. «Αλλά δεν το κάνω για μένα. Το κάνω για τον πατέρα μου, που συλλέγει τα αποκόμματα και, κάθε Πρωτοχρονιά, μου χαρίζει τους τόμους που έχει δέσει. Είναι μια απασχόληση που του αρέσει». Και πράγματι, στράφηκε και μου έδειξε στη βιβλιοθήκη δύο ή τρία ράφια γεμάτα από τόμους με δημοσιεύματα. Πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο πατέρας του, αλλά ο Μίκης συνέχιζε με τον ίδιο ζήλο να κάνει δηλώσεις προς τον Τύπο. Δεν έχασα την ευκαιρία, κάποτε, να του το επισημάνω –περισσότερο, για να τον πειράξω. Ομως, είχε πια ξεχάσει τη δικαιολογία που είχε επικαλεστεί. Οταν του τη θύμισα, έβαλε τα γέλια».

Δήμητρα Γαλάνη

Το ελαφρό τραγούδι

«Ηταν μαγικός ο Μίκης στο στούντιο. Ολοι γνώριζαν σε ποιον απευθύνονται και πώς όφειλαν να το κάνουν. Ομως, παρότι ήταν συγκεντρωτικός και, κάποτε, μπορώ να πω εγωκεντρικός, ήξερε ταυτόχρονα ν’ ακούει. Είναι επίσης πολύ ερωτικός με την τέχνη του. Η μουσική του αύρα είναι και η προσωπική του ταυτότητα και έτσι, αυτομάτως, λειαίνονται όλες του οι γωνίες.

Ο Θεοδωράκης έχει γράψει σπουδαία τραγούδια για άνδρες ερμηνευτές. Και έχουν γίνει κλασικά σε εκτελέσεις αξεπέραστες. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ως ισχυρό πρότυπο τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είναι λογικό, κάθε νεότερος ερμηνευτής των ίδιων τραγουδιών να νιώθει κάποια ανασφάλεια από την αναπόφευκτη σύγκριση μαζί του. Μια γυναίκα ερμηνεύτρια νιώθει πιο ελεύθερα ως προς αυτό το σημείο. Δεν θα ξεχάσω όμως ότι με μια κουβέντα του, ενώ ερμήνευα το «Νύχτα μαγικιά», σε στίχους του αδελφού του, Γιάννη Θεοδωράκη, ο Μίκης μού έλυσε έναν μεγάλο κόμπο: τραγουδούσα τον στίχο «Μάγισσα χλωμή, το στερνό σου φιλί / ξεχασμένη μουσική / μια μαχαιριά, ποτέ, ποτέ μαζί». Και διατηρώντας στα ακούσματά μου και κάτι από το ελαφρό τραγούδι, άφησα τον εαυτό μου να το ερμηνεύσει πιο ελεύθερα, φεύγοντας από τον ρυθμό. Τότε ο Μίκης με διέκοψε και μου είπε: «Εδώ, Δήμητρα, θα τονίζεις κάθε λέξη ξεχωριστά. Θα της αποδίδεις το δραματικό της βάρος, θα τονίζεις το αμετάκλητο. Αλλιώς, το τραγούδι ακούγεται ελαφρό». Είχε πάρα πολύ δίκιο. Και αυτή του η ερμηνευτική παρέμβαση έγινε για μένα σχολείο. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1982 και τον επόμενο χρόνο παρουσιάσαμε τους «Χαιρετισμούς» στη Στοκχόλμη και στο Ανατολικό Βερολίνο, στο ιστορικό θέατρο Folksbuehne, σε ένα φεστιβάλ αφιερωμένο στον Θεοδωράκη. Ηταν μαζί και ο Πέτρος Πανδής. Ο Μίκης ήταν τότε πολύ αγαπητός εκεί και θυμάμαι τον ενθουσιασμό του κόσμου, καθώς στεκόταν στη σκηνή πληθωρικός, γιγαντιαίος, ενθουσιώδης».

Μάνος Ελευθερίου

Στο στούντιο

«Στη διάρκεια της δικτατορίας, άρχισα να του στέλνω στίχους, ενόσω ήταν εξόριστος στη Ζάτουνα. Και, όταν είχε πλέον φύγει στην Ευρώπη, του έστειλα με τη Μαρία Δημητριάδη και τέσσερα τραγούδια στο Λονδίνο. Ανάμεσά τους και το «Ποιος τη ζωή μου». Οταν, μάλιστα, η Μαρία τού τα έδωσε, εκείνος της είπε: «Μόνο τέσσερα σου έδωσε ο Μάνος; Περίμενα 44!». Μετά τη Μεταπολίτευση συνεχίσαμε να γράφουμε μαζί τραγούδια. Είναι πληθωρικός και ακάματος ο Θεοδωράκης. Οπως και σε πολλά άλλα, έτσι και στη μελοποίηση διέφερε από τον Χατζιδάκι. Ο Μάνος συνήθως έγραφε πρώτα τη μελωδία στο πιάνο με εικονικά λόγια και ύστερα τραγουδούσε ο ίδιος, για να φανεί πού τονίζεται. Ο Μίκης μελοποιούσε ήδη δοσμένους στίχους. Ποτέ δεν χρειάστηκε να κουβεντιάσουμε πολύ πάνω στον στίχο ή στη μελωδία. Μια φορά μονάχα επενέβη και μου άλλαξε μια λέξη. Είχα γράψει: «δεν μας σώνουν ποιητές» –όπως το λέμε στη Σύρο. Κι εκείνος το άλλαξε, και σωστά: «δεν μας σώζουν ποιητές». Οχι μόνο δεν ενοχλήθηκα, αλλά μου άρεσε που το έκανε. Εδειξε και εκεί ότι γνωρίζει καλά ελληνικά. Μια άλλη φορά, είχε μελοποιήσει κάποιους στίχους μου σε πιο αργό ρυθμό από εκείνον που φανταζόμουν εγώ, όταν τους έγραφα. Μόλις του το εξομολογήθηκα, απάντησε απλά: «Και δεν το δοκιμάζουμε πιο γρήγορο;». Και πράγματι, έγραψε ένα θαυμάσιο τραγούδι, το «Στο μπαρ», που ερμήνευσε η Δημητριάδη. Οταν ερχόταν η ώρα για την ηχογράφηση, ο Θεοδωράκης ήταν επίσης διαφορετικός από τον Χατζιδάκι. Ο Μάνος ήθελε όλα να γίνονται ήρεμα, διακριτικά, με αυτοσχεδιασμό, μα και με προσήλωση. Ο Μίκης ήταν της διαδηλώσεως. Ορμητικός και πληθωρικός, όπως σε όλα, εργαζόταν στο στούντιο σε μια ατμόσφαιρα μερικές φορές πανηγυρική. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και ακριβής. Γνωρίζει, εξάλλου, όσο λίγοι, μουσική. Αφηνε τους μουσικούς ελεύθερους να εκφραστούν, όμως κανείς δεν παρεξέκλινε από τη ρότα που εκείνος είχε ορίσει. Ακόμα πιο ενθουσιώδης ήταν η ατμόσφαιρα στις συναυλίες. Εκεί, φεύγεις πια από αυτό που έχεις γράψει και ακούς τον κόσμο να τραγουδά μαζί σου. Αυτή είναι η χαρά σου».