Σε μια στάση λεωφορείου στο γερμανικό Μπόχουμ η μεγάλη αφίσα περιέχει ένα διπλό μήνυμα για τους κατοίκους αλλά και για τους Ελληνες που ζουν στην περιοχή: «documenta 14 στο Κάσελ και την Αθήνα». Σε μια μπιραρία του Ντόρτμουντ το όνομα της μεγάλης διοργάνωσης σύγχρονης τέχνης καταφέρνει να τρυπώσει στη συζήτηση ενός διευθυντή εργοστασίου, ενός συνταξιούχου μηχανικού και δύο Gastarbeiter. Και στο αεροδρόμιο του Ντύσελντορφ ένα από τα μεγαλύτερα γερμανικά περιοδικά τέχνης, το «art», κυκλοφορεί με μπλε εξώφυλλο, τονισμένη τη λέξη «Athen» και αχνή στο φόντο τη λέξη «Kassel».
Κινούνται όλοι και όλα γύρω από τον αστερισμό της documenta 14 ή μήπως οι καλύτερες εντυπώσεις παίρνουν την εκδίκησή τους έναν μήνα πριν ξεκινήσει η διοργάνωση στη γερμανική πόλη; Και ναι και όχι. Ενα σχετικά ασφαλές συμπέρασμα από τη δημοσιογραφική αποστολή οκτώ συναδέλφων σε Κάσελ, Φρανκφούρτη και Κολωνία, είναι ότι οι προσδοκίες στην έδρα της documenta είναι διαχρονικά μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνες της Αθήνας. Το λένε και οι αριθμοί: περίπου 500.000 επισκέπτες αναμένει το Κάσελ, όταν στην Αθήνα οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για κάτω από 20.000.

Η γερμανική πόλη, άλλωστε, είναι έτοιμη να προβάλει τον ισχυρότερο λόγο ένταξής της στον παγκόσμιο χάρτη της τέχνης. Στην έδρα του, το Μουσείο Φριντεριτσιάνουμ, ολοκληρώνονται οι τελευταίες εργασίες για τη στέγαση της συλλογής του δικού μας Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και μια κλεφτή ματιά μας επιτρέπει να πάρουμε πρόγευση από το έργο του Ανδρέα Αγγελιδάκη: ορθογώνιοι όγκοι από τσιμέντο, ντυμένοι α λα στρατιωτική παραλλαγή, θυμίζουν το στρατιωτικό παρελθόν του Κάσελ (το κέντρο του είχε ισοπεδωθεί από τους Συμμάχους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), αλλά και τα σημερινά εργοστάσια εν λειτουργία που κατασκευάζουν άρματα μάχης. Ακριβώς απέναντι από το Μουσείο, σε έναν νοερό διάλογο μαζί του, στέκεται ημιτελής ο «Παρθενώνας των βιβλίων», το έργο που υλοποίησε πρώτη φορά το 1983 η Μάρτα Μινουγίν «επενδύοντας» τότε στο οικουμενικό σύμβολο του διαφωτισμού με βιβλία απαγορευμένα την περίοδο της αργεντίνικης δικτατορίας. Σήμερα στην αναθεωρημένη εκδοχή του, στόχος είναι ο Παρθενώνας να ντυθεί με λογοκριμένα βιβλία πάσης φύσεως εντός κι εκτός Ευρώπης. Ο ίδιος αναβρασμός επικρατεί και στο Μουσείο Γκριμ, αλλά και στο κτίριο της Neue Galerie, όπου επίσης θα φιλοξενηθούν έργα τέχνης.

Πόσο ικανοποιημένη είναι, αλήθεια, η κοινότητα του Κάσελ που μοιράζεται τη φετινή δόξα με τη μνημονιακή Αθήνα; «Καταλαβαίνω απολύτως τις φοβίες των ντόπιων που έχουν επενδύσει στην «κουλτούρα» της documenta, αλλά τι σημαίνει «η δική μας documenta»;» αναφέρει ο επιμελητής Χέντρικ Φόλκερτς. «Είναι η ποικιλία ερωτημάτων τα οποία προκαλεί η διοργάνωση αυτό που μας ενδιαφέρει. Δεν πρόκειται για μια επιχείρηση διπλωματίας που αφορά τις σχέσεις δύο κρατών, αλλά μια έκθεση που θέτει ερωτήσεις, επώδυνες ή και ανεπιθύμητες». «Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ένας επισκέπτης θα έπρεπε να δει και τις δύο διοργανώσεις, σε Γερμανία και Ελλάδα, για να έχει ολοκληρωμένη εικόνα. Αυτό που καταλαβαίνω πάντως είναι ότι δεν μπορούμε να βλέπουμε την Αθήνα μεμονωμένα σαν «σκηνή» όπου πάνω της προβάλλονται γνώμες και απόψεις για την κρίση», συμπληρώνει η freelancer Νατάσα Πφλάουμπαουμ, που έχει ήδη σκηνοθετήσει πορτρέτα καλλιτεχνών για την ραδιοτηλεόραση του κρατιδίου της Εσσης.

ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΑΡΧΕΙΟ. Στους δικούς του ρυθμούς, από την άλλη, κινείται το Αρχείο της documenta 14, όπου μας ξεναγεί ο Μάρτιν Γκροχ. Είναι οι ρυθμοί των αθόρυβων εργατών, οι οποίοι αποφεύγουν τη δημοσιότητα, για να την κερδίσουν αναπόφευκτα όταν παρουσιάζουν τους καρπούς της έρευνάς τους. Στο αρχείο φιλοξενούνται χιλιάδες φωτογραφίες, σλάιτ, οπτικοακουστικό υλικό, ενώ ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να ανακαλύψει μία από τις πλουσιότερες συλλογές σε τίτλους τέχνης: περίπου 100.000 βιβλία που αφορούν την ιστορία της documenta και τα κινήματα του 20ού και 21ου αιώνα.
Στο κρατικό ραδιόφωνο της Κολωνίας, όπου κατέληξε η δημοσιογραφική αποστολή, οι παραγωγοί δίνουν ένα μέτρο για το πώς τα γερμανικά ΜΜΕ πρόκειται να καλύψουν τη μεγάλη διοργάνωση. Οι αποστολές στην Αθήνα είναι αρκετά συχνές –με δεδομένο το μεγαλύτερο μπάτζετ που διαθέτουν οι ραδιοτηλεοπτικοί κολοσσοί -, ενώ ειδικές ενότητες στα ερτζιανά προετοιμάζουν τους ακροατές για τη διοργάνωση. Ποιος είπε, όμως, ότι από τη μεγάλη γιορτή του Κάσελ λείπει ο προβληματισμός; «Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η τέχνη απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο στη Γερμανία και ανέλαβε εν πολλοίς να ερμηνεύσει τις κοινωνικές θεωρίες –κάτι που επηρέασε και την documenta» επισημαίνει ο πολιτιστικός συντάκτης Στέφαν Κόλντεντορφ. «Στην εξέλιξή της, όμως, η πολιτική διάσταση υπερίσχυσε της καλλιτεχνικής, παρόλο που δεν είμαι καθόλου της άποψης «η τέχνη για την τέχνη». Είμαι, λοιπόν, σκεπτικός όταν η διοργάνωση «πολιτικοποιείται» πέρα από την άποψη ότι οτιδήποτε προσωπικό είναι και πολιτικό».

Η σκέψη αυτή είναι ίσως και η καλύτερη γέφυρα με τη διοργάνωση της Αθήνας, η οποία προβάλλεται και ως «εργαστήριο παραγωγής ερωτημάτων για τη δημοκρατία». Η σύγκριση είναι γνωστή άλλωστε: εκεί όπου κάποτε αντιμετώπισαν τη δικτατορία των συνταγματαρχών μήπως σήμερα αντιμετωπίζουν τη «δικτατορία του νεοφιλελευθερισμού»; Το δυσάρεστο με τα ερωτήματα είναι ότι δεν συναρπάζουν το ίδιο με τις απαντήσεις τους.