Εχουμε μια κουλτούρα όπου τα δράματα, είτε ιδιωτικά είναι είτε κοινωνικά, πολιτικά ή ιστορικά, δεν θέτουν ερωτήματα. Υποβάλλουν μάλλον μια μαρτυρολογική προσέγγιση, μια ποίηση του πόνου. Ακόμη και όταν παράγονται από συνθήκες μεγάλων κρίσεων που ανατρέπουν τα δεδομένα της ζωής και κλονίζουν τις πεποιθήσεις των ανθρώπων, η στάση που καλούμαστε να πάρουμε απέναντί τους είναι αδιαφοροποίητη και καθορισμένη από συναισθηματικές σταθερές. Αυτό το βλέπουμε πολύ συχνά, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά μυθιστορήματα και νουβέλες. Καταστάσεις που είναι από τη φύση τους αμφίσημες και διλημματικές μετατοπίζονται σε κάτι άλλο, που παραμερίζει το δίλημμα και την αμφισημία. Με τον τρόπο αυτό, το γραπτό ίσως κερδίζει βραχυπρόθεσμα σε συγκινησιακό φορτίο, χάνει όμως σε βάθος και ιδιαιτερότητα περιεχομένου. Το μοτίβο είναι πάντα το ίδιο. Στο πλαίσιο μάλιστα του συνόλου των αναγνωστικών εμπειριών μας χάνει τελικά, με την επαναληπτικότητα, και πολλή από τη συγκινησιακή του δύναμη.

Τα σκεφτόμουν αυτά αφού διάβασα το μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα «Ωστικό κύμα» (Πατάκης). Μια ελληνίδα μητέρα μαθαίνει ότι ο γιος της, φοιτητής στο Λονδίνο, είναι ανάμεσα στα θύματα μιας βομβιστικής επίθεσης από ισλαμιστές, για να αποκαλυφθεί τελικά ότι ήταν πιθανότατα συνεργός των βομβιστών. Η επιλογή του θέματος υπόσχεται πολλά και έχει προφανή επίκαιρη εκρηκτικότητα (ακούσιο εδώ το λογοπαίγνιο). Πώς θα αντιδράσει μια ευρωπαία αστή στην είδηση ότι ο γιος της σκοτώθηκε ως τρομοκράτης και μάλιστα στο όνομα του Ισλάμ; Ποιες ψυχικές διεργασίες, ποια βασανιστικά ερωτήματα θα γλιστρήσουν μέσα στον θρήνο της, ποια κατεύθυνση θα του δώσουν; Ο Δαββέτας περιγράφει το μητρικό πένθος επιδέξια, χωρίς κραυγαλέους τόνους, μέσα από μνημονικές αναδρομές της ηρωίδας του στη ζωή του γιου της και τη σχέση της μαζί του. Αλλά τίποτα πέραν αυτού. Καμία εσωτερική αναζήτηση. Καμία πιθανή πρώιμη ένδειξη για την ύστατη επιλογή του νεαρού (η οποία φαίνεται μάλιστα πως ήταν πιο πολύ προϊόν έρωτα για μια μουσουλμάνα παρά ιδεολογίας). Η αποκάλυψη της συμμετοχής του στην τρομοκρατική ενέργεια έρχεται άλλωστε πολύ αργά στο βιβλίο για να μάθουμε κάτι για τον αντίκτυπό της στον νου της μητέρας, ενώ η τροπή του τέλους είναι εντελώς αστήρικτη και αψυχολόγητη. Σε τελική ανάλυση το «Ωστικό κύμα» θα μπορούσε εξίσου καλά να αναφέρεται σε μια μάνα που έχασε το παιδί της σε τροχαίο.

Στον αντίποδα αυτού του τύπου λογοτεχνίας βρίσκεται ένα ρεύμα που θα το ονομάσω γλωσσοκεντρική λογοτεχνία. Στην Ελλάδα έχει μακρά ιστορία, αν και πάντοτε στο περιθώριο των κυρίαρχων ρευμάτων, και δεν αντλεί μόνο από το πρότυπο ξένων κινημάτων αλλά και από τη μακραίωνη, ιδιαίτερα πλούσια ρητορική παράδοση του ελληνικού λόγου. Στη γλωσσοκεντρική λογοτεχνία το θέμα είναι η ίδια η γλώσσα ή, ακριβέστερα ίσως, ο συγγραφέας αφήνει την παραγωγή του θέματος στους τροπισμούς της γλώσσας. Εδώ, για να μιλήσω προσωπικά, αντιμετωπίζω ως κριτικός έναν ενδιαφέροντα διχασμό μου. Από τη μια δεν πιστεύω ότι αυτή η λογοτεχνία μπορεί να μας οδηγήσει μακριά. Από την άλλη υπάρχουν δείγματά της όπου, παρά τη θεωρητική αντίσταση και τις αισθητικές προτιμήσεις μου, απολαμβάνω την ευφορία της γλώσσας, τα ατάσθαλα παιχνίδια της, τις παράξενες αντηχήσεις της και μου φαίνεται πως όλα αυτά πράγματι «εκκρίνουν» μια σημασία.

Μια τέτοια περίπτωση συνάντησα στο «Αυθάδεια λαγνεύουσα» του Κώστα Βούλγαρη (Κέδρος). Σε μια σειρά σύντομων κειμένων ο συγγραφέας μιλάει για διάφορες όψεις και βαθμίδες του ερωτικού βιώματος παρωδώντας το ύφος ποικίλων ειδών της ελληνικής γραμματείας, από εκκλησιαστικά κείμενα ώς τη δημοτική ποίηση, από τον Ερωτόκριτο ώς παλιές νομικές διατάξεις. Η ευρηματικότητά του εκπλήσσει, τα παιγνιώδη pastiches του είναι φορές που συνεπαίρνουν. Αλλά στο βάθος όλων αυτών υπάρχει μια μελαγχολία, που παραπέμπει σε ορισμένες δύσκολες αλήθειες. Χαρακτηριστικό δείγμα της είναι το κείμενο που επιγράφεται «Εκσπερμάτωση», κατά τη γνώμη μου το καλύτερο του βιβλίου και το πιο σπαρακτικό, για τη βίαιη απόδοση της αντίθεσης ανάμεσα στη σεξουαλική έξαψη και τη συνείδηση της πεζής φυσικής νομοτέλειας στην οποία υπακούει.