Εχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία για τη σχέση ποδοσφαίρου και πολιτικής: από τη φασιστική εκμετάλλευση του αθλήματος στην Ιταλία, τον αντικαθεστωτικό ρόλο της Μπαρτσελόνα στη φρανκική Ισπανία και την «εποποιία» του Παναθηναϊκού κατά τη διάρκεια της επταετίας, έως την αποχή του Γιόχαν Κρόιφ από το Μουντιάλ του ’78 στην Αργεντινή, εν είδει διαμαρτυρίας για την εκεί δικτατορία. Είναι όμως η πρώτη φορά που μια ποδοσφαιρική στιγμή αντιμετωπίζεται ως καθοριστικός παράγων μιας επικείμενης πολεμικής σύγκρουσης. Ο ιταλός δημοσιογράφος Τζίτζι Ρίβα υπογράφει ένα συναρπαστικό βιβλίο, που αναμειγνύει την ιστορία με τη μυθοπλασία και το ποδόσφαιρο με την πολιτική.

Ποδόσφαιρο και πολιτική

Πρωταγωνιστής του βιβλίου που εστιάζει στις ποικίλες διασυνδέσεις ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και στην πολιτική είναι ο βόσνιος ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του ’80, Φαρούκ Χατζιμπέγκιτς. Ο νεαρός Χατζιμπέγκιτς θα γραφτεί στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Σαράγεβο, αλλά θα τον κερδίσει μια για πάντα το γήπεδο μετά τις μεγάλες συγκινήσεις των Χειμερινών Ολυμπιακών του Σαράγεβο το 1984. Θα τον επηρεάσουν μετέπειτα τραγικές πολιτικές φιγούρες όπως αυτή του Ράντοβαν Κάρατζιτς, που εργαζόταν ως ψυχίατρος με ειδίκευση στη συμπεριφορά των νέων ποδοσφαιριστών, τους οποίους μάλιστα παρότρυνε να μην εστιάζουν στις εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές τους, αλλά να λειτουργούν ομαδικά. Ακόμα και μετά τον εμφύλιο όταν θα καταζητούνταν ως εγκληματίας πολέμου, ο Κάρατζιτς θα έμπαινε συχνά στο γήπεδο για να παρακολουθήσει κρυφά τους αγαπημένους του παίκτες, χαμένος μέσα στο πλήθος των οπαδών.

Ο ταλαντούχος Φαρούκ θα καταλήξει να παίζει για τη Ρεάλ Μπέτις στην Ισπανία και έτσι δεν θα ζήσει από κοντά την αυξανόμενη εθνοτική ένταση στη Γιουγκοσλαβία. Θα μάθει όμως για τις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών της Παρτιζάν Βελιγραδίου και της Ντιναμό Ζάγκρεμπ που θα πάρουν σχεδόν «πολεμικές» διαστάσεις τον Μάρτιο του 1989, με τη συμμετοχή μετέπειτα πολεμάρχων όπως ο διαβόητος Αρκάν. Ποιος θυμάται άραγε σήμερα πως ο Φράνιο Τούντζμαν, εθνικιστής ηγέτης και μελλοντικός πρόεδρος της ανεξάρτητης πλέον Κροατίας, για ένα φεγγάρι είχε υπάρξει πρόεδρος της Παρτιζάν –επίσημης ομάδας του γιουγκοσλαβικού στρατού (JNA) και άρα ακραιφνώς «γιουγκοσλαβικής», αναρωτιέται με έκδηλη ειρωνεία ο Ρίβα.

Στην πραγματικότητα για τον Φαρούκ τα βάσανα θα άρχιζαν λίγο καιρό μετά, στο Μουντιάλ της Ιταλίας. Παρακολουθούμε βήμα βήμα την εντυπωσιακή πορεία της εθνικής ομάδας της Γιουγκοσλαβίας, με τον ίδιο ως αρχηγό, να οδηγεί την ομάδα στα προημιτελικά ενάντια σε όλα τα προγνωστικά, παρά τις κόντρες μεταξύ των ποδοσφαιριστών και σε πείσμα των αποδοκιμασιών των οπαδών της κατακερματισμένης πλέον ενδεκάδας σε κάθε ανάκρουση του εθνικού ύμνου. Την ίδια στιγμή που η χώρα καταρρέει, η εθνική της ομάδα φτάνει στις 30 Ιουνίου 1990 στον κρίσιμο προημιτελικό με την Αργεντινή του Μαραντόνα στη Φλωρεντία. Αν προκριθεί, ίσως μπορέσει να προσδώσει ένα νέο, θετικό περιεχόμενο στη λέξη «Γιουγκοσλαβία», εικάζει ο Τύπος της εποχής. Το ματς θα είναι σκληρό και η Γιουγκοσλαβία θα μείνει με δέκα παίκτες, αλλά θα κρατήσει την ισοπαλία και θα φτάσει με δραματικό τρόπο στα πέναλτι. Ο βόσνιος αρχηγός θα είναι ο μοιραίος παίκτης: θα χτυπήσει το τελευταίο πέναλτι το οποίο, δυστυχώς, θα μπλοκάρει ο αργεντινός τερματοφύλακας Γκοϊκοετσέα. Οι εφημερίδες στη Γιουγκοσλαβία θα γράψουν με πηχυαίους τίτλους, προοικονομώντας: «Εθνική τραγωδία». Ο αποκλεισμός φτάνει μήνες μόνο πριν από την αιματηρή διάλυση της ίδιας της Γιουγκοσλαβίας.

«Αν δεν είχατε αστοχήσει…»

Ο εξηντάχρονος πλέον Χατζιμπέγκιτς είναι σήμερα προπονητής στη Γαλλία, έχει μια όμορφη οικογένεια, οικονομική ασφάλεια και ένα εντυπωσιακό σπίτι, στη δεξιά όχθη του Παρισιού. Στα είκοσι έξι χρόνια όμως που μεσολάβησαν, είδε και ξαναείδε αυτό το χαμένο πέναλτι χιλιάδες φορές σε επανάληψη. Ακόμα και όταν το ξεχνάει για λίγο, όλο και βρίσκεται κάποιος να του το υπενθυμίσει. Σε μια πρόσφατη πτήση από το Παρίσι στο Βελιγράδι, στον έλεγχο διαβατηρίων ο σέρβος συνοριοφύλακας τον περιεργάστηκε προσεκτικά και του είπε με έναν αναστεναγμό: «Αχ, αν είχατε σκοράρει εκείνο το πέναλτι! Ισως να είχατε αλλάξει την τύχη της χώρας». Το όνομα Χατζιμπέγκιτς παραπέμπει σε μια ιστορική απογοήτευση, που δεν έχει μετριαστεί από τον χρόνο. Βλέποντας τον πρώην άσο μπροστά του ο αστυνομικός δεν μπορούσε παρά να επαναλάβει αυτή τη φράση ως μάντρα: «Το ποδόσφαιρο, η τύχη της χώρας», αναμασώντας τη λαϊκή πεποίθηση που έχει λάβει σχεδόν καθολικά χαρακτηριστικά στην πρώην Γιουγκοσλαβία, από τη Σερβία έως τη Σλοβενία, πως ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής θα μπορούσε να είχε αποτρέψει το αναπόφευκτο ως από μηχανής Θεός.

Ο Φαρούκ νοικιάζει ένα αυτοκίνητο και προχωρά προς την Κροατία. «Αλτ! Τα χαρτιά σας» η σκηνή επαναλαμβάνεται. «Χατζιμπέγκιτς; Ο ποδοσφαιριστής; Αν δεν είχατε αστοχήσει σ’ εκείνο το πέναλτι». Ακόμα και στην Κροατία που είχε προετοιμάσει και επιδιώξει την απόσχιση από τη Γιουγκοσλαβία και που ίσως θα έπρεπε να του είναι ευγνωμονούσα, τα ίδια. Τέλος φτάνει στη Βοσνία, στη χώρα του πλέον, όπου ο μοναδικός διαφοροποιητικός παράγων είναι η ηλικία των αστυνομικών. Ενας από αυτούς δεν είχε καν γεννηθεί το ’90. Του ζητά το διαβατήριο και αμέσως μετά εξέρχεται από το κουβούκλιο, στέκεται δίπλα στον πρωταγωνιστή μας και χώνει το πρόσωπό του δίπλα του για μια selfie. «Δεν είναι για μένα, είναι για τον πατέρα μου. Πάντα έλεγε πως εξαιτίας εκείνου του πέναλτι…». «Εχω συνηθίσει πια» λέει σε συνέντευξή του στον Ρίβα ο Φαρούκ, «όποτε συναντώ πολίτες της πρώην Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, οκτώ στις δέκα φορές μου λένε το ίδιο». Πλέον όμως η συμπάθεια είναι μεγάλη για τον παραλίγο ήρωα, στους ώμους του οποίου έμελλε να πέσει το βάρος ενός ολόκληρου έθνους –άλλωστε είναι πλέον ένας θρύλος. «Ο ηττημένος ήρωας εξακολουθεί να είναι ήρωας» καταλήγει με ποιητικό τρόπο ο Ρίβα. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε έναν τόπο όπου κάποτε γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια τις ένδοξες ήττες, όπως αυτή του Κοσσυφοπεδίου το μακρινό 1389 από τους Οθωμανούς.

Ο Κωστής Κορνέτης είναι ερευνητής στο πλαίσιο του προγράμματος Conex-Marie Curie UC3M στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Carlos III της Μαδρίτης

Ανατομία μιας στιγμής

Η ρευστότητα των ιστορικών συμβάντων

Στο βιβλίο επαναλαμβάνεται το αντιπραγματικό μοτίβο πως αν είχε προκριθεί η Εθνική Γιουγκοσλαβίας σε εκείνον τον ημιτελικό όλα θα ήταν ανοιχτά και πως πιθανότατα δεν θα είχε διαλυθεί η χώρα λίγο καιρό μετά. Το ποδόσφαιρο αντιμετωπίζεται ως ενωτική αλλά και συγκολλητική δύναμη και ως πιθανός αποτρεπτικός παράγων της κατάρρευσης του πολυεθνικού οικοδομήματος. Ο Ρίβα χρησιμοποιεί με μαστοριά πεπειραμένου αφηγητή τις στιγμές όπου απλοί πολίτες μετρούν την απόσταση ανάμεσα σε ένα απλό πέναλτι και «το πεπρωμένο μιας χώρας» υπογραμμίζοντας τη δύναμη του αθλητισμού γενικότερα και της δυνητικά σωτήριας λειτουργίας του ποδοσφαίρου, ως αντίδοτο στο μίσος και τον πόλεμο. Και αυτό γνωρίζοντας βέβαια πως μάλλον τίποτα δεν μπορούσε πλέον να σταματήσει τον ρου των γεγονότων – άλλωστε η Γιουγκοσλαβία θα στεφόταν παγκόσμια πρωταθλήτρια στο μπάσκετ τον ίδιο χρόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι πολιτικά για τη χώρα που χαροπάλευε· τουναντίον, μάλλον, σύμφωνα με μαρτυρίες καλαθοσφαιριστών, όπως ο Βλάντε Ντίβατς.

Ωστόσο το «τι θα είχε συμβεί αν» – που μπορεί να εκληφθεί και ως αντι-ιστορία, είτε στην περίπτωση του Μπαρτάλι είτε σε αυτή του Χατζιμπέγκιτς, επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση περί ενδεχομενικότητας, αναδεικνύοντας τη ρευστότητα των ιστορικών συμβάντων, πέρα από γραμμικές αφηγήσεις σχετικά με το αναπόφευκτο. Η ανάλυση του Ρίβα είναι μια εξαιρετική μικροϊστορία, η«ανατομία μιας στιγμής» και των επιβιώσεών της – για να δανειστούμε τον τίτλο του βιβλίου του Χαβιέρ Θέρκας για το πραξικόπημα της 23ης Φεβρουαρίου 1981 από τον συνταγματάρχη Τεχέρο στην Ισπανία. Αντίστοιχα, στο «Τελευταίο πέναλτι πριν από τον πόλεμο» αποδομείται όλος ο λόγος περί δομικών συνθηκών και προδιαγεγραμμένων συγκρούσεων και υπογραμμίζεται ο παράγων του τυχαίου στο ιστορικό γίγνεσθαι – κοινώς της fortuna, σύμφωνα με τον περίφημο όρο του Νικολό Μακιαβέλι, ακόμα και όταν αυτός δεν βρίσκεται παρά στο μυαλό των πρωταγωνιστών.

Ο ποδηλάτηςπου σταμάτησετον εμφύλιο

Ολα όσα αναφέρθηκαν δεν είναι απλός συναισθηματισμός αλλά μεταφυσική πίστη σχεδόν θρησκευτικής υφής σε μια μέχρι πρότινος άθεη (επισήμως) κοινωνία, τονίζει ο Ρίβα. Επιπλέον υπενθυμίζει πως ανάλογες δοξασίες συναντά κανείς και εκτός Βαλκανίων, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία. Στις εκλογές του καλοκαιριού του 1948 οι Χριστιανοδημοκράτες είχαν επικρατήσει του Αριστερού Μετώπου – του πολυδιασπασμένου συνασπισμού μεταξύ του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Μερικούς μήνες αργότερα ένας φοιτητής της Νομικής θα άδειαζε ένα 38άρι πιστόλι πάνω στον κομμουνιστή ηγέτη Παλμίρο Τολιάτι, την ώρα που ο τελευταίος έβγαινε από το σπίτι του. Οι σφαίρες τον βρήκαν στον λαιμό και στην πλάτη, αλλά ο Τολιάτι γλίτωσε τον θάνατο από θαύμα. Ακολούθησαν βίαιες διαδηλώσεις στους δρόμους της Γένοβας, του Λιβόρνου, της Νάπολι και του Τάραντα, οι εργαζόμενοι της Fiat απήγαγαν τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, τα τρένα πάγωσαν και οι τηλεφωνικές γραμμές ξηλώθηκαν. Εμοιαζε να ξεκινά εμφύλιος και η Αριστερά ετοιμαζόταν για ένοπλη εξέγερση, ξεθάβοντας τα όπλα που είχαν κρύψει οι παρτιζάνοι μετά το τέλος του ανταρτοπόλεμου ενάντια στους φασίστες – στα πρότυπα του ελληνικού Εμφυλίου που είχε αρχίσει δύο χρόνια νωρίτερα, όταν ξαφνικά μέσω ραδιοφώνου καταφτάνει η είδηση πως ο ποδηλάτης Τζίνο Μπαρτάλι κέρδισε πανηγυρικά το Tour de France. Ξάφνου η ανάρρωση του λαβωμένου Τολιάτι επιταχύνεται· σε ομιλία του από το κρεβάτι του νοσοκομείου ο συνετός κομμουνιστής ηγέτης κάνει λόγο για πράξεις βίας που αντιστοιχούν στα μάτια του με τυχοδιωκτισμό. Η εξέγερση ματαιώνεται και οι σύντροφοι παρατάνε τα όπλα για να γιορτάσουν τη νίκη του Μπαρτάλι. Φυσικά τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα, αλλά και πάλι το δημοφιλές λαϊκό αφήγημα εστίασε σε μια αθλητική στιγμή που είχε τη δύναμη να παγώσει τον χρόνο.

Gigi Riva

L’ultimo rigore di Faruk

Una storia di calcio e di guerra

Εκδ. Sellerio, 2016, Σελ. 192

Τιμή: 13 ευρώ