Πώς το λένε αυτό που παθαίνω, είπατε; Ντεζαβού; Του ζαβού; Ή του άλλου. Ενα είναι το θέμα: το παθαίνω. Γυρνάω από εδώ, βλέπω τον Ανέστη Βλάχο (ναι, εκείνον τον πονηρούλη πίσω από τις καλαμιές) στη σκηνή, γυρνάω παραπέρα βλέπω την Κλειώ Δενάρδου να θεατρίζεται (και πού νά ‘ν’ ο ίσκιος σου, Θεέ να ‘ρθω να γονατίσω», ε, πού είναι;), γυρνάω παραπέρα βλέπω από μια γωνιά να ξεπροβάλλει ο πρώτος θεατρικός ρόλος της Πόπης Αστεριάδη (είναι σίγουρο ότι δεν υπήρχε λόγος που δεν τον έκανε μέχρι σήμερα;), στο διπλανό κάθισμα πετυχαίνω τον Τάκη Σαγιώρ, η Ρένα Κουμιώτη ξανατραγουδά «Δρόμο», η Γιοβάννα –ναι, η Γιοβάννα εκείνη –τραγουδά, όχι ντουέτο με τη Στέλλα Γκρέκα, άσε την απτόητη Ζωζώ Σαπουντζάκη.

Με όλα τούτα το παθαίνω το ντεζαβού, που λένε, γιατρέ μου. Και πώς να γιατρευτώ που νομίζω ότι είμαι στο ’50, στο ’60 κι ακόμη παραπέρα.

Και πάνω που νομίζω, να το άλλο το ντεζαβού, το βαρύ. Του ’80 – ’90. Αλκηστις Πρωτοψάλτη – Ελευθερία μαζί, σου λέει. Οπως «Λεωφόρος Α’» (μαμά, επιστρέφω) και το τελειωτικό μού ‘ρχεται: Αλεξίου – Τσανακλίδου (πόσο πιο ντεζαβού νοσταλζί έιτις πια θα μού ‘ρθει, πόσο;).

Αν ακούσω και την Αννούλα τη Βίσση, σε θεατρική εκδοχή πίστας, να τραγουδάει «Αυτός που περιμένω, αυτός που περιμένω, αυτός που περιμένω, αυτός, αυτός», ε, θα πάρω τα βουνά μπας και γιατρευτώ!