Πες μου, καλή μου, με ρώτησε φίλη γκαρδιακή (και με το δίκιο της, δεν λέω). Ολοι αυτοί της πίστας (τα καμώματα που τα βλέπει η μέρα και γελά) που βγαίνουν και μας διαφημίζουν τα Χρυσά Αυγά, λες και δεν έχουν άλλη δουλειά, τα παίρνουν; Γιατί μέχρι τώρα ήξερα πως τα έπαιρναν μόνον από τα αφορολόγητα και αδήλωτα γαρίφαλα (μεγάλο ποσοστό, μιλάμε) που πετούσαν τα πρώτα τραπέζια πίστα, από τις γκαρνταρόμπες των σκυλάδικων, από τους παρκαδόρους, από τα διαφημιστικά… Και για να μην πληρώνουν και πολλή Εφορία, έφτιαχναν και καμιά οφσόρ για να έχουν «καλύτερη» φορολόγηση.

Τώρα, και ύστερα από όλα αυτά (αυτές οι ατέρμονες απορίες θα τη φάνε τη φίλη την γκαρδιακή –της το λέω και δεν μ’ ακούει), τι θέλουν και κόπτονται για την Ελλάδα; Ποιος την έφτασε εκεί που είναι; Εγώ (λέει η φίλη), με τον δηλωμένο μισθό πωλήτριας των 800 και κάτι ευρώ ή τα αφορολόγητα κι αδήλωτα;

Ασε το άλλο (να οι απορίες). Κάτι άλλοι που βγήκαν και μας τα διαφήμιζαν τα Χρυσά Αυγά, δεν ήταν κάποτε και ζευγάρι; Οχι μόνον πίστας. Τι τα θέλουν λοιπόν αυτά τα ρατσιστικά; Δεν φοβούνται; (αναρωτιέται η γκαρδιακή η φίλη, ασταμάτητη). Ή μήπως όλο αυτό το κάνουν επειδή ξεχάστηκαν; Γιατί όμως πρέπει να τους ξαναθυμηθούμε; Μας χρησιμεύει σε κάτι να βγάλουμε από το μούσκιο, από τη φορμόλη όλους τους αζήτητους σκυλάδες;

Μπα, δε σφάξανε.